Συνήθως, όταν συζητούμε για το κατά πόσον μας αρέσουν οι πορνοταινίες, τείνουμε να ξεχνούμε τις εξειδικεύσεις. Σε απλά Ελληνικά, η κοινή ερώτηση είναι: «Σου αρέσουν οι τσόντες;». Το ερώτημα είναι ουσιωδώς και ορθολογικώς λάθος. Εφόσον μιλάμε για άνδρες, με τη στενή έννοια του όρου, το θέμα δεν πρέπει να είναι εάν μας αρέσουν ή όχι, αλλά το ΤΙ μας αρέσει να βλέπουμε. Και εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: στις εν λόγω ταινίες οι επιλογές είναι αναρίθμητες. Δηλαδή, ΚΑΙ οι πορνοστάρ έχουν διαφορετικό βαθμό ομορφιάς, σεξουαλικότητας ή δυνατοτήτων, αλλά ΚΑΙ οι πράξεις των πορνοστάρ διαφέρουν ποικιλοτρόπως. Κάποιες έχουν κλίση προς αρτιστίκ και ρομαντικές ταινίες (βλέπε Jenna Jameson ή Stormy Daniels), άλλες εκστασιάζονται με το DT (Angelina Valentine ή Diana Prince), άλλες προτιμούν το DP (Tory Lane ή Katja Kassin), ενώ άλλες ρέπουν προς τον πλήρη εξευτελισμό (Audrey Hollander ή Julie Knight). Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατο να περιοριστούν οι επιλογές, δεδομένου του αριθμού των ηθοποιών που μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Τώρα, πως ακριβώς επιλέγουμε ΤΙ θα δούμε, όταν δούμε; Εδώ, θαρρώ, υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανδρών: 1. Υπάρχουν αυτοί που απλώς μπαίνουν σε μία ιστοσελίδα, χωρίς να ενδιαφέρονται ΤΙ θα δουν, αρκεί να το δουν 2. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν συγκεκριμένη ηθοποιό (μικρό ποσοστό ψαγμένων), 3. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν niche (η μεγάλη πλειοψηφία που ενδιαφέρεται για άμεση «χαλάρωση»), 4. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν ένα συνδυασμό του 2 και 3 (επίσης ψαγμένοι, αλλά και αυτοί που δυσκολεύονται περισσότερο να ικανοποιηθούν) και 5. Υπάρχουν και αυτοί που ψάχνουν για σκηνές βασισμένοι στον άνδρα παρτενέρ (ακόμα πιο κλειστή κατηγορία). Αυτό που καθορίζει, όμως, την τελική επιλογή μας δεν είναι ΚΑΜΙΑ από τις ανωτέρω κατηγορίες. Αντιθέτως, αυτές όλες υπόκεινται στην έλλειψη ή μη διαθέσιμου χρόνου. Άρα, ενώ κάποιος θα ΗΘΕΛΕ να επιλέξει την 3, ελλείψει χρόνου, πάει αυτομάτως στην 1. Συμπέρασμα: Σε αντίθεση με τις περισσότερες πράξεις μας στη διάρκεια της ζωής μας, όπου ο χρόνος θεωρείται -νοητά- ως non-issue, στη θέαση τσοντών, αυτό δεν ισχύει. Άρα, βροντήξτε όσο μπορείτε παίδες.
Κατά καιρούς ο ανθρώπινος νους παθαίνει εκλάμψεις. Ανάμεσα στα επουσιώδη, με τα οποία συνήθως στοχάζεται, παρεισφρύουν, ενίοτε, και κάποιες σοβαρές σκέψεις, ικανές να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα, υποχρεώνοντάς μας να βλέπουμε τα ζητήματα κατάματα. Ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη στον υποφαινόμενο. Ενώ καθόμουν και έβλεπα μπάσκετ στο Ίντερνετ (επουσιώδες γεγονός), παρατήρησα πως στο NBA, οι περισσότεροι παίκτες είναι μελαμψοί, ενώ ελάχιστοι λευκοί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα, αποκαλούμενα, «κυριλέ» επαγγέλματα.
Εκείνη τη στιγμή, πέρασε φευγαλέα μία περίεργη σκέψη από το νου μου: πως νιώθει ένας μελαμψός μπασκετμπολίστας όταν βλέπει ένα λευκό; Σκέφτεται την ιστορία των φυλετικών διακρίσεων; Νιώθει μία απέχθεια ή έχθρα; Νιώθει, ενδόμυχα, την υποχρέωση κάποιας μορφής εκδίκησης για τα δεινά που έχει υποστεί η φυλή του; Εάν ναι, είναι η πανθομολογούμενη ανωτερότητά του έκφραση αυτής της εκδίκησης; Από το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και μετά, έχουν υπάρξει διάφορες μορφές κοινωνικής βοήθειας στους μαύρους, οι οποίες συμπυκνώνονται στην ιδέα με την ονομασία «affirmative action». Επομένως, λογικά, οι μαύροι μπασκετμπολίστες δεν θα ένιωθαν το, απολύτως λογικό, συναίσθημα της εκδίκησης. 2 γενιές μεγάλωσαν με περισσότερες ευκαιρίες, με σκοπό να εξιλεωθούν οι λευκοί για τις αμαρτίες τους.
Και τότε, έτσι ξαφνικά (που λέει και ο Αντώνης), μου ήρθε η απάντηση: Ο μελαμψός δε θέλει να πάρει εκδίκηση για τον πολύ απλό λόγο πως το κάνει καθημερινά. Πώς; Μα, τόσες interracial ταινίες γυρίζονται ετησίως. Κάθε μέρα, ένας μελαμψός «περιποιείται» δεόντως μία, τουλάχιστον, λευκή. Η εκδίκηση είναι ακόμη καλύτερη: αντί να επικεντρώνεται σε ελάχιστες εκφράσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του (προνομιακή μεταχείριση για είσοδο σε πανεπιστήμιο ή σε εργασία) απλώνεται σε αμέτρητες στιγμές του βίου του. Η καθημερινή «περιποίηση» δημιουργεί ένα αίσθημα «ατέρμονης ικανοποίησης», το οποίο με τη σειρά του εξαπλώνεται σε όλα τα μέλη της φυλής. Ο μπασκετμπολίστας παίρνει από τη λάμψη του Lex Steele ή του Sean Michaels: αυτό του αρκεί. Το «παραπάνω» είναι πλεονασμός. Η καταπίεση αιώνων ξεπληρώνεται με παρατεταμένη εκδίκηση. Εξ’ου και η έλλειψη ζήλειας εκ μέρους της φυλής. Η Ιστορία έκανε, επομένως, το καθήκον της. Η δουλειά μου είχε τελειώσει: μπορούσα τώρα άνετα να δω τον αγώνα μου, χωρίς φόβο και οίκτο.
“Κοιτάξτε να δείτε. Τηλεόραση δεν βλέπω, δεν βγαίνω έξω, δεν ασχολούμαι με τα κοινά. Και εσείς είστε πολύ λίγη για εμένα. Καταλάβατε μανδάμ;”, Αλλά… Αν ο Γκόντζος ήταν ο Μάρλον Μπράντο της ποίησης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος αρνήθηκε, εκ νέου, βραβείο, εσείς θα είσασταν οι Μπραντζελίνα, οι οποίοι δεν αφήνουν ούτε βραβείο για μαλλιά να πέσει κάτω.
(Αφάνταρος) –«Μας στέλνει ένα μήνυμα ένας φίλος… το οποίο δένει και με την προηγούμενη… ααα… συζήτηση που είχαμε για το Μουρίνιο και τους παίκτες της Ρεάλ. Μας λέει λοιπόν: «Μα είναι δυνατόν να μιλάτε έτσι για τον τετραπέρατο Μου; Δε σέβεστε τα ιερά και τα όσια τη….» (Ψηλός) –«Χμμμ…. Χμμμ…» (Αφάνταρος) –«Το έχουμε διαβάσει ήδη;» (Ψηλός) –«Πριν από λίγο» (Αφάνταρος) –«Αααα…. Συγνώμη…. Λοιπόν…. Πάμε στο επόμενο»… ΑΛΛΑ, αν ο Γκόντζος ήταν ο, μοναδικά εύγλωττος και διακριτικός τρόπος που συνεννοείστε όταν τύχει η απευκταία περίπτωση της διπλής ανάγνωσης μηνύματος ακροατή, εσείς θα ήσασταν ο τρόπος συνεννόησης του Γιώργου του Αυτιά με τη γλάστρα του, και ξέρετε ποιος θα ήταν ποιός.
Aν ο Γκόντζος ήταν ο διεθνούς φήμης και απαράμιλλης τεχνικής Πέπε, εσείς θα είσασταν οι ντόπιοι μαέστροι της άμυνας, Καλλιτζάκης και Κολιτσιδάκης.
Αν ο Γκόντζος ήταν η ομοιότητα του Γιάχου με τον μέγιστο Τζιακέτι της Αρμάνι Μιλάνο, εσείς θα είσασταν η ομοιότητα του Ντε Βίτο με τον Άρνολντ.