T’αστέρια συνωμότησαν με όλους τους πλανήτες / Με 10 νεφελώματα και έναν-δυο κομήτες. / Τα πάντα εναντίον σου,ακόμα και η μοίρα / Σε κάνανε να φαίνεσαι σαν μια μικρούλα ψείρα. / Καλές είναι οι πάσες σου κι η ντρίμπλα σου φευγάτη / Μα είναι ολοφάνερο πως έχεις χάσει κάτι / Πιο εύκολα θα έβρισκες στα άχυρα το κέρμα / Παρά το γκολ θα έβαζες σε ένα άδειο τέρμα. / Ο K.V. το δήλωσε,πως μάγια σου χουν κάνει. / Να είναι έτσι άραγε ή μήπως λάδια χάνει; / Δεν έχω άλλη εξήγηση, θα πρέπει να ναι αλήθεια / Γι’αυτό και κάποιοι πάλεψαν να δώσουν μια βοήθεια. / Κανένας δεν κατάφερε τα μάγια να τα λύσει / Κι απότομα μεγάλωσαν των γύρω σου τα μίση. / Σε γλέντησαν, σε έβρισαν, σε πέταξαν στο χώμα / Κι εσύ μονάχος σκέφτεσαι ‘’δεν ξόφλησα ακόμα’’. / Αυτή είναι κι η γνώμη μου και όρκο αν θέλεις δίνω / Κακία δεν σου κράτησα κι ας πήγες στο Λονδίνο / Στο πρόβλημα σου απάντηση εγώ μονάχα έχω. / Να κλαις και να οδύρεσαι, ε πια δεν το αντέχω! / Θυσία θα προσφέρουμε 7 παρθένες κόρες / Για νά’βρεις το σκοράρισμα, ξανά Φερνάντο Τόρες.
Εκεί που όλα έδειχναν απαίσια και μαύρα/ Εκεί που η επίθεση ομοίαζε με χάβρα/ Ενώ πλεκτό δε βρίσκαμε ούτε και με πυξίδα/ Ήρθες εσύ και έφερες μαζί σου την ελπίδα/ Παιχτούρα ότι ήσουνα, το ξέραν όλοι ήδη/ Την ξέρεις την μπαλίτσα σου, δεν είσαι κάνα γίδι/ Μια σκέψη μόνο είχανε και φόβο τρομερόν/ Στην Πρέμιερ θα έσπερνες ή θα’σουνα Βερόν;/ Αμέσως τους απάντησαν, σαν πάτησες χορτάρι/ Τα γκολ σου και οι ντρίμπλες σου με τέχνη και με χάρη./ Τη Λίβερπουλ ολόκληρη την πήρες απ’το χέρι/ Τον Κάρολ μάγκα έκανες, σαν να’σουν ο Τσακ Μπέρι./ Τιμάς και την πατρίδα σου,το ξέρουν κι οι Χιλιάνοι/ Μετά και την τεσσάρα σου, κανένας δε σε φτάνει/ Τι Τζέκο; Ποιος Γουρούνεϊ; Αυτά είναι σαχλαμάρες/ Τον μπόμπερμαν της Πρέμιερ, τον λέν’ Λουίς Σουάρες./
Τι άραγε να σκέφτονταν της Μπόλτον τα Αγγλάκια; / Που Ice Man σε βάφτιζαν πριν δώδεκα χρονάκια; / Τους πάγους μήπως σκέφτονταν, που έχει η Ισλανδία; / Απ’όπου εσύ ξεκίνησες και πήγες Ολλανδία; / Τον τρόπο που στα δύσκολα ποτέ σου δεν κωλώνεις; / Το ότι με την ντρίμπλα σου, τους άλλους τους παγώνεις; / Ή άραγε να σκέφτονταν πως έχεις κρύο αίμα; / Και όλοι ενθαρρύνονται απ’το ήρεμο σου βλέμμα;
Μπορεί να είναι όλα αυτά,μπορεί και παραπάνω. / Μα κι αν ποτέ δεν μάθουμε, τον ύπνο μου δεν χάνω. / Και όσοι σε χλευάζουνε, σε λέν’ ραμολιμέντο, / δεν ξέρουν πως δε χάνεται ποτέ του το ταλέντο. / Για όλα τούτα σκέφτηκα τον τρόπο να σε υμνήσω / με ένα ακόμα δίστιχο, χωρίς εγώ να βρίσω. / Γιατί να θέλω πρόεδρο Σεϊχη Αλ Μανσούρ; / Σαν έχω στην ομάδα μου εσένα, Εϊντούρ;
Αν λες ότι στην Γκρέμιο το τόπι έχεις μάθει / του Πόρτο Αλέγκρε οι δάσκαλοι συνέχεια κάνουν λάθη. / Η μπάλα όταν σου’ρχεται, κοντρόλ στα πέντε μέτρα / αν ήμουνα στο γήπεδο θα σου’ριχνα μια πέτρα. / Για σουτ σαν ετοιμάζεσαι σε τρέμουν οι μπεκάτσες / μετά την μπάλα ψάχνουμε στις πιο ψηλές ταράτσες. / Η ντρίμπλα σου η περίτεχνη για γέλιο και για κλάμα / για μια σωστή πασούλα σου, στον Άγιο κάνω τάμα. / Αμπαλοσύνη αν ήταν χρήματα, εσύ στους μεγιστάνες / νερό αν ήταν γέμιζες 50 νταμιτζάνες. / Καλύτερα στη Λίβερπουλ να έπαιζε ο Σλούκας / παρά εσύ ο άχρηστος, ο Λέιβα ο Λούκας.
Το Βέλγιο δεν υφίσταται, εσύ όμως υπάρχεις / Στα σέντερ φορ της Άντερλεχτ, εσύ’σαι ταγματάρχης / Η δύναμη σου απίστευτη, κανείς δεν σε κοντράρει / Κανείς δεν έχει τ’άντερα, σκληρά να σε μαρκάρει / Εσύ την κάθε άμυνα την κάνεις μαύρο χάλι / Με ντρίμπλες, πάσες έξυπνες και γκολ με το τσουβάλι / Το άστρο σου ανέτειλλε και τώρα πλέον λάμπει / Για σένα θα ξεχάσουμε σε λίγο τον Ντρογκμπάμπη / Κι ας λέν’ότι η ηλικία σου πλανάται στους αιώνες / κι ότι έχει ζήσει η χάρη σου αμέτρητους χειμώνες / Να ρίξουν λάσπη θέλουνε, μα προσπαθούν του κάκο / γιατί’σαι η αρρώστια μας, εσύ μικρέ Λουκάκου.