Θυμάμαι τις δηλώσεις σου όταν ήρθες εδώ, τίποτα δεν κατάλαβα, χρειάστηκα γιατρό. Θρησκόληπτος φαινόσουνα, έκανες το σταυρό σου, και πάντοτε κλαιγόσουνα στον ύψιστο θεό σου. Στα πόδια ήσουν γρήγορος, σαν αστραπή πετούσες, και πάντοτε τις κάθετες μπαλιές εκυνηγούσες. Το look σου ήταν σπάνιο και παρεξηγημένο, μα όλοι αφίσες το ‘χανε στους τοίχους κρεμασμένο. Το κάλλος σου απρόσιτο, ήσουνα λεβεντιά, και τις γυναίκες έριχνες με μία σου ματιά. Τα πρώτα χρόνια ήσουνα ατράνταχτος γκολτζής, σε ζήλευε παράφορα ο Χάρης Κοπιτσής. Μα κι αν εμείς σε βλέπαμε δίχως πολλή συμπάθεια, ποτέ σου δεν μας έβγαλες διχόνοια και εμπάθεια. Γιατί ‘σουνα καλόκαρδος, πιστός αγωνιστής, του αντιπάλου ήσουνα ο πρωταγωνιστής. Σ’ έβλεπαν στο Ηράκλειο, χωρίς να σου μιλούν, του Εργοτέλη ήσουνα εσύ ένας Αμπντούν. Για 6 χρόνια έμεινες στη μισητή ομάδα, μα όλοι σε προσέχαμε σαν ιερή γελάδα. Κι όταν τότε σε πήραμε στου ΟΦΗ την ομάδα, τότε αυτό μαθεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Όλοι ονειρευόντουσαν στον ΟΦΗ να σε δούν, συνέχεια να έκανες γιο-γιο τον Μπράις Μούν. Ο ερχομός στον Όμιλο έμοιαζε επιτυχία, στα πρώτα ματς μας έδειξες άπειρη μαεστρία. Κι αν πήγε και ο Βλόνταρτσικ τη θέση να σου πάρει, βρήκε μπροστά εσένανε γνήσιο Αρκουδιάρη. Μα κι αν δεν τα κατάφερες τον ΟΦΗ ν’ανεβάσεις, τον κόσμο της ομάδας μας ποτέ δεν θα ξεχάσεις. Τον κόσμο που θα γέμιζε δυο γήπεδα μεγάλα, εσένα να καμάρωνε να του διδάσκεις μπάλα. Γι’ αυτό εγώ σ’ ευγνωμονώ σαν παίχτη που αξίζει, και την καρδιά που απλόχερα σε όλους τη χαρίζει. Μα κι αν ποτέ δεν έπαιξες σε UEFA, INTERTOTO, πάντα θα σε θυμόμαστε ρε Πάτρικ Ογκουνσότο.
1 Σεπτεμβρίου και το εορτολόγιο αναγράφει 43 ονόματα της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας. Αυτό που “ξεχωρίζει” είναι το όνομα Αδαμάντιος. Ποιός θα διανοούνταν πριν απο λίγα χρόνια ότι σήμερα κάποιοι θα ξεχνούσαν να χαιρετήσουν το επίθετο και μόνο του ανθρώπου-αθλητή που γύρισε τον κόσμο ολόκληρο, για να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες και την ιστορία της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Χρόνια σου πολλά Alessandro Diamanti, εσύ θαλασσόλυκε μακαρονά, που μετά από εμπειρίες στα γήπεδα Αγγλίας και Αργεντινής επέστρεψες στα πάτρια εδάφη, αυτή τη φορά για να ξαναγράψεις ιστορία φορώντας τα χρώματα της Μπολόνια.
Θυμάμαι στις δηλώσεις σου, σού βγαζα το καπέλο / πως πάντοτε σου ήθελες να ήσουνα μοντέλο. Σε ήθελε η μάνα σου με ζώνη και καρφίτσα / αλλά εσύ το έσκασες γρήγορα σαν νυφίτσα. Στη χώρα μας ερχόμενος στον ΟΦΗ για να παίξεις / με κόλπα ,σούτ και βολ πλανέ τον κόσμο να μαγέψεις. Μια μέρα όμως ο διάολος βρήκε για να τρυπώσει / και την καρδιά σου ήθελε αυτός να τη σκοτώσει. Μα όταν κάτω ήσουνα στο χόρτο ξαπλωμένος / τότε σεβντάς με έπιασε, ήμουν σαν τρελαμένος. Κι όταν εντάξει έγινες και μπήκες στους αγώνες / οι μέρες που περίμενα φαινόταν σαν αιώνες. Κι αν στην αρχή με τον Μαχλά έδειχνες αγχωμένος / μετά με Οφορίκουε ήσουνα λυσσασμένος. Μα κι’ αν με Βλάχο πέρασες περίοδο αφάνειας / για μας πάντοτε ήσουνα είδωλο περηφάνιας. Πηγή κινδύνου ήσουνα μ’ ασπρόμαυρη φανέλα / και εφιάλτης ήσουνα στον ύπνο του Ζουέλα. Ποτέ σου δεν συνάντησες Στράκα και Μαντζουράκη / μα ήσουν ο καλύτερος με Μάουρερ και Σηφάκη. Το γκόλ σου με την Ένωση ήτανε τιμημένο / και μες του Χιώτη το μυαλό για πάντα χαραγμένο. Ξεχώριζες στο γήπεδο φορώντας τα λευκά / και στους γκολκίπερ έλεγες πάντοτε άντε γειά. Το γκόλ σου που μας κράτησε Ά κατηγορία / με έκανε και ένιωσα μεγάλη ευφορία. Κι αν ήρθε ο Πετρόπουλος τη θέση να σου φάει / τη σκόνη που του έριξες ακόμα δεν ξεχνάει. Μα όταν έφυγες ρε «Τζό» και πήγες σ΄ άλλη χώρα / ξέσπασε στο Ηράκλειο νεροποντή και μπόρα. Και ας ήσουνα του ΟΦΗ μας στους κορυφαίους φορ / πάντα θα σε θυμόμαστε ρε Τζόζεφ Νουαφόρ.