Πώς το καταφέρνουν αυτό οι γυναίκες; Ε; Εεεεε; Πώς μπορούν να σε αφήνουν μονίμως με την απορία τι στο «μπιπ» εννοούν με όσα λένε και όσα κάνουν; Εξηγούμαι ευθύς και αμέσως…
Γεγονός 1: Ξέρει ότι έχεις γκόμεν… εεε, συγγνώμη, ξέρει ότι έχεις δεσμό. Παρόλα αυτά, ένα βράδυ σου λέει «δεν αισθάνομαι καλά» και «θέλω να πάρω λίγο αέρα» κτλ. Σου ζητάει, λοιπόν, να πάτε μια βόλτα στο βουνό μες στην άγρια νύχτα για να «χαζέψετε τη θέα» (αυτή είναι η ατάκα της). Τι θέλει από σένα; Τι περιμένει; Να εκμεταλλευτείς την περίσταση, να πιάσεις το υπονοούμενο και να της ορμήσεις; Ή, επειδή ακριβώς έχεις σχέση, νιώθει ότι δεν «απειλείται» και δεν φοβάται ότι θα της την πέσεις, οπότε περιμένει να φερθείς φρόνιμα και σαν κύριος στη δύσκολη ψυχολογική φάση που περνά εκείνη τη στιγμή; Το ενδεχόμενο να σου κάνει εκείνη την πρώτη κίνηση ΦΥΣΙΚΑ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ, διότι οι γυναίκες ξέρουν να κρατάνε αμυντική στάση και αφήνουν εσένα να μυρίσεις τα νύχια σου και να βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα…
Γεγονός 2: Της δείχνεις ότι σου αρέσει, της το λες σχεδόν στην ψύχρα, αφού της ζητάς το τηλέφωνό της και της προτείνεις να πάτε για καφέ κάποια φορά. Στην πορεία μαθαίνεις ότι έχει σχέση με κάποιον (φυσικά το μαθαίνεις από αλλού και όχι απ’ αυτήν). Κάνεις λίγο πίσω, υποψιάζεσαι ότι δε σε παίρνει και κάθεσαι στ’ αβγά σου. Έρχεται, λοιπόν, εκείνη μετά από λίγες μέρες και σου ξεκινάει κουβέντα από μόνη της με περιεχόμενο του στυλ «τον βαρέθηκα τον δικό μου», ,με περιορίζει και θα του πω να τελειώνουμε», «είναι θέμα ημερών, αύριο, μεθαύριο» κτλ. Άντε μια απ’ τα ίδια! Τι περιμένει από σένα; Να δεις ότι σε παίρνει και να… ορμήσεις ή επειδή ξέρεις ότι είναι αλλού δωσμένη, απλώς να ακούσεις τον πόνο της και να την… νιώσεις;
Θα αναρωτηθεί ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος: «Καλά, τι το σκέφτεσαι; Όρμα και το πολύ πολύ να φας τα μούτρα σου»! Λογικό δεν είναι; Λογικότατο, συμφωνώ και επαυξάνω! Έλα, όμως, που παίρνεις θάρρος, ορμάς με τακτ, διακριτικότητα και παρρησία και… σε κρατάει στην τσίτα, με μα και μου, με ήξεις αφίξεις, μια έτσι μια αλλιώς, μια έτσι μια γιουβέτσι…
ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΛΟΙΠΟΝ;
Να επιμένουμε; Μας λέτε «φορτικούς», μας λέτε «λιγούρηδες», μας λέτε ότι «δεν καταλαβαίνουμε από όχι»…
Να ΜΗΝ επιμένουμε; Αρχίζετε τη γκρίνια «Πού χάθηκε ο άντρας, το αρσενικό, ο κυνηγός;»… «Πού πήγαν οι άντρες που δεν καταλαβαίνουν από όχι και διεκδικούν και απαιτούν και επιμένουν;»… «Πού είναι ο άντρας που θα μου δείξει ότι είμαι μια και μοναδική και θα με πολιορκήσει μέχρι να κερδίσει την καρδιά μου, αποδεικνύοντας ότι είμαι για εκείνον η ΜΙΑ, η ΜΟΝΑΔΙΚΗ, η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ στην καρδιά του;»…
ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕ, ΓΑΜΩΤΟ!
ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ ΠΙΑ…
Τιμεί το Skip που εδώ και 30-40 χρόνια το συνιστούν σταθερά και αταλάντευτα 29 κατασκευαστές πλυντηρίων; Δηλαδή, οι ίδιοι και οι ίδιοι; Κολλήσαμε; Κανένας καινούριος δεν το προτιμά; Δεν βγάζει πια ο παγκόσμιος ντουνιάς κατασκευαστές πλυντηρίων; Κορέστηκε κιόλας το επάγγελμα; Ή σταματάμε στο 29 και δεν τραβάμε μήπως καούμε;
Και, για να ‘χουμε καλό ρώτημα, αγαπητό Skip, κάποτε κυκλοφόρησες ως Skip με Τετραεντέ. Όλοι χειροκροτήσαμε την αδιαμφισβήτητη επανάσταση που έφερες στο χώρο του πλυσίματος των ρούχων. Όταν έβγαλες δε και το βελτιωμένο μοντέλο με Τετραεντέ Β, υποκλιθήκαμε με δέος μπροστά στο δυσθεώρητο ύψος που εσύ τοποθέτησες τον πήχη. Μόνο που το ερώτημα πλανάται από τότε, σχεδόν 15-20 χρόνια πίσω: Γιατί, Skip; Γιατί σταμάτησες; Δεν υπάρχει Τετραεντέ C, Tετραεντέ D, και δε συμμαζεύεται; Ε; Εεεεεεε;
Έχω απορίες (θα μου πεις ό,τι έχει κανείς καλό είναι – ναι, αλλά τράβα πες το αυτό στο θείο μου το Σταμάτη που είχε πέτρα στα νεφρά, και δεν του ‘φευγε ούτε μετά από 4 εγχειρήσεις, και μεγάλωνε όλο και περισσότερο, και στο τέλος πιο μεγάλη ήταν η πέτρα παρά το υπόλοιπο ενδοκοιλιακό σύστημα, και μετά το ‘ριξε στην πλάκα λέγοντας «απέκτησα κοιλιακούς πέτρα», έναν δηλαδή είχε όλο κι όλο, αλλά ήταν αλτρουιστής ο θείος ο Σταμάτης, κι έλεγε «δεν κάνει να έχω εγώ πολλούς κοιλιακούς και άλλοι να μην έχουν κανέναν, οπότε θα κρατήσω έναν και καλό». Από τη θρησκεία είχε αποκτήσει τόσο έντονο το αίσθημα της κοινοκτημοσύνης, γιατί ήταν και βαθιά θρησκευόμενος ο θείος μου ο Σταμάτης, όλη μέρα το Χριστό και την Παναγία των συνανθρώπων του είχε στο στόμα του, και έτσι μίλαγε και στη θεία μου την Αγγέλα, διότι δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους ο θείος μου, ειδικά μετά το Αλτσχάιμερ δεν γνώριζε κανέναν, και εμένα όταν με έβλεπε με χαιρέταγε «ρε, καλώς το Νικόλα το Ζαχαριάδη» και την αδερφή μου τη θυμόταν, και πάντοτε «καλώς τον Κύρκο» και «πώς είσαι, Λεωνίδα;» και ποτέ δε μας μπέρδεψε με άλλους, και ξέραμε ότι ήμασταν ο Ζαχαριάδης και ο Κύρκος, σταθερός σε όλα του ο θείος ο Σταμάτης, αλλά δεν είναι πρέπον να πλατιάζουμε, οπότε επανέρχομαι και διατυπώνω τις απορίες μου):
1) Όταν οδηγείς βράδυ και ο άλλος απέναντι βλέπεις ότι δεν έχει ανάψει τα φώτα, εσύ του παίζεις τους προβολείς και τον ενημερώνεις να τα ανάψει, μην έχουμε τίποτα ντράβαλα*. Όταν όμως είναι μέρα και ο άλλος έχει ξεχαστεί με τα φώτα πορείας αναμμένα, γιατί ΔΙΑΟΛΕ του «παίζεις» ξανά τα φώτα; Τι θέλεις να κάνει; Να τα σβήσει; Ωραία, κι αν δεν τα σβήσει, ποιον ενοχλεί ΔΙΑΟΛΕ;
2) Όταν οδηγούμε σε βροχή και κάποια στιγμή η βροχή σταματήσει, είναι διότι το καιρικό φαινόμενο έλαβε τέλος ή εμείς απλώς βγήκαμε από την ακτίνα δράσης του φαινομένου αυτού; Aν, δηλαδή, κάνουμε όπισθεν, θα ξαναμεταφερθούμε σε βροχερό καιρό ή ό,τι έριξε έριξε;
3) Tι είναι τα «ντράβαλα»;
Τι ζόρι τραβάνε όλοι με τον Αύγουστο; “Αγαπημένος μήνας”… “Το καλοκαίρι στα καλύτερά του”… “Όλο το χρόνο περιμένω τον Αύγουστο”… Μπα; Σοβαρά; Τρίχαι, κυρίες, δεποινίδες και κύριοι. Τρίχαι κατσαραί. Και εξηγούμαι:
Φαντάσου το καλοκαίρι σαν ένα Σαββατοκύριακο: Ο Ιούλιος είναι το λατρεμένο Σάββατο (ή Σαββάτο, για τους εναλλακτικούς). Όπως ξημερώνει το Σάββατο κι εσύ γνωρίζεις ότι έχεις όλο το 48ωρο μπροστά σου, κάνοντας όνειρα για το πώς θα περάσεις τις ατελείωτες στιγμές του καθισιού και -ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ- την επόμενη μέρα ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ, έτσι και τον Ιούλιο η μέρα είναι μεγαλύτερη, ο κόσμος όπου και να πας λιγότερος και -ομοίως με πριν- ξέρεις ότι τον Αύγουστο όλα και όλοι θα κινούνται με ρυθμούς χεεελλλλλλλώώώώώώννναααας…
Αντίθετα, ο Αύγουστος είναι η καταραμένη, μελαγχολική Κυριακή. Μήπως θυμάσαι πώς ένιωθες από μικρός και πώς νιώθεις ακόμα κάθε Κυριακή; Να σου θυμίσω εγώ: ΟΚ, ξυπνάς ό,τι ώρα θέλεις (εκτός αν σε τρέχουν σε καμιά εκκλησία), αλλά όλη τη μέρα μετράς αντίστροφα για την εβδομάδα που έρχεται απειλητικά. Σκέφτεσαι “αυτό ήταν, πάει κι αυτό το ΣουΚου, άντε πάλι τα κεφάλια μέσα” και πέφτεις σε τριςχειρότερη μελαγχολία. Έτσι και τον Αύγουστο, με το που μπαίνει η πρώτη του μέρα, υποσυνείδητα έστω, πιάνεις τον εαυτό σου να λέει: “Αυτό ήταν, πάει κι αυτό το καλοκαίρι, άντε πάλι τα κεφάλια μέσα” και περιμένεις τον παλιοΣεπτέμβριο να δώσει το σύνθημα για άλλη μια σεζόν.
Γι’ αυτό, λοιπόν, Ιούλιος! Ι-ΟΥ-ΛΙ-ΟΣ!!! Τελεία. Και παύλα.
Μετά τιμής, Ανδρέας
Υ.Γ. Ο Δεκαπενταύγουστος ειναι σαν το σήμα έναρξης της Αθλητικής Κυριακής: Κυριακή βράδυ, αργά, λίγο πριν συνειδητοποιήσεις για τα καλά ότι έρχεται το τέλος…
«Αυτη ειναι η μεγαλη μου ευκαιρια να δειξω σε ολους ποση μπαλα ξερω» σκεφτηκε ο σχεδον καλυτερος δεξιος μπακ του κοσμου. «Σχεδον» γιατι το συστημα και τα κυκλωματα εστειλαν στην Μπαρτσελονα καποιον Ντανι Αλβες, που για καποιο λογο εγινε πιο γνωστος απ την αφεντια του. «Γ…ω την FC Bahia γ…ω» μονολογησε ενθυμουμενος το παραπανω γεγονος. Αυτα ομως δεν ειχαν σημασια. Σε μια βδομαδα θ’ αποδεικνυε ξανα τι μεγιστοτεραστιος παικτης ηταν και θα εκανε ολη την Ευρωπη να παραμιλαει. Χαμογελασε καθως θυμηθηκε τι εγινε την ωρα της κληρωσης. Επαιζε μπιλιαρδο και ηταν σε σουπερ φορμα αφου νικαγε (τον εαυτο του) κατα κρατος. Τοτε χτυπησε το τηλεφωνο. Ηταν ο κολλητος του ο Αντωνης. «Ελα ρε Τζορτζ Κλουνει. Τι εγινε, με ποιον πεσαμε;». «Με κατι σεριφηδες ρε συ, ουτε η μανα τους δεν τους ξερει. Τους εχουμε για την πλακα». Εκλεισε το κινητο με ενα σαρδονιο χαμογελο απολυτης ικανοποιησης -το ιδιο που ειχε και τωρα καθως θυμοταν αυτη τη γλυκια αναμνηση…
Κάνω έκκληση να περάσει κάποιος τον Peter Crouch από πλήρες ψυχιατρικό check-up. Γιατί, δε λέω, μεγάλος γκολτζής, χορευταράς από τους λίγους αλλά το έχει κι αυτός το κουσούρι του. Μην αναρωτιέστε ποιό είναι αυτό. Είναι δυνατόν, ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ για άνθρωπο με σώας τας φρένας να ψάχνει τον αγοραίο έρωτα (λέγε με Monica Mint) όταν το επίσημο ζετεμάκι του είναι 10άρι ασάλιωτο και λέγεται Abbey Clancy; Όχι διάολε, δε γίνεται τέτοια κουτουράδα!
Και μη μου αρχίσει κανείς τις χαριτωμένες δικαιολογίες τύπου “μπορεί να πήγε γιατί ήθελε να κάνει κάτι που δεν θα έκανε επ’ ουδενί η Abbey”. Δυό μέτρα μαντράχαλος είναι, ας το παλέψει λίγο. Μόνο στον Harry τον Redknapp ξέρει να κάνει το μάγκα δηλαδή; Γι’ αυτό σας λέω, κάντε κάτι να το συνεφέρουμε το παλικάρι. Βέβαια η περίπτωσή του είναι πολύ δύσκολη αλλά τί στο καλό, σε κοτζάμ Fight Club το στέλνω… Καλό καλοκαίρι!
Υ.Γ. Τί ειναι χειρότερο; Ότι τον αποκάλεσε άσχημο η ιερόδουλη ή ότι έχει δίκιο;
Εκεί πίσω στο 1985, ένα ζεστό πρωινό «που είχε στήσει ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη», καταπώς λέει και ο ποιητής… Η πίσω αυλή είχε γίνει θέατρο μιας μάχης συγκλονιστικής, ενός αγώνα μέχρις εσχάτων, όπου δε χώραγαν μεσοβέζικες καταστάσεις. Ήταν το ματς της χρονιάς για όλους μας μέσα στο σχολείο: Πέμπτη δημοτικού εναντίον Έκτης… Με το σκορ ισόπαλο 2-2, ο ήχος του κουδουνιού για να επιστρέψουμε στις αίθουσες σήμανε συναγερμό στις τάξεις όλων μας. Ο χρόνος μας στέρευε απελπιστικά και κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Είχε φτάσει η ώρα να ξεχωρίσει η ήρα απ’ το στάρι, τα παιδιά απ’ τους άντρες, το πλυμένο απ’ το πραγματικά καθαρό… Έπρεπε να δείξουμε πού ανήκουμε. Έπρεπε να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας στη σωστή μεριά, στη μεριά αυτών που θα γνώριζαν την αποθέωση και όχι τη χλεύη, τη δόξα και όχι τη διαπόμπευση, την αναγνώριση και όχι την κατακραυγή…
Κινήθηκα αποφασιστικά προς την απέναντι περιοχή. Ο Γιάννης είδε την κίνηση που έκανα στον κενό χώρο, μου πέταξε το τενεκεδάκι και βρέθηκα μόνος με το Στέλιο. Εκτέλεσα δίχως οίκτο και το έστειλα να αναπαυθεί στο βάθος της εστίας του. Αυτό ήταν. Η Πέμπτη κέρδιζε για πρώτη φορά στην ιστορία της την Έκτη και έστελνε τα φαντάσματα του παρελθόντος στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας… Φύγαμε αλαλάζοντας και πανηγυρίζοντας – ωσάν άλλοι Μουρίνιο – αφήνοντας τα «Εκτάκια» ανήμπορα να συνειδητοποιήσουν τι (τους) είχε συμβεί… Ποια FIFA και αηδίες; Δική μας ιδέα ο «ξαφνικός θάνατος», το «χρυσό γκολ». ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ! Σε μια ταπεινή πίσω αυλή ενός ταπεινού σχολείου (του 1ου Δημοτικού Νέων Λιοσίων), 25 χρόνια πριν…
Μετά (παιδικής) τιμής, Ανδρέας
-«Ποιος θα του το πει;» τους άκουσα να συζητάνε μεταξύ τους. -«Τι, ρε παιδιά, τι έγινε;» απάντησα με μια ελαφρά ανησυχία. -«Θα του το πω εγώ», πετάχτηκε ο πιο τολμηρός της παρέας. -Πείτε μου τι συνέβη, μη σας πάρει και σας σηκώσει! -Σε παρακαλώ, να φανείς ψύχραιμος -Ακούω! -Γκρεμίζουν το γήπεδο στην Πλατάνα -…
Δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Άλλαξα 20 χρώματα, τα πόδια μου άρχισαν να μη με κρατάνε, ένιωθα να χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. «Γκρεμίζουν το γήπεδο στην Πλατάνα», έτσι απλά και αναίτια. Και οι θύμησες; Οι ανάμνησες; Τα καλοκαίρια στο χωριό που περιμέναμε όλοι πώς και πώς να αρχίσει το καθιερωμένο αυγουστιάτικο τουρνουά μπάσκετ, για να ξεδιπλώσουμε το ατελείωτο ταλέντο μας μπροστά σε γονείς, θείους, ξαδέρφους, κοπελίτσες-θαυμάστριες, περαστικούς, περίεργους που κατακλύζαν τις 156 θέσεις του γηπέδου; Όλη η αφάν-γκατέ της κεντρικής Εύβοιας, όλος ο αφρός, όλες οι Dream Team απ’ τον Οξύλιθο, την Πλατάνα, το Οριό, την Οχτωνιά, το Κακολύρι, την Κύμη να μάχονται για το βαρύτιμο τρόπαιο (μια συκωταριά 10 μέτρα και 15 σπαλομπριζόλες απ’ το χασάπικο….εεε, συγγνώμη, από την μπουτίκ κρεάτων του Παπαδόγιωργη που ήταν και ο μέγας χορηγός του τουρνουά)…
Κι εγώ εκεί. Κάθε χρόνο εκεί. Κάθε καλοκαίρι να δίνω το βροντερό παρών. Σαν τώρα περνάει απ’ το μυαλό μου, σαν φιλμ απ’ τα παλιά η κάθε μου συμμετοχή:
Χρονιά πρώτη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά δεύτερη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά τρίτη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά τέταρτη: Ανεβαίνουν κατακόρυφα τα στατιστικά μου. Παίζω 45 ολόκληρα δευτερόλεπτα, κερδίζω κι ένα φάουλ, κάνω και έρμπολ στη βολή.
Χρονιά πέμπτη: Η εκτόξευση. Παίζουμε τελικό Οξύλιθος-Κύμη. Το απόλυτο ντέρμπι. Το ματς που περιμένει με κομμένη την ανάσα όλη η Πλατάνα και τα περίχωρά της. Αναβιώνει το άσβεστο μίσος, η προαιώνια βεντέτα. Είναι Ή ΕΜΕΙΣ Ή ΑΥΤΟΙ. ΤΕΛΟΣ! Ο όρκος νίκης που παίρνουμε ακούγεται μέχρι τη Χαλκίδα: «Θα τους κάνουμε να φτύσουν το γάλα της μάνας τους». Τεταμένη ατμόσφαιρα. Μπάσκετ, με ολίγη από κλωτσομπουνίδια – ή το αντίθετο, δε θυμάμαι. Έχουν γίνει γύρω στα 87 φάουλ, έχουν αποβληθεί 6 παίκτες από κάθε ομάδα, έχουν σφυριχτεί 12 τεχνικές ποινές και 8 ντισκαλιφιέ. Το ματσάκι δεν πάει καλά. Χάνουμε 15 πόντους 5 λεπτά πριν το τέλος. Φως πουθενά στο βάθος του τούνελ. Αποβάλλεται άλλος ένας παίκτης μας, ο προπονητής κοιτάει στο πάγκο και αντικρίζει εμένα. Δεν είχε μείνει άλλος. Με κοιτάει στα μάτια και μου λέει : «Μικρέ, μπες και δείξε τι παιδιά βγάζει ο Οξύλιθος!». Το πιάνω με τη μία το υπονοούμενο. Μπαίνω φρέσκος φρέσκος, άλλωστε δεν έχω αγωνιστεί δευτερόλεπτο (αναμενόμενο αυτό). Πηγαίνω κατευθείαν και πιάνω man-to-man το 7 της Κύμης, ο οποίος μας έχει βάλει 35 πόντους και δεν μπορούμε να τον κουμαντάρουμε με τίποτα. Στην πρώτη φύση, ποτισμένος από συναδελφικότητα και αίσθηση fair-play, του χώνω (χωρίς να το θέλω) μια τσιμπιά στον κώλο. Δεν αντιδρά. Στην επόμενη φάση παίζω πάνω του μια κάπως δυνατή άμυνα, του ρίχνω μια μπουνιά στα δόντια (πάνω στη φάση, ε; μην παρεξηγηθούμε). Πάλι δεν αντιδρά. Στην επόμενη φάση του χώνω μια αγκωνιά στα γεννητικά όργανα (κατά λάθος, πάντα). Γυρίζει και με απωθεί βιαίως και εντελώς αδικαιολόγητα. Τον απωθώ κι εγώ, δε μπορώ να του φέρομαι με το γάντι και να μην το εκτιμά. Αρχίζουμε να παίζουμε ξύλο στο κέντρο του γηπέδου για κανά δίλεπτο. Μας χωρίζουν με τα χίλια ζόρια. Αποβολή και για τους δύο. Άλλοι παίκτες στον πάγκο δεν υπάρχουν. Έχουν όλοι αποβληθεί. Κάθε ομάδα συνεχίζει με τέσσερις. Αυτό ήταν. Το σάλπισμα της αντεπίθεσης είχε μόλις ακουστεί. Χωρίς αυτόν η Κύμη δε σταυρώνει ούτε καλάθι μέχρι το τέλος. Εμείς κάνουμε θρυλικό καμ-μπακ και νικάμε με έναν πόντο διαφορά. Βγαίνω MVP μεταξύ των συμπαικτών μου. Απολαμβάνω τη δόξα του νικητή ως το μεδούλι και αδιαφορώ για τους παίκτες-συνοδούς-προπονητές-οπαδούς της Κύμης που με περιμένουν με άγριες διαθέσεις. Αποχωρώ, όπως όλη η ομάδα του Οξυλίθου, με τη βοήθεια έντονης αστυνομικής δύναμης. Νιώθω πραγματικός σταρ. Μεγάλες στιγμές. Ωραίες εποχές…
Υ.Γ. Δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου στην Κύμη από τότε…B194
O Αθηναίος θα πει “να του βάλω”. Ο Σαλονικιός θα πει “να ΤΟΝ βάλω”. Κι ο Πειραιώτης θα κάνει τη διαφορά και θα ξηγηθεί “να ΤΟΝ-Ε-βάλω”. Απλά, λαϊκά, τασομητροπουλικά. Μετά τιμής, Ανδρέας
Οι πιο πολλοί από μας εξακολουθούμε τζάμπα και βερεσέ να διακατεχόμαστε από ένα μικρό σύνδρομο πανικού και αγχωνόμαστε να κλείσουμε βιαστικά το κινητό, ενώ η ελάχιστη χρέωση σήμερα έχει φτάσει στα 45 δευτερόλεπτα…Μετά τιμής, Ανδρέας