Είδα ένα βιντεάκι στο youtube, με αυτό το κοκκάλινο, ξεπετσιασμένο αητόπουλο με το ξεκατινιασμένο λυγερό και βαθουλωτό κορμί και την αμμουδιέρα στα πόδια για να μην σπινάρει από την επιτάχυνση, αυτός ο απαυτούλης, το κουβανέζικο κούβγιαλο με τις ληγμένες μπαταρίες, αυτό το απάνθισμα της σχολής των αυτοδυτών με την χρυσή ψαροκασέλα που του έκανε δώρο ο Βαγγέλαρος, αυτός ο ψαρόφιλος με την σαλιγκαροπροσρρόφηση στα χείλια που τον ασπάζονταν τα δίχτυα όταν φύσαγε βορινός άνεμος , τον είδα να ψαρεύει κοκοβιούς μες στην τρελή χαρά. Εκεί στην Ταγκανίκα ήταν ο άτιμος την ώρα που τον εχάζευα αυτόν τον νεροκουβαλητή του Χάρου να παίρνει φόρα και να πετά το καλαμί του, αυτός ο ακατονόμαστος ο Κοστάντζο. Και τότε θυμήθηκα αυτόν το βυσματούχο με τις καμένες τσιμούχες και το καβουρδιστίρι στον εγκέφαλο, τον κουφοτσόγκα τον ψευτοπαπατζή, που για το μόνο που κάνει είναι να του πετάς κουρκουμπίνια στην άτριχη καυκάλα του, αυτό το ματριξόπουλο τον Τσάκα με το βύσμα του Μάτριξ στο κεφάλι …. (Μια ανατομική λεπτομέρεια. Τι είναι το βύσμα του Μάτριξ: Πρόκειται για προεξοχή που έχουν ορισμένοι άνθρωποι (π.χ Τσάκας) στο πίσω μέρος του κεφαλιού, εκεί που τελειώνει το κρανίο και αρχίζει ο σβέρκος. Αυτό τους προσδίδει μια αύρα ματριξιάς, καθώς οι ήρωες του Μάτριξ έφεραν βύσμα στο ίδιο σημείο.).
Aν ήμουν νταλικιέρης θα είχα πίσω μου να “χαδεύω” τις κρύες νύχτες την γκουνιότα την Έλενα Πούτση με χτυπημένο τατού με ξεθωριασμένα μελάνια στις φιλτρομπαζούκες της, την φωτογραφία αυτού του Φιδέμπορα, αυτου του σακαφλιά, αυτού του σανιδόκωλου, αυτηνης της σαπουνομαζώχτρας σε Αντρικές φυλακές Ισοβιτών, αυτού του ακατονόμαστου του Κοστάντζο.
Ρε μπόκολη Βαλβερδάκο τι θα γίνει ρε με αυτόν ρε τον Κοστάντζο; Τι θα γίνει ρε με αυτόν τον τσουτσουνοβιόλη που ήταν τσοφλέμπορας ο πατέρας του ρε; αυτή την ψηφιδωτή κλ@νιά, τον ξυλαύτη τον Θαντερκατ με τα ξυλοπόδαρα, αυτόν τον σεντονά τον γεροντόφιλο ρε, αυτή την ξύστρα ιωδίου, αυτήν την παπαρέτα την μαγκούστα του Αμαζονίου ρε, αυτό το ντοκυμαντέρ της Αγκόλας, αυτόν που έχει το σημείο G στις πατούσες ρε, που αν είχα την φάτσα του για κώλο θα ντρεπόμουνα να χ@σω ρε. Μόνο σε φιλικό στη Σπιναλόγκα ρεεε.. Ρε μου χετε βγάλει τα συκώτια ρε. Να ρε, να να να, στα goodys μου ρε, να να να να, στα βυζαντινά μου σας γράφω πια ρε βαλβερδάκο και κοσταντζάκο, σας γράφω και χωράτε εκεί που δεν πιάνει μελάνι και όχι επειδή έχω πλατυποδία στα φρύδια μου αλλά επειδή κάνω μικρά γράμματα ρε, γι’ αυτο χωράτε όλοι σας. ΤΕΛΟΣ, δεν ξανασχολουμαι μαζί σας.
Ρε τι θα γινει ρε Βαλβερδάκι, κάθε μέρα θα διαβάζουμε ότι επειδή είσαι αγάπούλης με αυτό το ξυπόλυτο σκάλπ, αυτόν τον αγκαούγκα που δεν μπορεί να περπατήσει επειδή τον τραβάνε τα καλαμπαλίκια πίσω, αυτήν την ξαραχνιάστρα, τον επαγγελματία ξύστη, αυτό το ξύλινο παλτό που μόνο για γαργάρες με ξυλόπροκες κάνει, αυτό το παιδί του τρύπιου σωλήνα, αυτόν τον μαλακουάρδο, με το μαλλί λασπωτήρα, αυτο το μαντιναδέρι, αυτόν τον ξυλόγλυπτο, αυτόν που έχει ματώσει το πετσάκι του, αυτόν τον λούλη, αυτή τη σαύρα Κωπαίδας ρεε, αυτή τη σαμπανιοκαβαλάρισσα, αυτή τη φωτοτυπία ταφόπλακας τον Κοστάντζο πότε ρε θα τον εστείλης για να βάφει κουρτίνες; πες ρε βαλβερδάκο, πότε;
Θέλω να ξεσπάσω κάπου. Δεν αντέχω… Κάθομαι και κλαίω συνέχεια αγκαλιά με μια ξεχασμένη κούτα Μεταξά κλεμμένη από το κελάρι του πάππου μου και μια φωτογραφία με ένα «αεροπλανικό» του…. Πίνω συνέχεια… Πίνω για πάρτη του. Δεν γίνεται να τον διαγράψω από το μυαλό μου… Όσο και να προσπαθεί αυτός ο τεχνικούλης να μας χωρίσει. Ενώ το προηγούμενο Σαββατοκύριακο που πέρασε, τότε με τον ΌΦΗ, μου έδωσε κουράγιο, τρελή χαρά και με ανυπομονησία περίμενα να σας γράψω, ήρθαν αυτές… Ήρθαν αυτές οι αναθεματισμένες, άπονες και άκαρδες μέρες Τρίτη και Σάββατο για να μου πάρουν από τα σωθικά μου, αυτό που ένοιωθα γι’ αυτόν… Ό,τι είχε απομείνει…. Ήρθαν αυτές οι μέρες για να καταλάβω πως κάτι μέσα μου δεν πάει καλά. Δεν μπορώ, δεν υπάρχω τελικά, δεν αντέχω λεπτό μακριά σου, σε σκέφτομαι συνέχεια, σπαράζει με λυγμούς η καρδιά μου και μόνο στη σκέψη ότι ήρθε το τέλος… Δεν αντέχω το ότι δεν θα σε ξαναδώ εκεί που ήσουν απ’ τα γεννοφάσκια σου. Εκεί που γινόσουν ένα με το γρασιδι. Εκεί που σε αντίκρυζα και κύλαγαν ποτάμι τα δάκρυα χαράς όταν έκανες έρωτα με το φρεσκοποτισμένο γρασίδι του γηπέδου Καραισκάκη. Δεν μπορώ να διαγράψω από το μυαλό μου αυτήν την απίστευτη εικόνα, εκεί κάτω από τα μεταλλικά κούφια, σιδερένια και βαμμένα γκολπόστ…. Δεν γίνεται. Δεν μπορώ να χωνέψω ότι αυτός, αυτός ο άξεστος νεαρός, με την πουγούνα σαν τραπεζαρία, σε έκλεψε από μένα, σε πήρε με τη βία από την καρδία μου, με συνένοχο αυτόν τον τσιγκολελέτη, αυτόν που τα ξύνει με γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά, αυτόν τον γιδόφιλο τον Βαλβερδάκο. Όχι, δεν γίνεται αυτός ο Μπάλας Μέγκιερι να το κάνει σε μένα. Δεν γίνεται να ξεσηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και να ζητάνε σούπα, δεν γίνεται…. ΩΩΩ πολυαγαπημένε μου Φράνκο ……ΑΛΛΑ…. αν ήμουν ο Αλ Σαούντ θα έστελνα τον αυτόν τον σουβλακοτυλιχτή με την σφηνωμένη τυρόπιτα στον εγκέφαλο, αυτό το Γαλλικό σίγμα, αυτό το γκουμούτσι, αυτό το γκατζολόπτερο, αυτό το τραχανοπλαγιερό τον κακαδέμπορα τον Τσάκα να πουλάει χιόνι στους Εσκιμώους και άμμο στους Άραβες ΚΑΙ θα αγόραζα τον Ολυμπιακό. Θα έπαιρνα για προσωπικό γυμναστή του Φράνκο μου, αυτόν το γαλατά με το μπλέ καρούμπαλο από την Ντουβλοταινία που μας μοίραζαν στο κατηχητικό, αυτόν τον σκύφτη με το κρεατομάτσουκο, τον Ζαφείρη, μαζί με αυτήν την μπουρέκλα την τσουτσουνοπαίρνοβα, την φραπεδιόλα με το ξεχασμένο σπασμένο ανοιχτό φινιστρίνι και τις χαλασμένες γαλακτοτουρμπίνες, αυτήν που έχει κάνει λεύκανση χελιδονοφωλιάς, αυτό το κ@υλοράπανο την Ντούβλη για να μάθουν επιτέλους πώς καπνίζονται τα πούρα, σε αυτόν τον Κολυμβητή, σε αυτήν την αλεπού θαλάσσης, σε αυτόν τον βουτηχτή, σε αυτό το χέλι του γρασιδιού, σε αυτόν τον άρχοντα των θαλασσών που τον ξέρουν και οι τσιπούρες, σε αυτόν τον θυμαράκια, σε αυτόν τον ιπτάμενο δίσκο, σε αυτόν τον κουνιοτράμπαλο, σε αυτόν τον κοντοτσούτσουνο τον κλαρινογαμπρό, σε αυτό το δαγκανοφόρο το επταμηνίτικο, αυτόν τον κρυπτόφαλλο με την χαλασμένη την τσαπού σε αυτόν τον ακατονόμαστο τον Κοστάντζο…
ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΜΟΥ
Καλές γιορτές να έχουμε, αλλά θα πάω να πάρω την πέτσινη ξαραχνιάστρα που βάραγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου τα χαλιά για να τα ξεσκονίσει (και ενίοτε και τον παππού μου) και θα αρχίσω να βαράω και εγώ αυτόν τον Βαβουροπατάτα με το ντεκαφεινέ αφραπάζ στο χέρι και το καλαμάκι με την τρύπα στο στρουφιχτό, απ’ όπου πιτσιλάει τα μοσχοπλυμένα με γκαζολίν μπλουζάκια του, αυτόν τον ανεμιστήρα με την κόμμωση ξυλοκόπου που μόνο για ξυστό κάνει η μάπα του, αυτήν την πρωϊνατζού του Οακα, αυτήν την τριφασική μπαλαντέζα του 1.5 μέτρου με τις καμένες ασφάλειες, αυτόν τον φιόγκο τον σωληνοκάγκουρα, αυτόν τον λεκανατζή σε τουαλέτες προαστιακού, αυτήν την γκαζοζού την τζιβιτζιλού, αυτόν τον μπαλοφουσφούση τον βιγκολεβίγκο με την τσαρδόφατσα και την πλατυποδία στα χείλη, τον Τσάκα… Αι μωρή βλαχοντάνα, μας έχεις ζαλίσει τα βλαχοδουκάτα μας εσύ και οι πρίγκιπες σου. Αι από δω πέρα να χαθείτε ρε όλοι σας… Δεν αντέχω άλλο, βλέπω μακαρίτες στον ύπνο μου…. Τσάκα σου εύχομαι να σε ματιάσει ο Ανέστης Βλάχος με το πορσελάνινο μάτι… ΤΕΛΟΣ.