Σωτήριον έτος 1999: Όλη η φοιτητοπαρέα αγωνιζόμαστε με τεράστια επιτυχία στη λαοπρόβλητη ομάδα μπάσκετ της Ένωσης Κυπρίων Νομού Αχαϊας (με μόνους Κυπρίους τον πρόεδρο, τον προπονητή κι έναν παίκτη όλον κι όλον) που κοσμεί με την παρουσία της το Γ’ Τοπικό (τελευταία κατηγορία, πιο κάτω δεν πήγαινε) και η οποία, κατεθέτοντας τόνους τίμιου ιδρώτα στους αγωνιστικούς χώρους, καταφέρνει να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια που βρέθηκαν στο δρόμο της και κόντρα σε θεούς και δαίμονες (και με την πολύτιμη αρωγή της ιστορικής ομάδας του Αργοστολίου που δεν «σκίστηκε» εναντίον μας στο τελευταίο παιχνίδι) ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΣΤΟ Β’ ΤΟΠΙΚΟ!
Χαρές, πανηγύρια, τηλεοράσεις που λέει και μια ψυχή… κι έρχεται η ώρα της ανακοίνωσης του πριμ: Περιμένουμε ένα σεβαστό ποσό (διότι έχουμε και μια αξιοπρέπεια, κι ένα δεκαχίλιαρο να παίρναμε – δραχμές, ε; – πάλι τούμπες θα κάναμε) και ο πρόεδρος μας λέει ότι… «θα μας βγάλει την Παρασκευή το βράδυ να μας κάνει το τραπέζι στην ταβέρνα “Το Κουτουκάκι”(!)». Ξενέρωμα στην αρχή, χαλαρές (ή όχι και τόσο) διαμαρτυρίες στη συνέχεια, θυμός, τσαντίλα, εκνευρισμός και μετά…περισυλλογή. «Κάπως πρέπει να εκδικηθούμε…» «Κάπως πρέπει να πάρουμε το αίμα μας πίσω…». «Κάτι να κάνουμε που θα τον τσούξει…».
Ώσπου κάποιος έχει ΤΗΝ ιδέα: Ρωτάει τον πρόεδρο αν μπορούμε να φέρουμε και την παρέα μας στην ταβέρνα, αυτός νομίζει ότι μιλάμε για το «αίσθημα» και απαντάει καταφατικά και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το casting: Ψάξαμε, βρήκαμε, απευθυνθήκαμε σε όσους φίλους και γνωστούς είχαμε που «το τρώγαν όλο το φαϊ τους», τους πείσαμε να μας συνοδεύσουν στην ταβέρνα και έτσι κάθε παίκτης εμφανίστηκε με τον «συνοδό» του (από έναν ο καθένας, μην το ξεφτιλίσουμε): Σύνολο 20 μαντράχαλοι με μέσο όρο βάρους 1.. κιλά (ναι, τριψήφιο είναι το νούμερο, τρέχει τίποτα;).
Μας τιμεί (και ΜΑΣ ΠΑΡΑΤΙΜΕΙ) που παραγγείλαμε 12 χωριάτικες, 14 φέτες, 10 μερίδες κολοκυθάκια, 11 μελιτζανοσαλάτες, 9 τυροκαυτερές, 7 τζατζίκια, 36 πατάτες (από ορεκτικά), 12 κοτόπουλα σούβλας (ολόκληρα, όχι μερίδες), 10 καρμπονάρες, 15 πίτσες, 4 κόκκορες κοκκινιστούς, 8 μερίδες κοντοσούβλι – είχε τελειώσει και το κοκορέτσι ρε γαμώτο (από κυρίως πιάτα, δεν είχε μεγάλη ποικιλία πάντως), 20 κοκα κόλες, 15 πορτοκαλάδες (με και χωρίς ανθρακικό), 8 Sprite, 39 μπύρες, 24 λίτρα κρασί (από ποτά και αναψυκτικά), 14 παγωτά, 12 τιραμισού, 8 γαλακτομπούρεκα, 9 εκμέκ καταϊφια, 4 προφιτερόλ και μια τούρτα με κεράκια (ο σέντερ μας είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα – αυτά τα λίγα από γλυκά, είχαμε ψιλοφουσκώσει κιόλας)…
Και ΜΑΣ ΤΙΜΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ, διότι ότι όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, ο πρόεδρος θέλησε να πληρώσει με πιστωτική κάρτα αλλά…ο λογαριασμός ξεπέρναγε το πιστωτικό του όριο! ‘Ετσι, τον ευχαριστήσαμε εγκαρδίως, τον καληνυχτίσαμε και τον αφήσαμε να περιμένει έγκριση από τα κεντρικά…
Μετά (μπασκετικής) τιμής, Ανδρέας
Πόσο ελάχιστοι μοιάζουμε μπροστά του…
Πόσο ασήμαντοι δείχνουμε απέναντι στο μεγαλείο της πένας και της σκέψης του…
Πόσο μηδενικοί νιώθουμε σε σχέση με το λεκτικό του πλούτο, με τη δύναμη των ιδεών του…
Βλέπαμε δημοσιευμένα τα παραληρήματα ή τις μεγάλες αλήθειες μας και νομίζαμε ότι κάποιοι είμαστε, ότι κάτι κάνουμε, ότι κάπως ξεχωρίζουμε…
ΧΑ! Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι (όλοι εμείς, δηλαδή)…
Κλίνω ευλαβικά το γόνυ. Σε αποθεώνω. Σε υμνώ. Σε δοξάζω. Σε θεωρώ το προσωπικό μου Έβερεστ, το απωθημένο, το απραγματοποίητο, το άπιαστο…
Εύχομαι κάποια μέρα να σου μοιάσω έστω και στο μικρό σου δαχτυλάκι, Μιχάλη Τροχανά…
Μετά τιμής, Ανδρέας
Υ.Γ. 1: Για όσους δεν κατάλαβαν, ας ανατρέξουν στην καλή εφημερίδα «Goal» της Κυριακής 14/03/2010, και αν αυτό το δισέλιδο δεν αξίζει να αναρτηθεί ΑΥΤΟΥΣΙΟ στο site του Fight Club, θα μιλάμε για σκάνδαλο δεκαπλάσιο κι απ’ το χέρι του Τιτί που έστειλε τους Γάλλους στο Μουντιάλ…
Υ.Γ. 2: Έπιασε τόπο και το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Από χτες το έχω παραμάσχαλα και μαθαίνω καινούριες λέξεις (ξεχωρίζει το “μίσθαρνος”)…
Την ξέραμε «Γκουέρνικα», μας έγινε «Γκερνίκα»…
Τον ξέραμε «Αλέκο Θεοφιλόπουλο», μας έγινε «Αλέξανδρος»…
Την λέγαμε «Τσε – Σε – Κα», μας έγινε «Τσε – Ες – Κα»…
Το λέγαμε «Νόου Καμπ» ή «Νουέβο Κάμπο», μας έγινε «Καμπ Νου»…
Τον λέγαμε «Μπίσκαν», μας έγινε «Μπίστσαν»…
Το λέγαμε «μπάσιμο», μας έγινε «ντράιβ»…
Τη λέγαμε «ρακέτα», μας έγινε «ζωγραφιστό»… (…το Χατζηγεωργίου μου, μέσα)
Μπορώ να αναφέρω χιλιάδες παρόμοια παραδείγματα.
Μπορώ να συνεχίσω μέχρι να ξαναγίνει ορατός ο κομήτης του Χάλεϊ από τη Γη (το 2062 μ.Χ.)
Άλλο είναι το θέμα.
Σε κάθε τέτοια «διόρθωση», νιώθω να χάνω κι ένα κομμάτι της παιδικότητάς μου, νιώθω να (παρα)μεγαλώνω, να (παρα)ωριμάζω, να (παρα)σοβαρεύω…
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, που η παιδική γνώση τραντάζεται συθέμελα, ο καθένας ψάχνει απεγνωσμένα το συνδετικό κρίκο, την κλωστούλα που θα τον κρατήσει συνδεδεμένο με το παρελθόν του, με τα παιδικά του χρόνια, με τη χαμένη του αθωότητα…
Άλλοι πάνε για 5 x 5… Άλλοι μαζεύουν χαρτάκια Panini…
Εγώ, πάλι, έχω… τη γιαγιά μου! Ετών ενενήντα-και-τέσσερα, πνευματική διαύγεια αρίστη, μνημονικό που σκοτώνει και με απορίες που με βάζουν στη χρονομηχανή και με μεταφέρουν στα παλιά, στα κλασικά, στα αγαπημένα…
– «Τι κάνει ο Μπίγαλης; Θα ξαναβγάλει κανά ωραίο τραγούδι σαν τη ‘Μελισσούλα’;»
– «Αυτός ο Καναδός του Άρη, ο ξανθύς (Ναι, με «υ», τρέχει τίποτα;) παίζει ακόμα;»
– «Ο Ρότσας (καλά κάνει και το βάζει το σίγμα στο τέλος, Έλληνας δεν έγινε;) είναι ακόμα προπονητής στον Παναθηναϊκό;»
Άσε τους άλλους να πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλά τους σε συνεδρίες και σε ψυχολόγους. Εμένα θα μου αρκεί πάντα μια βόλτα στον κάτω όροφο… Σε λατρεύω, γιαγιούλα μου…
Μετά (εγγονικής) τιμής, Ανδρέας
Κατέληξα – κατόπιν επισταμένης άκρως επιστημονικής έρευνας, στηριγμένης σε ατράνταχτα, στατιστικώς εξακριβωμένα δεδομένα και χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωο την αφεντιά μου – ότι τα όνειρα του βραδινού μας ύπνου σχετίζονται με το είδος και την ποσότητα του φαγητού που τρώμε σε βαθμό, ο οποίος μπορεί να καταστεί και… παραληρηματικός (…ανάσα). Εξηγούμαι: Τη Δευτέρα είχαμε αρακά το μεσημέρι, συμπαθές όσπριο, αλλά ωραιότατη αφορμή για να παραγγείλεις το βράδυ απ΄έξω. Παίρνω κοτόπουλο ψητό, ωραίο, ελαφρύ, διαιτητικό. Πέφτω να κοιμηθώ, βλέπω τη Μόνικα (μία είναι η Μόνικα, δε θέλω αηδίες) να με περιμένει στο κρεβάτι και να μου λέει λόγια όμορφα, λόγια πρόστυχα, λόγια «ξεσηκωτικά».
Την Τρίτη φάγαμε μπιφτέκια, λίγο βαριά (τι λίγο δηλαδή, ρευόσουν στο Περιστέρι και μύριζε στη Λυκοβρυση), δεν έφαγα καθόλου το βράδυ, με παίρνει ο ύπνος με το ζόρι, βλέπω στον ύπνο μου την Άντζελα Δημητρίου να ερωτοτροπεί με το Βασιλιά Ριχάρδο σε ένα διάλειμμα από τις σταυροφορίες (όσο να ‘ναι, και με κάθε σεβασμό στη Λαίδη και στον King Richard, έπεσε ελαφρώς το επίπεδο).
Την Τετάρτη έγινε το μοιραίο λάθος: Η μάνα μου έφτιαξε γίγαντες, φαγητό αγαπημένο, λατρεμένο, ονειρεμένο. Το μεσημέρι έφαγα μια σεβαστή ποσότητα (το μισό ταψί δηλαδή, αλλά το λέμε με τρόπο), και το βράδι είπα να… ελαφρώσω το άλλο μισό ταψί. Αυτό που ακολούθησε αγγίζει τα όρια της ψυχεδέλειας: Είδα στον ύπνο μου το Ριχάρδο να «κανονίζει» τη Μόνικα και εμένα μου την έπεσαν όλοι οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης με… ακατονόμαστους σκοπούς. Άρχισα να τρέχω και εκεί που λέω «τους ξέφυγα», βλέπω μπροστά μου μια πράσινη πόρτα. Την ανοίγω και βγαίνω… στα επίσημα του Καραϊσκάκη. Βλέπω να με κοιτάνε κάπως περίεργα, απορώ γιατί μεχρι που ανακαλύπτω ότι φοράω τη φανέλα του Ραϊμόντας Ζουτάουτας. Αρχίζουν να με παίρνουν κι εκεί στο κυνήγι, τρέχω, τρέχω, τρέχω, μπαίνω μες στο τέρμα (το δεξί, που βλέπει προς τη θάλασσα) και, ξαφνικά, έχω μεταφερθεί στον Ιππικό ‘Ομιλο, όπου ο Τσουκαλάς δίπλα μου αμολάει αετό και τρώει ταραμοσαλάτα (και να πεις ότι είχαμε Καθαρά Δευτέρα, να το καταλάβω). Με βλέπει και μ’ αρχίζει στα «πίτσκου μάτερι». -«Μιλάς Σέρβικα;» τον ρωτάω -«Βα φαν κούλο» μου απαντάει. -«Ε, δεν έχεις καθόλου τρόπους» του ανταπαντάω. Παίρνω αγκαζέ την Άντζελα (αυτή εκεί, σταθερή αξία), καβαλάμε τη Ντόλυ (ναι, ήταν κι αυτή εκεί) και φεύγουμε σφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό προς το ηλιοβασίλεμα…
Δεν ξανατρώω βράδυ… ειδικά όσπρια…
Επίσκεψη στο πατρικό μου. «Έλα να φάμε μαζί, θα σου έχω παστίτσιο», είπε η μάνα μου. Ισχυρότατο επιχείρημα. «Μια που ήρθες, ανέβα στο πατάρι να μου κατεβάσεις κάποια πραγματάκια»: Αναμενόμενη ατάκα (αν θες παστίτσιο, θα κάνεις και τη μικρή σου την αγγαρεία για τη μάνα, μητέρα, μαμά). Διπλωμένος στα 8, ανάμεσα σε κουτιά παπουτσιών, βαλίτσες γεμάτες, βαλίτσες άδειες, ένα θερμοσίφωνο (κι όμως, μέσα στο πατάρι είναι) και διάφορα άλλα χρησιμότατα αντικείμενα.
Βρίσκω ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Το μάτι πέφτει σε ένα πακετάκι που γράφει «Γενέθλια Ιωάννας – 1983», όπου «Ιωάννα. η αδερφή μου. «Πώς και δεν τις έχουμε βάλει αυτές σε κανά αλμπουμ;», αναρωτιέμαι. Δε μου παίρνει παραπάνω από 2 νανοσεκόντ να θυμηθώ το λόγο. Σε όλες τις φωτο η Ιωάννα χαμογελάει χαρούμενη – λογικό, κλείνει τα 4 εκείνη τη μέρα – μπροστά από μια τεράστια τούρτα, με τα κατσαρά της τα μαλλάκια να πιάνουν όλο το χώρο (ήταν κάπως φουντωτά τότε) και μένα στην άλλη άκρη του καναπέ… να έχω κάτι μούτρα… ΜΑ ΚΑΑΑΤΙ ΜΟΥΤΡΑΑΑΑΑΑΑ…
…………………………………………………….
………..(φλας μπακ…)…………………………
……………………(φλας μπακ λέμε…)………
(ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ !!!!)
…….Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 1983: Στήνομαι μπροστά απ’ το κυλικείο της κυρα-Μάρθας. -«Καλημέρα, κυρά-Μάρθα» -«Καλώς τον Αντρίκο. Το συνηθισμένο;» μου αποκρίνεται γλυκά -«Εννοείται, αλλάζω εγώ συνήθειες;»… και μου δίνει την Κουκουρούκου μου. Την ανοίγω με λαχτάρα και… παθαίνω συγκοπή! Το 93! Το 93!!! Το ενενήντα τρρρρρίίίίαααα!!! Το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω, ανήμπορος να πιστέψω αυτό που βλέπω μπροστά μου! Ναι, είναι όντως το 93, δε με γελούν τα μάτια μου! Αγοράζω τρεις-τρεις τις Κουκουρούκου κάθε μέρα και έχω όλα τα χαρτάκια από το 1 έως το 100 εκτός απόόόόό… ΝΑΙ, ΔΙΑΟΛΕ, ΤΟ 93!
Με λούζει κρύος ιδρώτας. Τα γόνατά μου τρέμουν. Το κρατάω σφιχτά στη φούχτα μου. Ταχυπαλμία, ταχυπαλμία, 160 φτάνουν το λεπτό όταν το κοιτάζω οι σφυγμοί μου. Νομίζω θα λιποθυμήσω. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα στείλω τα ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΑ ΜΟΥ 100 χαρτάκια στην εταιρία και θα μου φέρουν το ποδήλατο δώρο στο σπίτι. Με φαντάζομαι να το καβαλάω και να γίνομαι ένα με τον άνεμο. Μη μας κάνει κι ο Κωστάκης τον καμπόσο, που του πήρε ο μπαμπάς του πατίνι και κάποιος έγινε! ΧΑ! Για να δούμε τώρα, Κωστάκη, με ποιον θα κάνει παρέα η Σοφία από την άλλη γωνία; Ε; Εεεεεεε;;;
Φτάνω πετώντας στο σπίτι και τρέχω στο δωμάτιο μου. Μπαίνω μέσα και… η σκηνή που ακολουθεί δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αρχαία τραγωδία. Βλέπω ένα μάτσο χαρτοπόλεμο που ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ 99 ΧΑΡΤΑΚΙΑ… να έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο. «Συγγνώμη… δεν πρόλαβα να δω τι έγινε» απαντά η μάνα μου. «Όταν κατάλαβα τι έκανε, προσπάθησα να τη σταματήσω αλλά ήταν πολύ αργά…». «Μην σκίζεις τα χαρτάκια, της φώναζα, αλλά δε με άκουγε…».
Η αδερφούλα μου έχει φορέσει το πιο γλυκό χαμόγελό της και με κοιτάει με τα υπέροχα μάτια της, γεμάτα παιδική αφέλεια, αγνότητα, αθωότητα… Με την ωριμότητα των οκτώ μου χρόνων, αποφασίζω να ΜΗ δώσω τόπο στην οργή. Βουτάω ένα ψαλίδι και κινούμαι εναντίον της με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Η μάνα μου αρπάζει το φονικό όπλο πριν γίνω «ο αιμοσταγής δράστης» και απομακρύνει την αδερφούλα μου από τη σκηνή της τραγωδίας. Με κλειδώνει κι εμένα στο δωμάτιό μου και με βγάζει το βράδυ, την ώρα που θα κόψουμε την τούρτα. Έχω πλαντάξει στο κλάμα. Έχω κατεβάσει την προβοσκίδα και αποφασίζω να κάνω την προσωπική μου διαμαρτυρία. Δε χαμογελώ σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Δεν κοιτάω το φακό σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Γονείς, θείοι, ξαδέρφια, όλοι να ποζάρουν ευτυχισμένοι δίπλα στην εορτάζουσα που σβήνει τα κεράκια.
«’Ολοι», είπα, ε; Λάθος, σχεδόν όλοι. Εκτός από έναν 8χρονο πιτσιρικά, που έμαθε από νωρίς ότι δεν είναι όλα «ένα ροζ συννεφάκι»… Που βίωσε την αδικία στο πετσί του… Που έφαγε το σκληρό χαστούκι της μοίρας και είδε την αγριότητα της ζωής να σκοτεινιάζει την παιδική ψυχούλα του… Που δεν έχει ξαναφάει Κουκουρούκου από τότε…
Μετά (αδερφικής) τιμής, Ανδρέας
Οι λέξεις που κατεβάζουν τον τόνο στον πληθυντικό (η -για την ακρίβεια- τους τον κατεβάζουμε εμείς με τσαμπουκά και περίσσια χάρη) αποτελούν αγαπημένο κεφάλαιο της ελληνικής γλώσσας. Γιατί να πεις “οι άνθρωποι”, “οι πρόεδροι”, “οι βάρβαροι”, “οι άγγελοι”; Δεν έχει γλύκα. Ενώ, μπορείς να πεις “οι ανθρΩποι”, “οι προΕδροι”, “οι βαρβΑροι”, “οι αγγΕλοι” και να γεμίσει το στόμα σου…
Στην παραπάνω μάχη των λέξεων, πανηγυρικός νικητής ανακηρύσσεται… το Σάββατο! Όχι μόνο κατεβάζει τον τόνο στον πληθυντικό, αλλά ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ! Κανείς δεν πρόκειται να πει ποτέ “ο ανθρώπος”, “ο προέδρος”, “ο βαρβάρος”, “ο αγγέλος”. Όλοι, όμως, έχουμε πει, λέμε και θα λέμε “το Σαββάτο” (και θα γεμίζει το στόμα μας…)
Μετά (μπαμπινιωτικής) τιμής, Ανδρέας
Έξι καλοκαίρια πριν. Εργάζομαι στο γραφείο Τύπου του «Αθήνα 2004», στο Τμήμα Έκδοσης Αποτελεσμάτων. Καθημερινά έχουμε επισκέψεις από «επώνυμους» (Καραμανλής, Γιάννα, Γιώργος, Zακ Ρογκ κτλ), οι οποίοι περνάνε μια βόλτα να δουν το χώρο και να ενημερωθούν για τον τρόπο δουλειάς μας…
Κάποια μέρα, έχοντας γυρισμένη την πλάτη στην είσοδο, ακούω ένα ευγενέστατο «Καλημέρα σας». Γυρνάω και αντικρίζω έναν ψηλό, ξανθό τύπο, ντυμένο με ένα απλό τζινάκι κι ένα μπλουζάκι να μου προτείνει το χέρι. Ανταποκρίνομαι και, πάνω στη χειραψία, συνεχίζει στον ίδιο -ευγενέστατο, επαναλαμβάνω- τόνο, λέγοντας μου: «Χαίρω πολύ, Νικόλαος» (μου είπαν μετά ότι ήταν ο Νικόλαος, γιος του Γλύξμπουργκ)…
Με τιμεί που ΔΕΝ τον ήξερα φατσικά, τον πέρασα για εθελοντή και του απάντησα με τον πλέον φυσικό τόνο: «Χαίρω πολύ, Ανδρέας. Είσαι εθελοντής; Έχεις πάρει ρούχα;»…;
Μετά (πριγκιπικής) τιμής, Ανδρέας
Σας είδα πρώτη φορά και τους δυο μαζί πριν καμιά εικοσαριά χρόνια. Φαινόταν ήδη ότι θα αφήσετε το στίγμα σας στα πράγματα τούτου του τόπου, ότι ήρθατε για να μείνετε. Φαινόταν με την πρώτη ματιά ότι θα ξεχωρίσετε. Το θέμα ήταν… ότι δε μπορούσα να σας ξεχωρίσω εγώ! Ολόιδιοι… Εντελώς ολόιδιοι… Μέχρι που άρχισα να παρατηρώ καλύτερα και (νόμιζα και καλά ότι) ανακάλυψα τον τρόπο να μπορώ να διακρίνω ποιος είναι ποιος: Ο Πρώτος είχε πιο μακρύ μαλλί και ήταν ξυρισμένος, ενώ ο Δεύτερος ήταν κουρεμένος και είχε υπογένειο. Γελάστηκα ο φτωχός πως είχα την απάντηση στο πρόβλημα. Φευ! Κάθε φορά φροντίζατε να αλλάζετε το λουκ σας και να χειροτερεύετε τα πράγματα. Σας παρατηρούσα σε διάφορες δουλειές που κάνατε και συνέχιζα να σας μπερδεύω ρε γαμώτο! Πότε κουρεμένοι κι οι δυό, πότε ακούρευτοι… Πότε ξυρισμένοι κι οι δυο, πότε αξύριστοι… Οι φωνές σας εξίσου πανομοιότυπες, σε σημείο απελπισίας! Έβλεπα τον έναν μόνο του, πεταγόμουν φωνάζοντας “Τον βρήκα, είναι ο…” και τελικά ήταν ο άλλος!
Τα χρόνια πέρασαν… Ακόμα και σήμερα όμως, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει… Γι’ αυτό, λοιπόν, στέκομαι με θάρρος και παρρησία, κοιτάω όλους σας κατάματα και βγάζω από μέσα μου την αλήθεια που με καίει: ΝΑΙ, ΔΙΑΟΛΕ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ: ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΑΘΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΞΕΧΩΡΙΖΩ, ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑ!
Μετά (μονοζυγωτικής) τιμής, Ανδρέας
Η προπόνηση στο Ζέεφελντ είχε μόλις αρχίσει. Το γεγονός της προετοιμασίας ήταν η σκληρή στάση του Ντούσαν Μπάγιεβιτς που δε σήκωνε μικροοργανισμό στο σπαθί του. Ο ψάρακας Ντάντομο όμως δεν το ήξερε αυτό. Έτσι οι παίκτες της ομάδας για να βγάλουν το άχτι τους για όλες τις ώρες που έμειναν χωρίς να κάνουν αστεία, αποφάσισαν να σκαρώσουν μια πλάκα στον Ουρουγουανό. Ο υπερπλακατζής των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών Νάτσο Σκόκο τον πλησίασε δήθεν φιλικά και δείχνοντας του τον Μανωλά,του είπε: ”Αυτός έβρισε τη μάνα σου”.
Ο Ντάντομο δε θέλει και πολύ, Ουρουγουανός είναι, πηγαίνει στον Μανωλά και με συνοπτικές διαδικασίες των ξαπλώνει χάμω και τον αρχίζει στις (πολύ) γρήγορες. Το επεισόδιο έγινε αμέσως αντιληπτό από τον κόουτς ο οποίος πλησίασε με άγριες διαθέσεις: ”Τι συμβαίνει ρε γκαμώτο; Παλιόπαιντα, μου χαλάτε την προπόνηση; Εσύ ρε ξεφτίλα, γκαμώ την Ουορουγκουάη σου, ακόμα δεν ήρτες μας έκανες άνω κάτω; Κι εσύ ρε μπέμπη; Ντεν σου έφτανε που σε έντιωξα την άλλη φορά; Πάλι τις ίντιες μπούρντες κάνεις;”.
Ενώ οι άμοιροι πρωταγωνιστές του καυγά προσπαθούσαν μάταια να εξηγηθούν για τη συμπεριφορά τους, σε μια γωνιά του γηπέδου οι υπόλοιποι παίκτες είχαν λιώσει στα γέλια. Ο Σκόκο δεχόταν τα συγχαρητήρια όλων για την έμπνευση του, ο Λεονάρντο έβγαζε βίντεο με το κινητό του την σκηνή, ενώ τα πιο τρανταχτά γέλια ανήκαν στον Λυμπερόπουλο και τον Δέλλα, που ως ”παλιοί” είχαν συνηθίσει σε τέτοια καψώνια στους νέους και τα απολάμβαναν περισσότερο.
Η προπόνηση λοιπόν τελείωσε με τον καλύτερο τρόπο και μέσα στο καλύτερο κλίμα για όλους, εκτός βέβαια από τον Ντάντομο και τον Μανωλά οι οποίοι μετά το τέλος της προπόνησης υποχρεώθηκαν σε 500 κάμψεις μέσα στο γραφείο του Μπάγιεβιτς, σε ξεσκόνισμα του συγκεκριμένου χώρου και σε ξεχορτάριασμα του γηπέδου από τα περιττά χορτάρια. Η τιμωρία ήταν κάτι παραπάνω από επιεικής αφού ο Μπάγιεβιτς έπλεε σε πελάγη ευτυχίας μετά τα 18 γκολ που σημείωσε ο Μπλάνκο στο οικογενειακό διπλό και δεν του πήγαινε καρδιά να ταλαιπωρήσει τα καημένα τα παιδιά.
Θα ήθελα να τοποθετηθώ επί ενός ζητήματος (επί ενός σφάλματος για την ακρίβεια), το οποίο παρατηρώ να διατηρείται, ου μην και να χρονίζει, καθώς μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Άκουγα να το κάνουν λάθος οι μπόμπιρες συνομήλικοί μου στη δεκαετία του ’80, ομού μετά των γονιών τους. Ακούω να το λενε λάθος και στις μέρες μας και με στενοχωρεί, διότι τα παιδιά του σήμερα είναι πολύ πιο έξυπνα απ’ ότι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους και -εν πάσει περιπτώσει- οφείλουν να έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά, να μαθαίνουν από τα λάθη που εμείς κάναμε και να μην τα επαναλαμβάνουν. Ήγγικεν η ώρα λοιπόν (όχι του Γιάννη Βαλαώρα, αλλά) να μπεί ένα τέλος στην εν λόγω ανακρίβεια: Παιδιά (κάθε ηλικίας), ΔΕΝ είναι… «Μπαρμπα-Στρούμφ»! Είναι Μπαμπα-Στρούμφ, οκ; ΔΕΝ ΕΧΕΙ «Ρ», ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;