Συνέχισε να μην βλέπει καλά. Ήταν στον τρίτο καφέ και ακόμα η όραση του ήταν σαν από ακτίνα απο σχισμή shitter. Η τηλεόραση στο τελευταίο ράφι του μπαρ και ο κόσμος τριγύρω ακουγόνταν σαν ενα υπόκωφο βουητό. Το ακουστικό στο αυτί ξανάνοιξε την πληγή που είχε στεγνώσει. Δεν θυμάται αν ήταν, όμως, κραυγή διαμαρτυρίας του αυτιού προς το ακουστικό ή κυκλωτική επίθεση του ακουστικού προς το αυτί για εκβιονισμό του δεξιού μέρους του κεφαλιού του. Μπορεί να ήταν και τα δύο. Η καπνίλα του μαγαζιού δυσχέραινε την κατάστασή του, δημιουργώντας νεφελώματα αμφιβολίας στο πίσω μέρος του μυαλού. Μπορεί να άφησε στο σπίτι τη δουλειά που ετοίμαζε αλλά η δημιουργία συνέχιζε να ταλαντώνεται στα εγκεφαλικά του οργανίδια. Οι ιδέες, οι σκέψεις χόρευαν σαν κατατρεγμένες σκιές, καταραμένες ερινύες με διπλή προσωπικότητα. Η έμπνευση τον ωθούσε απροσδόκητα σε ένα κατασκεύασμα μεγαλειώδες, μεγαλύτερο από best seller rock opera και επιβλητικότερο από αρχαία δρυιτική τελετή. Κοίταξε στην τσέπη του και βρήκε το φακελάκι του γιατρού. Πήρε την τελευταία δόση της μέρας. Κατάπιε το πράσινο χαπάκι χωρίς νερό όταν ήχησε στο ακουστικό του… το χαρακτηριστικό σάλπισμα του κινητού του. «Πέμπτη ώρα 00:00». Το κινητό το χαρακτήριζε «υπενθύμιση» αλλά δεν ήταν καν υπενθύμιση. Ήταν η ηχητική πύλη από την επιβλητική δημιουργία στην μεγαλειώδη πραγματικότητα. Πίεσε το ακουστικό ακόμα πιο βαθιά στο αυτί του και έτρεχε σαν δαιμονισμένος μες στη νύκτα. Η έμπνευση πλέον έρρεε και μέσα στις φλέβες του. Ήταν φανερό πλέον ότι η δημιουργία κέρδιζε έδαφος επί της ύπαρξης του…