Χτεσινοβραδινό σουρεάλ σκηνικό: ‘Εχουμε βγει 3 φίλοι για φαγητό. Σε διπλανό τραπέζι μια μεγάλη συντροφιά 8-10 ατόμων (πιτσιρικάδων) γιορτάζει τα γενέθλια κάποιου από την παρέα. Ο εορτάζων κάθεται στο μέσο του τραπεζιού και το κορίτσι του κάθεται ακριβώς απέναντί του -στο άλλο μέσο- με τη φωτογραφική μηχανή “οπλισμένη” για να απαθανατίσει στιγμές από την όμορφη βραδιά…
Και έρχεται η ώρα να σβήσει ο εορτάζων τα κεράκια. Και εμφανίζονται 2 τούρτες, η μία με κεράσια από πάνω και άλλη με τρίμματα σοκολάτας και τρούφας. Και πιάνει ο Δημήτρης (έτσι τον λέγανε τον εορτάζοντα) ένα κερασάκι και το πετάει όλο χαρά στην κοπέλα του, φωνάζοντας “Άρπαξέ το στον αέρα, Θάλεια”. Έλα όμως που η Θάλεια δεν προσέχει, δεν αντιδρά εγκαίρως και σκάει το σιροπιαστό κερασάκι πάνω στο λευκό φόρεμά της, δημιουργώντας μια μπορδοροδοκόκκινη στάμπα στο σημείο του στήθους, η οποία “απλώνει” όσο της ρίχνει νερό και την κάνει… τρισχειρότερη, με αποτέλεσμα η Θάλεια να φλερτάρει με ένα ελαφρύ (ή λιγότερο ελαφρύ) εγκεφαλικό…
Anyway, η Θάλεια κρατάει χαρακτήρα… -“Εντάξει, αλλά πρόσεχε κι εσύ βρε μωρό, χάλια με έκανες”… -“Σόρι, αγαπούλα μου, νόμιζα ότι θα το πιανες το κερασάκι στον αέρα” απαντάει ο άλλος και τα πράγματα βαίνουν προς εκτόνωση. Μέχρι που φέρνουν μπροστά στο Δημήτρη την άλλη τούρτα με τα τρίμματα σοκολάτας και αρχίζουν να του λένε το τραγουδάκι. Με το που λένε το “και όλοι να λένε να ένας σοφός”, ο Δημήτρης -όντας αποφασισμένος να σβήσει όόόλα τα κεράκια με την πρώτη- ρίχνει το δυνατότερο φύσημα της ζωής του. Και πράγματι, όλα τα κεράκια σβήνουν. Και όόόόλο το πάνω μέρος της τούρτας, όλα τα τρίμματα, όλη η ψιλή τρούφα, όλα τα κομματάκια σοκολάτας, εκσφενδονίζονται ΚΑΙ ΑΥΤΑ πάνω στην ταλαίπωρη Θάλεια και το φόρεμά της γίνεται ΚΑΙ άσπρο ΚΑΙ ρόζ ΚΑΙ καφέ ΚΑΙ μαύρο, με μικρά στιγματάκια λιωμένης σοκολάτας απλωμένα πάνω του σε χίλια δυο σημεία…
Η Θάλεια ΔΕΝ αντέχει άλλο: Βάζει τα κλάματα, ρίχνει το πιο δυνατό ουρλιαχτό που έχω ακούσει ποτέ μου και ρίχνει το ποτήρι με το κρασί προς τον Δημήτρη βρίζοντας. Πάνω στην ταραχή της, δεν σημαδεύει καλά και το κρασί πέφτει όλο πάνω στον διπλανό του Δημήτρη. Αυτός τα παίρνει στο κρανίο και τη βρίζει. Τ’ ακούει ο αδερφός της Θάλειας, τον βρίζει κι αυτός και αρχίζουν να πλακώνονται. Ξύλο αυτοί, κλάμματα η Θάλεια, αμήχανος ο Δημήτρης δεν ξέρει πού να πρωτοπάει και με ποιον να πρωτοασχοληθεί…
Δεν τιμά απίστευτα τον κολλητό μου που – χωρίς να σηκώσει ούτε στιγμή το βλέμμα του απ’ το πιάτο του – γυρνάει και λέει: “Καλά, δεν έχω φάει καλύτερη καρμπονάρα στη ζωή μου. Ρε μ…κες, εδώ να ερχόμαστε που είναι και ήσυχα”…;
Μετά (γενεθλιακής) τιμής, Ανδρέας
Κεφάλι καζάνι λόγω έλλειψης ύπνου, οφειλομένης σε χτεσινοβραδινό αποκριάτικο πάρτι, το οποίο τελείωσε… σήμερα. Παρασκευή, λίγο πριν από τριήμερο και -μοιραία- το κωλοβάρεμα πάει σύννεφο. Πάνω στο μικρό γραφείο μου, διαστάσεων… μισό επί τίποτα, έχω καταφέρει να χωρέσω: το σταθερό τηλέφωνο, δύο κινητά, ένα bluetooth, δύο σετ ακουστικών hands-free, ένα Mp3-Player, οθόνη υπολογιστή, πληκτρολόγιο, ποντίκι, μια ευμεγέθη γλάστρα με ένα διακοσμητικό φυτό που ανάθεμα κι αν ξέρω πώς λέγεται, ένα freddo espresso μέτριο – grande μέγεθος, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, δύο μπουκαλάκια νερό, τη Sportday (γλύψιμο…), τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κάτι καλαμάκια που ήρθαν περισσευούμενα πριν με τον καφέ, 1 ευρώ και 80 λεπτά σε κέρματα που δεν θυμάμαι πώς βρέθηκαν εδώ, ένα πακέτο τσιγάρα και έναν αναπτήρα-γίγας που αγόρασα το πρωί στα φανάρια (3 ευρώ μου ζήτησαν, τους είπα «μεγάλε, τσάκω 2 ευρώ και δως μου δύο» – μόνο έναν μου έδωσαν πάντως), κάτι φυλλάδια από ταξιδιωτικά πρακτορεία για Νότια Αφρική το καλοκαίρι, μία ατζέντα του 2010 χρώματος μπορντό, έναν πρόχειρο χάρτη σχεδιασμένο σε κόλλα Α4 γιατί έχω μια δουλειά το μεσημέρι στο Μενίδι και φοβάμαι μη χάσω το δρόμο, κάτι πράσινα και κίτρινα post-it, ένα ημερολόγιο γραφείου που παρατηρώ ότι έχει μείνει στο Σεπτέμβριο του 2009, μια μολυβοθήκη άδεια, έναν διακορευτή πράσινο, ένα συρραπτικό κόκκινο, μια μονωτική ταινία κίτρινη και κάτι συνδετήρες πράσινους, κόκκινους και κίτρινους (και κίτρινους, και κίτρινους…)
Μέσα, λοιπόν, σε αυτήν την κατάσταση-Γιουσουρούμ (και, επαναλαμβάνω, με την πνευματική μου διαύγεια να δοκιμάζεται σκληρά)…
…Με τιμεί που φώναξα τεχνικό από τον κάτω όροφο για να μου φτιάξει τον υπολογιστή επειδή νόμιζα ότι χάλασε, λόγω του ότι δεν κουνιότανε το mouse; Και τον τιμεί που με κοίταξε με το πιο υποτιμητικό του βλέμμα και κατάλαβε τα χάλια μου, όταν με είδε αντί για το ποντίκι να κουνάω… ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ πάνω κάτω, περιμένοντας μάταια να δώσει εντολές ο κέρσορας;
Μετά τιμής, Ανδρέας
Ακολουθεί πραγματική ιστορία με πρωταγωνιστή το χιλιολατρεμένο «καγκουρό» Λούη Χριστοδούλου, την οποία είχα το προνόμιο να ζήσω και να απολαύσω… πρώτο τραπέζι πίστα:
Το ημερολόγιο δείχνει (αθάνατο κλισέ) 7 Αυγούστου 1992, η Πανάθα επιστρέφει από προετοιμασία και στην πτήση της επιστροφής στήνεται μια γιορτούλα για το Λούη Χριστοδούλου, ο οποίος είχε εκείνη την ημέρα γενέθλια. Του λένε το τραγουδάκι, σβήνει τα κεράκια και, επιστρέφοντας στη θέση του, ακούει έναν δημοσιογράφο (με τον οποίο μας συνδέει συγγένεια πρώτου βαθμού – ΝΑΙ, ΜΠΑΜΠΑ, σε σένα αναφέρομαι) να του λέει: «Λούη, δεν πιστεύω το Δεκέμβρη να φύγεις, ε;» (το χειμώνα εκείνο έληγε το συμβόλαιό του και είχαν γίνει κάποιες συζητήσεις για ανανέωση). Ο Χριστοδούλου του απαντά μισά ελληνικά, μισά αγγλικά και με βαριά αυστραλιανή προφορά «What? Noooo… Pou na pao, my friend? Εdo tha meino».
Την επόμενη μέρα, δημοσιεύτηκε σε ΟΛΕΣ τις εφημερίδες η εξής δήλωση του ποδοσφαιριστή Λούη Χριστοδούλου: «Στον Παναθηναϊκό ανδρώθηκα ποδοσφαιρικά και γεύτηκα χαρές και τίτλους. Θεωρώ ότι το μέλλον μου είναι συνυφασμένο με το τριφύλλι και δεν μπορώ να διανοηθώ τον εαυτό μου σε άλλη ομάδα». Κι όταν λέω του πατέρα μου «Μήπως το παραφούσκωσες το πράγμα;» αυτός μου απαντάει με φωνή 4 πασπαλισμένη με μπόλικο στόμφο: «Μέσες άκρες, αυτό δεν είναι το γενικό νόημα; Απλώς το παιδί είπε τα ίδια πράγματα με το δικό του τρόπο…».
Μετά (πανάκριβης) τιμής, Ανδρέας
Ο Τσακ Νόρις ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κοιτώντας απογοητευμένος το κενό. Είχε άραγε κάποιον λόγο να μην είναι ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του; Φυσικά και όχι. Μόνο τη μέρα που είχε περάσει είχε σκοτώσει 90000 Αμερικανούς στρατιώτες, όντας με το μέρος των Ιρακινών, και 50000 Ιρακινούς στρατιώτες, όντας με το μέρος των Αμερικανών. Είχε αποτρέψει 30 πλημμύρες σε 30 διαφορετικά μέρη του κόσμου κι είχε κάνει κομμάτια 125 κομήτες που απειλούσαν να καταστρέψουν τη γη με μία στριφογυριστή κλωτσιά. Γιατί λοιπόν βαριαναστέναζε στο κρεβάτι του; Γιατι πολύ απλά ΕΙΧΕ ΒΑΡΕΘΕΙ! Ήθελε επιτέλους μια πραγματικά δύσκολη πρόκληση και όχι τις κλασικές σωτηρίες του κόσμου. Ενώ έντρομος σκεφτόταν ότι αν δεν του παρουσιαζόταν αυτή η ευκαιρία θ’αναγκαζόταν να βγει στη σύνταξη, χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε. Κατάλαβε ποιος του μιλούσε απ’τη φωνή. Τέλος. Μετά από λίγο τα μάτια του φωτίστηκαν. «Επιτέλους»,σκέφτηκε. «Να μια τεράστια πρόκληση αντάξια του μεγέθους μου». Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να ετοιμάζεται για τη μεγάλη αποστολή. Πρώτα απ’όλα έπρεπε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για την Ελλάδα…
To be continued…
My name is Norris. Chuck Norris [Mέρος Δεύτερο]
Ο Τσακ γύρισε σε 5 λεπτά με τα πόδια όλα τ’ αεροδρόμια της χώρας αλλά έξαλλος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία πτήση διαθέσιμη για Ελλάδα. Αφού έβρισε όπως μόνο αυτός ξέρει τους Αμερικανούς και την οργάνωση τους αποφάσισε ότι αν θες να κάνεις κάτι καλά πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Σκέφτηκε λοιπόν να κολυμπήσει μέχρι την Ελλάδα. Σιγά την απόσταση εξάλλου, έναν ωκεανό και μια θάλασσα είχε να διασχίσει. Μισή ώρα αργότερα (κι αφού τα είχε βάλει με 4 θαλάσσια τέρατα που έκαναν το λάθος να του πουν «που πας ρε παππού, θες και κολύμπι;») έφτασε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά όπου επρόκειτο να γίνει η συνάντηση. Μπήκε σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και περίμενε. Μερικά λεπτά αργότερα μπήκε ο άνθρωπος που περίμενε. «Άργησες» του είπε ο Τσακ ψυχρά, μ’ αυτό τον τρόπο που παραλύει τους αντιπάλους του. «Συγγνώμη αλλά έπρεπε να κάνω κάτι πένθιμες δηλώσεις για το όνειρο της πρόκρισης στο Μουντιάλ που πέθανε», απάντησε ο νεοφερμένος, ένας κοντός τυπάκος με γυαλάκια που έμοιαζε με σπασικλάκι πρώτης Λυκείου. «Ζωή σε λόγου μας», είπε αδιάφορα ο Τσακ. «Και τώρα πες μου κύριε Πιλάβιε τι ακριβώς με θες;». Ο Σοφοκλής Πιλάβιος, ο πρόεδρος της ΕΠΟ, έσμιξε τα φρύδια του. «Τσακ είσαι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει. Υπάρχει κάποιος σαμποτέρ ο οποίος μολύνει τους παιχταράδες που φέρνουν οι ελληνικές ομάδες απ’ το εξωτερικό με τον ιό της αμπαλίας. Έτσι, αν και οι σκάουτερ βρίσκουν τεράστια ταλέντα για την Ελλάδα (ρε γαμώτο), αυτά όταν έρχονται εδώ είναι σκέτα παλτά. Τι λες λοιπόν; Θα βοηθήσεις;». Ο Τσακ κοίταξε τον Πιλάβιο μ’ αυτό το βλέμμα αποφασιστικότητας που δίνει στους συμμάχους του αισιοδοξία. «Ναι. Είμαι απόλυτα πρόθυμος να βοηθήσω. Τι ακριβώς πρέπει να κάνω;». «Αυτό θα στο πω άλλη στιγμή. Προς το παρόν μου αρκεί που συμφώνησες. Κι όσο για την αμοιβή σου…». Ο Τσακ κούνησε περιφρονητικά το κεφάλι. «Θα έπρεπε να ξέρεις κύριε Πιλάβιε ότι ο Τσακ Νόρις δεν παίρνει αμοιβές. Ο Τσακ Νόρις είναι αμοιβή σε όσους προσεύχονται για λύτρωση».
My name is Norris. Chuck Norris (Μέρος Τρίτο)
Ο Τσακ έκλεισε δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο του Πειραιά για να περάσει τη νύχτα. Φυσικά οι φήμες περί κοριών ούτε που τον έκαναν ν’ ανασηκώσει τα φρύδια του. Με το που μπήκε στο δωμάτιο εντόπισε τους 64 κοριούς που υπήρχαν και τους πέταξε στα σκουπίδια. Ήρεμος όπως πάντα έπεσε στο κρεβάτι και βυθίστηκε στον ύπνο. Την επόμενη μέρα πήγε στα γραφεία της ΕΠΟ όπου τον περίμενε ο Πιλάβιος. «Καλώς ήρθες Τσακ. Θα σ’ ενημερώσω τώρα για το πώς μπορείς να σώσεις το ποδόσφαιρό μας. Για να γιατρευτούν τα ταλέντα μας μας απ’ τον ιό πρέπει να κάνουν μια εντυπωσιακή ενέργεια σ’έναν αγώνα». «Μα τι λες», είπε ο Τσακ. «Αυτό είναι πανεύκολο κι ο προπονητής τους μπορεί να το κάνει. Γι’ αυτή τη βλακεία με φωνάξατε εδω πέρα, το φελέκι μου μέσα; Θέλετε να ξεσπάσει πάνω του την οργή του ο Τσακ Νόρις; Αυτό θέλετε;» ξαναρώτησε εκνευρισμένος και σηκώθηκε αναποδογυρίζοντας το γραφείο το οποίο με τη σειρά του γκρέμισε τη βιβλιοθήκη του Πιλάβιου, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο και σκότωσε 7 άτυχους περαστικούς που ήταν από κάτω. «Μη βιάζεσαι Τσακ», είπε τρομοκρατημένος ο Πιλάβιος. «Το έχουμε δοκιμάσει αλλά δεν πιάνει. Φαντάσου ότι για έναν απ’ αυτούς ο προπονητής άλλαξε 4 φορές κι ακόμα άμπαλος είναι! Σε παρακαλώ! Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τ’ αδύνατα δυνατά!». Ο Τσακ ηρέμησε κάπως. «Εντάξει. Αλλά αν διαπιστώσω ότι είναι κάτι εύκολο θα φύγω και δε θα ξανάρθω! Πες μου τώρα από που πρέπει ν’ αρχίσω;». «Έχω σχέδιο. Θα πηγαίνεις ως προπονητής στις ομάδες που υπάρχει το πρόβλημα και θα σου δίνω μια λίστα με τα άρρωστα ταλέντα. Ορίστε η πρώτη σου. Καλή τύχη. Θα τη χρειαστείς…». Ο Τσακ κοίταξε το χαρτί που του έδωσε ο Πιλάβιος. Έγραφε: «ΠΑΟ. Άρρωστοι παίκτες: Ζιλμπέρτο Σίλβα, Γιόσου Σαριέγκι». «Σιγά το πράγμα», σκέφτηκε ο Τσακ. «Πόσο δύσκολο μπορεί να ‘ναι να κάνουν μια εντυπωσιακή ενέργεια αυτοί οι δύο…;».
My name is Norris. Chuck Norris (Μέρος Τέταρτο)
Την επόμενη μέρα ο αθλητικός κόσμος της χώρας σείστηκε συθέμελα από την είδηση όλων των αθλητικών εφημερίδων ότι ο Παναθηναικός έδιωξε τον Χενκ Τεν Κάτε και προσέλαβε τον Τσακ Νόρις! Οι φήμες για το πώς έγινε αυτή η αλλαγή οργίαζαν. Η Γάτα συγκεκριμένα, κάτω από το επιτυχημένο (φυσικά) παρολί του Ματσωμένου είχε το άρθρο ενός έγκριτου συντάκτη της, ο οποίος διατεινόταν ότι ο Τσακ Νόρις είχε εξολοθρεύσει τον Τεν Κάτε με μια στριφογυριστή κλωτσιά! Ο ίδιος ο Τσακ διάβαζε όλα αυτά και γέλαγε. Φυσικά ήξερε την αλήθεια. Το προηγούμενο βράδυ ο Νικόλας Πατέρας έχοντας συνεννοηθεί με τον Πιλάβιο ανακοίνωσε ήρεμα στον Ολλανδό ότι έπρεπε ν’ αφήσει τη θέση του σε κάποιον πιο έμπειρο. Ο Τεν Κάτε έφυγε βρίζοντας με όλη τη δύναμη της φωνής του. Από τις βρισιές του η πιο κόσμια ήταν «You bastard father, you will f…king regret it»! Τον Τσακ βέβαια λίγο τον ένοιαζαν αυτά. Το θέμα ήταν πως βρισκόταν στο προπονητικό κέντρο του Παναθηναικού και με ευχαρίστηση συνειδητοποιούσε ότι η αποστολή του θα ήταν κάτι παραπάνω από πανδύσκολη, τελείως απίστευτη και εξωφρενική. Στα πρώτα 5 λεπτά της προπόνησης ο Σαριέγκι είχε φάει 17 ντρίμπλες που κατέληξαν σε γκολ απ’ τον Λέτο και ο Ζιλμπέρτο περπατούσε χαζεύοντας την ευκολία με την οποία ο Κατσουράνης περνούσε τις κάθετες μπαλιές -χωρίς ο Βραζιλιάνος να’χει ακουμπήσει την μπάλα ούτε μία φορά. Ενώ ο Τσακ σκεφτόταν ότι μια κατσάδα όπως μόνο εκείνος ήξερε θα τους συνέφερε, ο Σαριέγκι έπεσε πάνω στον Ζιλμπέρτο ρίχνοντας τον κάτω. «Ωχ συγγνώμη Ζιλμπέρτο, δεν είχα δει ότι έπαιζες», απολογήθηκε ο Ισπανός. «Σιγά μη σ’ έβλεπα όμως. Γι’αυτό δε σε λένε αόρατο τοίχο; Χοχοχοχοχοχοχο!»,πρόσθεσε προκαλώντας το γέλιο στους συμπαίκτες του, πράγμα συνηθισμένο από το κατ’ εξοχήν πειραχτήρι της ομάδας. Τότε ο Τσακ κατάλαβε ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλη μέθοδο. Στο τέλος της προπόνησης λοιπόν όταν οι άλλοι έφυγαν πήρε παράμερα τον Ζιλμπέρτο και τον Σαριέγκι με την πρόφαση ότι ήθελε να τους δείξει κάποια επιπλέον συστήματα. Ήταν αποφασισμένος να τους ξανακάνει παιχταράδες με οποιοδήποτε κόστος…
Την Παρασκευή το βράδυ δεν ήθελα να τον πιστέψω. Τον θεώρησα προπέτη, εξέλαβα τα λεγόμενά του ως φληναφήματα (πουλάμε μούρη τώρα ότι ξέρουμε και δύσκολες λέξεις) και κάγχασα ειρωνικά τρις. Έβλεπε -λέει- άνετη νίκη του Ολυμπιακού με 2-0 και εξίσου άνετη κόκκινη επικράτηση και στο μπάσκετ. Δεν ήθελε να το αιτιολογήσει, παρά τις επίμονες προσπάθειες του Κώστα Βαϊμάκη. Απλώς, το είχε προβλέψει. Κι εγώ ο ανόητος, ο ουτιδανός (είδες; κι άλλη δύσκολη λέξη), ο ασημαντότατος τόλμησα να τον αμφισβητήσω, να τον λοιδωρήσω, να τον ειρωνευτώ. Προτίμησα -Κύριε των δυνάμεων- να εμπιστευτώ τις προβλέψεις κάποιου απιθάνου, κάποιου τυχαρπάστου, κάποιου «πουθενά., κάποιου Γιούρι Γκέλερ που δηλώνει και μάγος (τρομάρα του), που προέβλεψε το Σάββατο σκορ 1-1 μέσω της εκπομπής του! Καλά να πάθεις, Αντρέα! Να μάθεις να σέβεσαι τις αξίες! Να μάθεις να εκτιμάς τον έναν, τον ανυπέρβλητο, τον αξεπέραστο, τον Greatest Magician of all Times, τον Κώστα Γκόντζο των προφητών, τον Στέφανο Χάρη… Respect -και βαθιά υποκλιση..
Ο Μεγάλος βγήκε από τη χρυσαφί λιμουζίνα του. Ο θυρωρός τσακίστηκε να ανοίξει τη χρυσή, ατσάλινη πόρτα των εγκαταστάσεων. Μπήκε μέσα παρέα με τη «συνοδεία» του, από την τσέπη της οποίας ξεπρόβαλλε απειλητικό ένα χρυσό πιστόλι. Φώναξε τους παίκτες στο κέντρο του γηπέδου και από το στόμα του, το οποίο άνοιξε διάπλατα, φάνηκαν 3 χρυσά σφραγίσματα: «Το νου σας ρεμάλια! Μ’ έχετε κάνει να βγάλω τη χρυσή!». Κοίταξε τον Όσκαρ. Κι αυτόν χρυσό τον είχε πληρώσει…
Αφού δεν τίθεται από κανέναν το συγκεκριμένο θέμα, το “τίθω” εγώ. Λοιπόν, να πάψει επιτέλους η χρήση του επιφωνήματος “ίου” για την έκφραση της αηδίας και της σιχαμάρας. Να πάψει! Υπάρχει το ωραιότατο “μπλιαχ”, με το οποίο γαλουχήθηκαν γενεές και γενεές Ελλήνων τε και Ελληνίδων. Δε μας κάνει πια, δηλαδή, και ζηλέψαμε το ξενόφερτο; Αμερικανιά και, μάλιστα, του αισχίστου είδους είναι το “ίου”! Και θυμίζει και σειρήνα ασθενοφόρου! “Μπλιαχ”, κύριοι και κυρίες. “Μπλιαχ” και ξερό ψωμί…