Όλοι όσοι είμαστε μέντιουμ και βλέπουμε για τον πελάτη μας θάνατο σταματάμε απότομα τη συνεδρία και του λέμε «εεε, όλα καλά θα πάνε μωρέ αλλά πρόσεχε καλού κακού».
Όλοι εμείς που είμασταν σύμβουλοι του ξέρξη ,όταν μας ρώτησε ποια είναι η πιθανότητα να αποτύχει η εκστρατεία του στην Ελλάδα του είπαμε οτι είναι τόση όση αυτή της Ελλάδας να πάρει το Euro. Που να ξέραμε διάολε…
Όλοι εμείς που ήμασταν μαθητές του Χριστού, παραξενευτήκαμε όταν στο Μυστικό Δείπνο είδαμε τον Ιούδα με καινούρια σανδάλια και χιτώνα, τελευταίο μοντελάκι απο τη Ρώμη καθώς η δικαιολογία ότι τα κέρδισε στο τζόκερ δε μας έπειθε, μιας και ξέραμε οτι στην τελευταία κλήρωση είχε γίνει τζακπότ…
Όλοι εμείς οι ναυτικοί παραξενευτήκαμε όταν, γυρνώντας απο 6μηνο ταξίδι, αντικρίσαμε ουρά αντρών έξω απο το σπίτι μας και όταν πήγαμε να μπούμε κάποιος απ’ αυτούς μας φώναξε «στη σειρά σου μάγκα».
Όλοι όσοι είμασταν πολεμιστές στην αρχαία Σπάρτη, με πίτσες και πιτόγυρα την περνάγαμε αλλά για να μη μας λεν «χαβαλέδες» και «μπυραρία» οι νούλες οι Αθηναίοι βγάλαμε το μύθο του μέλανα ζωμού.
Όλοι όσοι πολεμήσαμε στη μάχη του Βατερλώ καταλάβαμε οτι κάτι δεν πάει καλά, όταν είδαμε τον Ναπολέοντα με ένα μπουκάλι Μερλώ στο χέρι να αναφωνεί «αφού με εγκατέλειψε η Ιωσηφίνα δε με νοίαζει τίποτα πια».
Οι τρεις δρόμοι για την κόλαση…
Ήταν γέρος. Απόμαχος της ζωής. Τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Έβγαλε τον καπνό που επέμενε να φυλάει στην περσική παντόφλα, ωδή στον αγαπημένο του συγγραφέα από τα μικράτα του. Αχ, οι θύμησες… Γλυκές, ερωτικές, λάγνες. Γύρισε με τη βοήθεια όσης μνήμης του απέμενε, στην εποχή που ήταν παιδάκι. Ναι, εκεί ένιωθε ασφαλής. Εκεί βρίσκονταν το καταφύγιο του, που θα παρέμενε τέτοιο για όσο καιρό θα περιέφερε ακόμη το κουρασμένο σαρκίο του σ’ αυτή την άγονη χώρα. Πόσο ακόμα; Έστριψε επιδέξια το τσιγάρο και το άναψε με το παλιό σπαρματσέτο. Ο καπνός κύλησε στα επιβαρυμένα πνευμόνια του και όσο του αφαιρούσε τη ζωή, τόσο εκείνος προλάβαινε να την εκτιμήσει. “Πέντε λεπτά λιγότερα στην επίγεια κόλαση”. Μακάρι να ‘ταν έτσι, κυρ αστυνόμε…
Η καθημερινότητα. Πουτάνα, που σου τρώει τα λεφτά χωρίς να σου προσφέρει ηδονή. Μόνο ρουτίνα. Σαράντα και πλέον χρόνια την ανέχτηκε που τώρα πια έμοιαζαν σαν μια αιωνιότητα από νύχτες. Μέρες δεν είχε η ζωή του. Τον ήλιο και τη ζεστασιά του τα ρούφαγε μόνο στα όνειρα. ‘Ηταν αργά πια. Το κρίμα, ας έπεφτε στους επόμενους. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, τι έφταιγε που δεν ήταν αρκετό; Ανασκουμπώθηκε από τη θέση του και έσυρε ένα ζευγάρι κουρασμένα πόδια ως την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε το ντουλαπάκι. Όλα έμοιαζαν ίδια, όπως τα είχε αφήσει πριν είκοσι χρόνια. Τότε δεν ήταν η ώρα, τώρα όμως το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Αργά, σχεδόν τελετουργικά, έβγαλε την ασφάλεια. Περίμενε για λίγο, όπως οι θανατοποινίτες τη χάρη από κάποιον ευαίσθητο δικαστή ή γερουσιαστή. Δεν ήρθε ποτέ. Μια λάμψη διαπέρασε εξαγνιστικά το δώμα. Κι ύστερα, σιωπή…
Τον ξύπνησαν οι φωνές της κόρης του. Αναθεματισμένα έφηβα παιδιά, πηγές κακών και μόνο. Μωρά είναι καλά, έχουν γούστο, γλυκούτσικα, τρελούτσικα, ομορφούτσικα, αρκεί φυσικά να τα φροντίζει άλλος. Αυτός ο άλλος στην περίπτωσή του, ήταν η Γυναίκα. Καλή κυρία, κάποτε γούσταρε να της κάνει και σεξ. Όχι πια. Θυμόνταν κάτι απίστευτα σκηνικά: Γυμνοί να τρέχουν σε κάποια αμμουδιά, με παρέα ένα χολιγουντιανών προδιαγραφών ηλιοβασίλεμα. Αυτός ερεθισμένος, σκέφτονταν πως να την ξαπλώσει στην νοτισμένη γη και να ηρεμήσει επιτέλους αυτή τη βασανιστική κάψα που του κατέτρωγε τα σωθικά. Αυτή… Ποιος ξέρει τι σκέφτονταν αυτή; Το τέλος πάντοτε το έγραφε εκείνος. Όπως τότε που την πήρε με μανία στο κελάρι, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κι ενώ πάνω τους περίμενε ένας συρφετός που πρόσμενε όλο χαρά την επισημοποίηση των όρκων, το πρώτο βήμα για την… αγάπη. Ένιωσε ντροπή που ξέθαψε αυτού του είδους τις μνήμες. Η αγάπη φέρνει ντροπή. Ή μήπως είναι η ντροπή αυτή που προσελκύει την αγάπη; Μα τότε η αγάπη είναι το άδειο σακί στο οποίο χώνουμε συναισθήματα, πράξεις και ιδέες του παλιού μας εαυτού, με μόνο σκοπό τη βιωσιμότητα του τωρινού, που δεν αντέχει άλλο το βάρος δύο ανθρώπων… Δεν είναι εύκολος ο αποχωρισμός. Μήπως γι’ αυτό τον βαφτίσαμε αγάπη;
Δεν τον ένοιαζε. Αγάπη, έρωτας, πνεύμα, έννοιες υπερβατικές. Δεν ήθελε να βαδίσει άλλο σε αυτό το μονοπάτι. Βγήκε από το λήθαργο και είδε μπρος του να στέκει ένα παράξενο πλάσμα. Μιλούσε ακατάληπτα ενώ οι φράσεις του διακόπτονταν κάπου-κάπου από βογγητά αγανάκτησης. Ήταν διψασμένο, ήθελε από εκείνον νερό, όχι, αίμα ήθελε. Έμοιαζε απειλητικό αυτό το πλάσμα, έψαχνε για διέξοδο, δεν το χωρούσε το μικρό δωματιάκι. Δεν είχε εναλλακτική να του προτείνει. Έπρεπε να τη βρει μόνο του το πλάσμα. Το έδιωξε από κοντά του. Έμεινε ξανά μόνος. Σύρθηκε ως το μπάνιο με το μικρό παραθυράκι. Ένα μικρό παράθυρο στον κόσμο, είναι καλύτερο απ’ το τίποτα. Όχι, δεν τον ενθουσίαζε αυτή η προοπτική. Μάλλον τον αποθάρρυνε περισσότερο. Στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη στο παραθυράκι και έβγαλε απ’ την τσέπη του το σακουλάκι με την υγρή μαγειρική μελάσσα. Με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις προσάρμοσε σε αυτό τη σύριγγα που είχε φέρει μαζί του για την περίσταση. Πήγε και στάθηκε εμπρός από τον καθρέπτη. Από εκεί, μπορούσε να παρατηρεί καλύτερα τις κινήσεις του. Σαν σε όνειρο, είδε έναν άντρα που του έμοιαζε, να ψάχνει για κάτι. Το βρήκε, και συνέχισε με την ίδια σβελτάδα, πηγαίνοντας στο επόμενο βήμα. Έμεινε για λίγο στάσιμος, κοιτώντας τον άλλο του εαυτό. Φαινόνταν να του χαμογελάει “Τι διάολο”, είπε και του χαμογέλασε και εκείνος. Η επακόλουθη νύχτα, που τόσες φορές είχε δει στα όνειρά του, πλησίαζε. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμη… Το χτύπημα ήρθε, ολέθριο, μεθοδικό, αλάνθαστο, και τότε ο χρόνος, όσον αφορούσε τον άντρα στον καθρέπτη, είχε φτάσει σε ένα ορισμένο τέλος…
Όχι, δεν θα το άφηνε να τελειώσει. Όσο σκέφτονταν ξανά, ένα-ένα τα βήματα που τους έφεραν ως εδώ, τόσο περισσότερο θύμωνε με τον εαυτό του. Δεν το χειρίστηκε σωστά. Έκανε λάθη, λάθη στρατηγικής σημασίας. Το κεφάλι του ήταν καζάνι, έτοιμο να εκραγεί. Προσπάθησε για λίγο, μάταια, να σβήσει την εικόνα που είχε αντικρίσει προ ολίγου. Αυτή δεν έφευγε, πολεμούσε να παραμείνει στο προσκήνιο, όπως ένας αρρωστημένος ξενιστής σε κάποιο άμοιρο σώμα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και έκατσε πάνω σε ένα ξεφλουδισμένο από την υγρασία παγκάκι. Είχε φτάσει στο πάρκο. Έπρεπε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά. Τα μάτια του δεν μπορεί να τον γέλασαν, δεν μπορεί να του έδειξαν το τέλος του κόσμου του, παραπλανημένα από κάποιο ανίερο όραμα. Αυτά συμβαίνουν μόνο στην τηλεόραση. Κατά συνέπεια, η εικόνα ήταν αληθινή. Εκείνη, φορώντας ένα απλό τζιν και μία άσπρη μπλούζα, χαριτωμένη μες στην αφέλεια της ηλικίας της. Πόσο γρήγορα έμελλε να χαράξουν οι έννοιες αυτό το γλυκό, αμόλυντο προσωπάκι; Εκείνος βέβαια δεν το ήξερε αυτό, δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Όχι ακόμη τουλάχιστον.
Ετοιμάζονταν να πάει κοντά της, να την χαιρετήσει, να της πει για μια ακόμη φορά εκείνα τα αμήχανα λόγια που μοιάζουν με σιωπηλή προσμονή, όταν ξάφνου… Τον είδε. Καθισμένος δίπλα της, ένα κτήνος που επιβουλεύονταν κάτι δικό του. Ο χρόνος σταμάτησε, η καρδιά του ράγισε, το κορμί του μούδιασε. Οι λέξεις δεν μπορούσαν να περιγράψουν τον πόνο του.
Καθισμένος στο παγκάκι, συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό. Τα μάτια του όμως ήταν απλανή, γυάλινα. Σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το ύψωμα. Κάποτε έφτασε. Ξάπλωσε στο χώμα σε εμβρυϊκή στάση, προστατεύοντας το σώμα με τα αδύναμα άκρα του. Ένας μόνος άνθρωπος, σε έναν έρημο κόσμο.
Εφτακόσια μέτρα πιο κάτω οι πέτρες «άχνιζαν», χτυπημένες από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Άφησε τα δάκρυα του να τρέξουν, δεν βοήθησε όμως και πολύ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να βοηθήσει. Με έναν αναστεναγμό σηκώθηκε και προχώρησε προς την άκρη του υψώματος. Το μεσημέρι έδινε σιγά-σιγά τη θέση του σε ένα γλυκό, φθινοπωρινό απόγευμα. Εκείνος όμως, δεν ήταν εκεί για να το δει…
Ξεκίνησα με σκοπό να γράψω ένα κείμενο με θέμα την ήττα της εθνικής από τη Ρωσία και την υποκριτική -κατά τη γνώμη μου στάση- όσων πήραν θέση. Ξέφυγε όμως. Ξέφυγε πολύ.
Άκου, επιτέλους, ανθρωπάκο…
Γεια σου ανθρωπάκο. Που σε βρίσκω; Πως περνάς, παρέα με τη μοναξιά σου; Η χαραυγή της εποχής σου έχει παρέλθει προ πολλού, το λυκόφως της όμως δεν το βλέπω στον ορίζοντα. Γιατί ανθρωπάκο; Γιατί πορεύεσαι ακόμη σε αδιέξοδα μονοπάτια; Η σιωπή σου είναι ανούσια, τα λόγια σου το ίδιο. Είχα ελπίδα για σένα ανθρωπάκο. Σε φοβάμαι ακόμη, σε σέβομαι το ίδιο, αλλά εσύ συνεχίζεις να εναποθέτεις τις ελπίδες σου σε λάθος χέρια. Το σκοτάδι έπεσε ανθρωπάκο, πιο βαθύ, πιο ερεβώδες από ποτέ. Κοίτα ψηλά να δεις τον έναστρο ουρανό ανθρωπάκο. Τώρα τα άστρα φαντάζουν πιο λαμπερά.
Σε βλέπω ανθρωπάκο. Σε βλέπω μόνο σου μπροστά από μια κρύα οθόνη να βαυκαλίζεσαι και να καγχάζεις για τις ανύπαρκτες γνωριμίες σου, ένα κουφάρι, άδειο από ζωή. Στο δρόμο που περπατάς ανθρωπάκο, κάπου έχασες τον εαυτό σου. Δεν είναι αργά. Δεν υπάρχουν μονόδρομοι για σένα, μόνο σταυροδρόμια. Σταυροδρόμια παντού. Ευχή και κατάρα μαζί, ανθρωπάκο.
Παρακολουθώ τις εξελίξεις ανθρωπάκο, αν και σου μιλάω από μια άλλη εποχή. Είδα τα ηθικά σου διλλήματα, ντυμένα με τον μανδύα του ενδιαφέροντος για το ευ αγωνίζεσθαι, και όχι μόνο. Με θλίβεις ανθρωπάκο. Αλήθεια, αναζητείς ηθική, σε μια ανήθικη κοινωνία; Επιμερίζεις το Όλο, ξεχνώντας πως κάθε του πτυχή έχει μπολιαστεί με το σαράκι που το κατατρώει. Ηθικολογείς και λαϊκίζεις ανθρωπάκο, κάθε σου λέξη όμως σε σπρώχνει μακρύτερα από τη λύση του προβλήματος.
Δεν φταις μόνο εσύ όμως ανθρωπάκο. Φταίει και το ηρεμιστικό που σου δίνουν. Είναι εκείνο το ηρεμιστικό που χορηγούν στους ετοιμοθάνατους, για να μην τους ενοχλεί και τόσο το γεγονός πως πεθαίνουν. Εσύ όμως δεν είσαι ετοιμοθάνατος ανθρωπάκο. Δεν το χρειάζεσαι το ηρεμιστικό. Οφείλεις να ανοίξεις την πόρτα, και να αντικρίσεις τον ήλιο, που έχεις ξεχάσει πια τι χρώμα έχει.
Στα στέρησαν όλα, δεν έχουν όμως το δικαίωμα να το κάνουν ανθρωπάκο. Και εσύ έπρεπε να το ξέρεις. Ένα πράγμα όμως δεν μπορεί κανείς να σου στερήσει. Το μέλλον. Αποχωρίσου τα κομμάτια του παλιού σου εαυτού, χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία που απέκτησες στο παρελθόν, και φτιάξε την καινούρια σου εικόνα, αυτή που στον καθρέπτη του μέλλοντος θα τολμάς να αντικρίσεις χωρίς ντροπή. Γιατί τώρα νιώθεις ντροπή ανθρωπάκο και εγώ το ξέρω.
Και θα σου πω κι αυτό ανθρωπάκο. Δεν υπάρχει αετός στην Ιστορία. Υπάρχουν όμως κοτόπουλα. Και όσο αυτά συνεχίζουν να πετούν πέτρες στον καλύτερό τους εαυτό, τόσο θα απομακρύνονται από την πραγμάτωση της αποστολής τους, παραμένοντας στο βούρκο. Εκεί που είσαι εσύ ανθρωπάκο.
Φαντάσου μια νύχτα του Μαΐου ανθρωπάκο. Εκείνη την εποχή που η άνοιξη αγγίζει τα όρια του καλοκαιριού. Αυτή είναι η κατάλληλη εποχή για όνειρα. Όνειρα, στα οποία η λέξη ανθρωπάκος, απλώς δεν θα υπάρχει…
Ενα δάκρυ κύλησε απο το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του και πότισε τη νοτισμένη γη.Ένας κεραυνός φώτισε τα χαρακτηριστικά του… Πίκρα,δυστυχία και πόνος, ένας αλλόκοτος καμβάς, η φάτσα ενός τρελού να πως έμοιαζε. Ένας μισοτελειωμένος πίνακας του Ιερώνυμου Μπος στην πιο γκροτέσκα έμπνευση του. Η θάλασσα, δίπλα στην οποία καθόταν αυτό το κουρέλι που κάποτε έμοιαζε με ανθρώπινη ύπαρξη φούσκωσε ξαφνικά. Η καταιγίδα ερχόταν και έφερνε μαζί της το τέλος… Όλη η φύση συνομωτούσε και του υπενθύμιζε την μεγάλη του ήττα. Μια ελεγεία της καταστροφής που του γελούσε χαιρέκακα… Τα δάκρυα του -που δε μπορούσε πια να συγκρατήσει- ξεχύθηκαν σαν ορμητικός χείμαρος παρασέρνοντας και τα τελευταία ψήγματα της αξιοπρέπειας του. Η βροχη ήρθε. Τα δάκρυά του ενώθηκαν μαζί της και τώρα πια έμοιαζαν με θάλασσα, μια καυτή εξαγνιστική θάλασσα. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και γέλασε δυνατα. Κατάλαβε επιτέλους… Άλλος ένας κεραυνός… Ένα κορμί που δε μπορούσε πια να συγκρατήσει το βάρος του ξάπλωσε πάνω στο χωμάτινο χαλί, εκεί απο όπου έχουμε όλοι προέλθει… Ένα κολιμπρί πέταξε για τη δύση… Και ύστερα σιωπή.
Ανάλυση του επερχόμενου ντέρμπυ
«Ο Νίκος ο Νιόπλιας θα φύγει. Μετά την πρώτη παραίτηση του φάνηκε πόσο αδύναμος είναι. Δεν κάνει για τον Παναθηναϊκό, ποτέ δεν έκανε», είπα με στόμφο, λες και ανέλυα σε κάποιο άμπαλο συμφοιτητή μου την θεωρία των χορδών, και ακολούθως γέμισα ακόμη μια φορά το ποτήρι μου με ουίσκι.
«Μην είσαι απόλυτος», ήρθε η απάντηση απ’ τον Μπάτμαν. «Ξέρεις πόσες φορές βρέθηκα στο έλεος του Τζόκερ, και ενώ όλα φαίνονταν χαμένα, την γλίτωσα; Ο Νιόπλιας αν πάρει το ντέρμπυ με τον Ολυμπιακό θα εξασφαλίσει και πίστωση χρόνου. Το σκέφτηκες αυτό το ενδεχόμενο; Είναι υπαρκτό…».
«Ποτέ μη λες ποτέ», ξεκαθάρισε ο Ντ’ Αρτανιάν. «Σε μια μονομαχία όλα είναι πιθανά. Εξαρτάται από την ικανότητά σου στην ξιφομαχία, από την εξυπνάδα αλλά και από την κατάσταση του αντιπάλου. Εγώ έχω μονομαχήσει πάμπολλες φορές και ξέρω. Αν ο Νιόπλιας στήσει την ομάδα όπως πρέπει και μπλοκάρει τα ατού του Ολυμπιακού, τότε μπορεί να πάρει το ματς και να γίνει ο πρώτος μάγκας. Είναι καθαρά θέμα τακτικής».
«Πιείτε κρασί και διασκεδάστε. Όλα τα’ άλλα δεν έχουν σημασία», πετάχτηκε σαν πορδή ο Διόνυσος.
«Άντε πάγαινε ρε παγανιστή», ήταν η προτροπή του Λούκι Λουκ. «Ο Νιόπλιας θα κάνει αυτό που πρέπει. Θα πυροβολήσει πιο γρήγορα και απ’ τη σκιά του και θα πιάσει κότσο τον Βαλβέρδε. Εγώ μεγάλωσα στην Κοζάνη και τον ξέρω τον Νιόπλια. Είναι μαχητής και καταφερτζής. Μπορεί να αντέξει στα δύσκολα».
«Κάτσε ρε Λούκι εσύ δεν μεσουράνησες στην Άγρια Δυση;», ρώτησε με γνήσια απορία στα μάτια ο Ναπολέων.
«Άσε μας ρε «Λεό» που θες και εξηγήσεις. Μήπως να σου θυμίσω το Βατερλώ; Εγώ στην Κοζάνη γεννήθηκα εκεί θε να πεθάνω».
Το κλίμα στο πάρτι βάρυνε. Ο Λούκι προσπαθούσε να κόψει το τσιγάρο αλλά το ματσάκι από μάραθο στο στόμα δεν βοηθούσε. Δεν ήταν το κατάλληλο υποκατάστατο και αυτό φαίνονταν στη συμπεριφορά του. Η αποχή τον είχε οδηγήσει στο να βαρέσει μπιέλα.
«Πάντως αν θέλετε τη γνώμη μου μία είναι η λύση», είπε ο Κόμης Δράκουλας και άφησε διακριτικά στο τραπεζάκι το ποτήρι του με το βαθυκόκκινο υγρό. «Να παίξει η Πανάθα με σύστημα Ευρώπης. Να φορτώσει το κέντρο, όπως με την ΑΕΚ, να βγάλει απ’ την ενδεκάδα τον Γκαρσία και να περιμένει να χτυπήσει στην κόντρα. Αν δεν είναι τόσο άτυχος ώστε να το φάει ξανά στα πρώτα λεπτά, μπορεί να ισορροπήσει το ματς και να κάνει τη ζημιά σε κάποια αντεπίθεση. Δεν θα ήταν κακό μάλιστα να παίξει με λίμπερο πίσω. Χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιος να διορθώνει τις βλακείες των Σαριέγκι-Μπουμσόνγκ».
Όλοι κοίταξαν με θαυμασμό τον Κόμη, εκτός απ’ τον Μαθουσάλα. «Σιγά μην παίξει με λίμπερο ρε τιτίκα. Θα έπρεπε να γνωρίζεις πως οι μοντέρνοι προπονητές έχουν βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον λίμπερο. Που ζεις, στη Ρουμανία του 15ου αιώνα; Αφού δεν το κατέχεις το άθλημα, γιατί δεν το γυρνάς στο μπάντμιντον»;
Τα πράγματα θα μπορούσαν να ξεφύγουν εύκολα μετά από αυτές τις δηλώσεις. Όλοι περίμεναν το έναυσμα για τη μάχη. Υπήρχε επιφυλακή και σιωπηλή προετοιμασία στην αίθουσα ώσπου… ο Μπάτμαν έκανε την μεγάλη κίνηση και αποχώρησε. Ευτυχώς, το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι και έπειτα από μερικά λεπτά η σάλα άδειασε.
Κάθε πάρτι που σέβεται τον εαυτό του, καταλήγει να είναι δυο άνδρες και ένα μπουκάλι ουίσκι. Έτσι και τώρα.
«Μην κλέβεις τις ατάκες μου», ψιθύρισε από δίπλα ο Τζον Κόνστανταϊν και άναψε ακόμη ένα τσιγάρο. Μείναμε σιωπηλοί για λίγο, πίνοντας και καπνίζοντας. Εγώ έπινα δηλαδή και ο Τζον κάπνιζε. Ασύστολα…
«Τελικά τι θα γίνει στο ντέρμπυ Τζον. Πες μου τη γνώμη σου, δεν μίλησες καθόλου απόψε».
«Ο Νίκος Νιόπλιας έχει φύγει. Έχει τελειώσει απ’ τον Παναθηναϊκό. Είναι παρελθόν», είπε.
«Μα δεν απολύθηκε ρε Τζον. Αυτός θα κοουτσάρει την ομάδα με τον ΟΣΦΠ. Ξέρεις κάτι παραπάνω και δεν το λες»;
«Ο Νιόπλιας έχει φύγει», επέμεινε ο Τζον και άναψε ακόμη ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου…