Όταν, σκυφτός μες στο τζάκετ μου, ένα παγερό χειμωνιάτικο βράδυ πήγαινα από Βικτώρια στον Πειραιά με τον ηλεκτρικό, ήξερα κατά βάθος ότι δεν ήταν το κόλλημα που είχα φάει με τη Φανή που έκαιγε τα σωθικά μου, αλλά το 5άστερο Metaxa -σκέτο πετρέλαιο!- που μόλις είχα ρουφήξει απ’ τη μικρή φιάλη που φύλαγα στην εσωτερική τσέπη. Τη Φανή την είχα ξεχάσει απ’ τη δεύτερη κιόλας βραδιά, απλά δεν το ‘λεγα στους φίλους μου… ήθελαν να μου πασάρουν ξανά την απερίγραπτη Άννα που είχα παρατήσει με το που απολύθηκα απ’ την Αεροπορία. Και την είχα παρατήσει τότες, γιατί ενώ εγώ της έλεγα ότι ήταν άγγελος της γης – άστρο της αυγής – ξανθό φεγγάρι, εκείνη δε χαμπάριαζε από φούμαρα, ήθελε πάντα κάτι να γυαλίζει…
Ποτέ κανείς δεν αναρωτήθηκε -και ως εκ τούτου ποτέ κανείς δεν έψαξε- το πώς διατηρείται ζεστό και αχνίζον το «σαλέεεεπι» μέσα στα γνωστά τροχήλατα τσιγκινο-κιβώτια, εκείνου του συμπαθητικού πλανόδιου γεράκου που ακόμα περιτριγυρίζει τα σοκάκια των πόλεων μες στο καταχείμωνο. Και -ναι ρε, μπάοκ- ποτέ κανείς δεν αναρωτήθηκε πώς διατηρούνταν στη σωστή θερμοκρασία και το παγωτό των παλιών πλανόδιων, στα ίδια ακριβώς τροχήλατα τσιγκινο-κιβώτια. Αμφότερα παραμένουν μέχρι σήμερα 2 από τα σπουδαιότερα άλυτα ερωτήματα της Φυσικής.
Υπάρχουν 3 κατηγορίες γυναικών: – αυτές που το* έχουν, το ξέρουν και το παίζουν – αυτές που το έχουν, δεν το ξέρουν και φυσικά δεν το παίζουν – αυτές που δεν το έχουν, αλλά παρόλα αυτά το παίζουν ότι το έχουν. Η τίμια κατηγορία εκείνων που ούτε το έχουν, ούτε το παίζουν εξαφανίστηκε με τη δεκαετία του ’80. Μετεξελίχτηκε έκτοτε στην 3η ανωτέρω. Η υπέρ-τίμια κατηγορία γυναικών που το έχουν, το ξέρουν, αλλά ΔΕΝ το παίζουν είναι είδος προς εξαφάνιση… όποιος προλάβει!
* στο “το” προσθέστε οποιοδήποτε προσόν, χάρισμα, κουσούρι, κλπ
Αυτοί που βιάζονται να φορέσουν τα πέτσινα και τα φουσκωτά μπουφάν με το που πιάσουν οι πρώτες κρυάδες του φθινοπώρου, είναι ακριβώς οι ίδιοι που θα τα πετάξουν όλα πρώτοι για τα κολλητά t-shirt νωρίς-νωρίς την άνοιξη. Ακράτητοι…
Κάποτε, για να τονίσουμε τη δύναμη της επανάληψης λέγαμε στον άλλο «σου το είπα 100 φορές», ενίοτε και «1000 φορές». Πλέον, συνηθίζεται περισσότερο το «200 φορές» ή το «800 φορές», πολύ συχνά, δε, συνοδεύονται και από χιλιάδες, δηλ. «200 χιλιάδες φορές», άσχετα αν στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ παραπάνω από 3-4. Και φυσικά -για έναν ανεξήγητο λόγο- κανείς δεν πρόκειται να πει «300 φορές» / «400 φορές» / «600 φορές» / «900 φορές».
Τα μηνύματα των εκλογών είναι (ή δεν είναι) πάντα ΗΧΗΡΑ, όπως ακριβώς τα θέματα των πάσης φύσεως εξετάσεων είναι (ή δεν είναι) πάντοτε ΒΑΤΑ. Τα συγκεκριμένα αυτά επίθετα αποκλείεται να τα χρησιμοποιήσει κανείς για άλλο λόγο… έχω ανοίξει εγώ Μπαμπινιώτη και ξέρω!
Όταν ανοίγεις απ’ έξω την εξώπορτα της πολυκατοικίας, καθώς με το ένα χέρι γυρνάς το κλειδί και με το άλλο τραβάς το πόμολο κόντρα για να σιγουρέψεις το ξεμαντάλωμα, με το πόδι (συνήθως το αριστερό) σπρώχνεις χαμηλά με το «μύτο» και ανοίγεις την πόρτα με τη μία, εκμεταλλευόμενος το ελατήριο που θα την επαναφέρει. Αντίθετα στην εξώπορτα του σπιτιού (που δεν έχει ελατήριο επαναφοράς) ποτέ δε βάζεις πόδι, γιατί θα σκάσει στον πίσω τοίχο. -Επισυναπτόμενη Αλήθεια: Όλες οι εξώπορτες πολυκατοικιών έχουν μια ζώνη λέρας σε ύψος 5-15cm από το έδαφος.
Κάθε Λατινο-αμερικάνος ποδοσφαιριστής που σέβεται τον εαυτό του -και δη ένας Αργεντίνος- σέρνει από πίσω τουλάχιστον 5 μανατζαραίους που πρέπει να πληρωθούν. Αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Η τεράστια, όμως, αλήθεια είναι ότι όσες φορές κι αν η ομάδα αγοράσει τα δικαιώματα του παίκτη, οι 5 μανατζαραίοι ποτέ δεν χάνουν τα δικά τους… Πάντοτε θα έχουν να παίρνουν χρήματα. Έχω αγοράσει Μπλάνκους εγώ και ξέρω…
3 μικρές αλήθειες για βιβλία – Ο ρυθμός ανάγνωσης ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου αυξάνεται όσο αυξάνονται οι σελίδες που έχεις ήδη διαβάσει. Μοναδική εξαίρεση το τέλος, στο οποίο επίτηδες αφήνουμε λίγες σελίδες και καλές. – Είναι πολλά τα βιβλία για τα οποία έχουμε ευχηθεί να μην τελείωναν τόσο γρήγορα (ή ποτέ), κι ας ήταν ακόμα 500 και βάλε σελίδων. Αντίθετα, σπάνια έχουμε ευχηθεί κάτι τέτοιο για μια ταινία όσο καλή και σύντομη να ήταν… – Είναι πολλά βιβλία τα οποία έχουμε παρατήσει από τις πρώτες σελίδες επειδή βαρεθήκαμε, ακόμα κι αν πληρώσαμε γι’ αυτά. Αντίθετα, είναι ελάχιστες οι ταινίες τις οποίες αφήσαμε στη μέση, έστω κι αν βαρεθήκαμε… το λιγότερο ένα fast forward το αξίζουν! (πόσο μάλλον όταν έχουμε πληρώσει γι’ αυτές…) – Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που ταξιδεύουν με τραίνο-λεωφορείο: αυτοί που εύχονται αντί για τον λιγδιάρη λέτσο στη διπλανή θέση να ήταν ένα νέτο με μεγάλα φουσκούνια, ανοιχτό ντεκολτέ και μίνιμαλ φουστίτσα, η οποία με την τριβή στο κάθισμα όλο και σηκώνεται πιο πάνω (άλλη τεράστια αλήθεια αυτή…) και το οποίο νέτο θα ευχόμασταν να κοιμηθεί και να γείρει πάνω μας, ενώ εμείς θα κρυφοκοιτάγαμε το ανοιχτό ντεκολτέ ενώ τάχα μου θα χαζέυαμε έξω από το παράθυρο… και η άλλη κατηγορία αυτοί που εύχονται αντί για το διαφημιστικό του ΚΤΕΛ/ΟΣΕ ή την αθλητική εφημερίδα που τελειώνει στο μισάωρο να είχαν προβλέψει ένα καλό βιβλίο να περάσουν τις ώρες ταξιδιού. Και ΟΛΟΙ ξέρουμε σε ποια κατηγορία θέλουμε να είμαστε… αλλά δυστυχώς τον λιγδιάρη λέτσο δεν τον αποφεύγουμε. Τουλάχιστον την επόμενη φορά ας προβλέψουμε εκείνο το βιβλίο. – Στις παραλίες, δύο είδη βιβλίων βλέπει κανείς να διαβάζουν (τα νέτα και μη): αστυνομικά – επιστημονικής φαντασίας ή γυναικεία λογοτεχνία τύπου «Μαμάδες βορείων προαστίων». Αν κάναμε ένα πρόχειρο γκάλοπ θα βλέπαμε ότι ο Στίβεν Κινγκ θα έβγαζε κυβέρνηση! – Όσοι λένε «τώρα το καλοκαιράκι θα αγοράσω κανα ανάλαφρο αστυνομικό μυθιστόρημα για την παραλία» δίνουν τη σοβαρή εντύπωση ότι τον υπόλοιπο χρόνο διαβάζουν σπουδαία πράγματα… Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι τίποτα από τα δύο δεν κάνουν. (αυτή ήταν μια μεγάλη αλήθεια, δανεισμένη από τον συγγραφέα Π. Μαρτινίδη) – Όλοι νομίζουμε ότι λογοτεχνία και ποίηση είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες γραπτού λόγου, ενώ στην πραγματικότητα η πρώτη εμπεριέχει τη δεύτερη. Επίσης το 99% των ανθρώπων δεν ξέρει τη διαφορά μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος. – Παρότι έχουμε εγκαταλείψει το σχολείο προ πολλού, εξακολουθούμε κάθε είδους λογοτεχνικό βιβλίο να το αποκαλούμε «εξωσχολικό». – Οι περισσότεροι, που δεν έχουν ανοίξει βιβλίο στη ζωή τους, στο μυαλό τους έχουν μια ειδυλλιακή εικόνα ανάγνωσης: χειμώνα πλάι στο τζάκι που σιγοκαίει ή καλοκαίρι στο μπαλκόνι του ονειρικού εξοχικού, δίπλα στην αμμουδιά, ενώ σκάει το κύμα στα απέναντι βραχάκια… Όσοι, βέβαια, ελάχιστοι τους αρέσει να διαβάζουν, ξέρουν ότι οι ιδανικές καταστάσεις ανάγνωσης είναι οι πιο στριμόκωλες: εξεταστικές, άγρια μεσάνυχτα στο κρεβάτι, κρυφά στη δουλειά, κλπ. Έχω διαβάσει εγώ Ντοστογιέφσκι στη σκοπιά και ξέρω!
Ανείπωτη αλήθεια κοινής λογικής (αφιερωμένη εκ καρδίας στον αει-ψιθυρίζοντα Τζακ Μπάουερ)… Η φράση «η πληροφορία διέρρευσε εκ των έσω» είναι βλακώδης, αφού η διαρροή πάντα από κάπου μέσα θα γίνεται (πόσο μάλλον η διαρροή πληροφορίας). Όταν, δε, η φράση χρησιμοποιείται προσαυξημένη ως εξής: «η πληροφορία διέρρευσε εκ των έσω, αφού μόνο 3 άνθρωποι το ήξεραν» εμπεριέχει και δεύτερη ανοησία… και 1000 να το ήξεραν πάλι διαρροή θα ήταν και πάλι προς τα έξω αγαπητέ Τζακ!! Η φράση αρκεί ως: «η πληροφορία διέρρευσε».