Όλοι όσοι περάσαμε από την Ιερά Εξέταση κι ήμασταν καλά προετοιμασμένοι, δηλώσαμε φεύγοντας ότι τα θέματα ήταν βατά.
Δεν υπάρχει πιο εκνευριστικό πράγμα από το να οδηγείς, το φανάρι να είναι πράσινο και μπροστάσου να είναι ένας τύπος ή τύπισσα που πάει με το πάσο του/της κι όταν το φανάρι κιτρινίσει να γκαζώνει και να περνάει αφήνοντας εσένα μόνο πίσω να ξεστομίζεις αφειδώς «γαλλικά».
Πάντα η γλώσσα που μιλάμε είναι η «μητρική μας» και το σπίτι που γεννηθήκαμε το «πατρικό μας». Ποτέ όμως δε συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η γλώσσα που μιλάμε να είναι η πατρική μας και το σπίτι που γεννηθήκαμε να είναι το μητρικό μας.
‘Ολοι την έχουμε πατήσει με πλακάκι πεζοδρομίου χωρίς αρμούς που έχει μαζέψει νερό από κάτω κι εμείς, μη γνωρίζοντας, το πατήσαμε με αποτέλεσμα παπούτσια και παντελόνι να μουσκευτούν για τα καλά.
Σχεδόν πάντα όταν θέλουμε να τονίσουμε κάτι που μας συμβαίνει, επικαλούμαστε τους ομοφυλόφιλους, π.χ. πεινάω σαν π–στης, τρέχω σαν π–στης, ιδρώνω σαν π–στης, κ.ο.κ.
Μια από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις όλων των εποχών είναι η βρύση με το χερούλι που μεταβαίνει σταδιακά από το κρύο στο ζεστό νερό, γλιτώνοντάς μας από το μπελά του να πετύχουμε την κατάλληλη θερμοκρασία νερού παίζοντας με τις δύο βάνες.