“ΤΟ ΣΟΥΤ…….” και όλα πάγωσαν εκεί. Τη στιγμή που η μπάλα άφηνε το παπούτσι του ταλαντούχου φόργουορντ, τη στιγμή που οι έκπληκτοι αμυντικοί κοιτούσαν τη μπάλα ευχόμενοι την όποια πορεία της πέραν κάποιου περιστεριώνα, τη στιγμή που ο τερματοφύλακας ετοιμαζόταν να εκτιναχτεί στην γωνία του τέρματος, για να αποσοβήσει το υποθετικά ενδεχόμενο “μοιραίο”.
Τη στιγμή που όλο το γήπεδο κοίταζε, τη στιγμή που δεν ήθελε να κοιτάζει ο παιδικός του φίλος για την περίπτωση που η μπάλα γινόταν ένα με το πλεχτό, τη στιγμή που κοίταζε και αυτός, κρατώντας στο ένα χέρι τη μπύρα, στην άλλη τον διπλό πιτόγυρο χωρίς κρεμμύδι, με πάπρικα και κίτρινη σος. Α και με λίγες πατάτες.
Ξύπνησε όπως κάθε πρωί, έπλυνε το πρόσωπό του, ντύθηκε, και τράβηξε για δουλειά. Ο νούς του όμως ήταν το βράδυ. “Έχει ματσάρα” έλεγαν όλοι. “Τελικός Τσου Λου”. Έτσι έλεγε και αυτός. Η ώρα πέρασε αργά, τελικά σχόλασε και τράβηξε γρήγορα για το σπίτι. Σκέφτηκε όμως, “Μπάλα μόνος; Χαβαλές γιόκ;”. Το τηλέφωνο λες και βγήκε μόνο του από την τσέπη, ο αριθμός ήταν ήδη στην οθόνη. “Έλα ρε φίλε! Έχει ματσάρα το βράδυ; Ψήνεσαι; Ξέρεις το δρόμο για το σπίτι!!”. Απλά. Κι ας ήταν ο ένας με αυτούς με τα κίτρινα, και ο άλλος με αυτούς με τα κόκκινα. Φιλαράκια ήταν από παιδιά, τι τους ένοιαζε αυτό…
Ο ήρωάς μας γύρισε στο σπίτι, ετοιμάστηκε, και περίμενε το φιλαράκο του για το ματς. Το παλικάρι ήταν εκεί στις 9:00, άγγλος στην ώρα του για το “γερμανικό εμφύλιο”. Παράγγειλαν φαι, άφησαν και πουρμπουάρ στο ντιλίβερι που θα έχανε το ματς για παρηγοριά, έβγαλαν τις μπύρες και τις πορτοκαλάδες από το ψυγείο και κάθησαν. Το πρώτο σφύριγμα ανέβασε την ένταση. Οι πρώτες πάσες την αδρεναλίνη. Μέχρι που τελείως ξαφνικά και απρόσμενα, σε στιγμή που δεν περίμενε κανένας, ο σπίκερ εκστόμισε “ΤΟ ΣΟΥΤ…….” ….και όλα πάγωσαν εκεί.