Το Καταραμένο Φίδι
Mετά από αρκετή ώρα επίμονης προσπάθειας στην τουαλέτα, σηκωνόμαστε πιό ξαλαφρωμένοι από ποτέ. Τότε,αντικρίζουμε σαστισμένοι το Καταραμένο Φίδι να κείτεται αγέρωχο και σιωπηλό στον πάτο της λεκάνης! Η πρώτη μας σκέψη είναι αν ο έσω και έξω σφιγκτήρας του πρωκτού μας είναι σε καλή κατάσταση. Στη συνέχεια τραβάμε το καζανάκι,και καθώς ακούμε το κελάρυσμα του νερού που τρέχει, ευχόμαστε να τελειώσει εδώ η μάχη με το Καταραμένο Φίδι. Μετά από αρκετά τραβήγματα, και αφού διαπιστώσουμε ότι το Καταραμένο Φίδι αντιστέκεται ακόμα, καταφεύγουμε στη λύση του κουβά. ‘Ετσι, γεμίζουμε τον πιο εύκαιρο κουβά ως πάνω με νερό και αδειάζουμε το περιεχόμενό του στη λεκάνη με ορμή, ενώ παράλληλα τραβάμε και το καζανάκι για να δώσουμε στο Καταραμένο Φίδι το τελειωτικό χτύπημα. Εάν μετά απ’όλα αυτά το Καταραμένο Φίδι συνεχίζει ν’αντιστέκεται, ψάχνουμε κάθε γωνιά του σπιτιού αναζητώντας το φαλλικού σχήματος άχρηστο αντικείμενο που στα χέρια μας θα γίνει η Ρομφαία της νίκης απέναντι στον -πολύ χοντρό για να κατέβει-αντίπαλό μας. Πλησιάζουμε… Κόβουμε τον εχθρό στα δύο με αποφασιστικότητα. Είμαστε νικητές!
Όλοι στο νηπιαγωγείο είχαμε μία «μυξού» στην τάξη μας.
‘Oταν ξεμείνουμε από φιλτράκια και ζητήσουμε από κάποιον άλλο, ευχόμαστε ενδόμυχα να μας δώσει ολόκληρη την μπάρα -αλλά ποτέ δεν το έχουμε ζητήσει στα ίσια.
Όλοι μας πίνουμε νερό από τη βρύση της κουζίνας, αλλά για κάποιο λόγο σιχαινόμαστε να γεμίσουμε το ποτήρι από τη βρύση του μπάνιου.
Πάντα στις ευρωεκλογές η ψήφος είναι «χαλαρή» και η αποχή κυμαίνεται «σε υψηλά επίπεδα». Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί «ηχηρό χαστούκι» για το κυβερνόν κόμμα και δημιουργεί στην ενισχυμένη αντιπολίτευση «αίσθημα ευθύνης».
Όταν είμαστε σε σουβλατζίδικο και πιάσουμε κετσαπ ή μουστάρδα για να βάλουμε στα γυρόνια, πάντοτε θα τρέξει στην αρχή ένα αποκρουστικό υγρό απ’ το μπουκάλι που μας κάνει όλους να σκεφτόμαστε «τί βλακεία πάω να φάω;».
Όλοι μας έχουμε λυγίσει περισσότερους συνδετήρες απ’ όσους έχουμε χρησιμοποιήσει.
Όλοι κάποια στιγμή της παιδικής μας ηλικίας βρεθήκαμε στο κλιμακοστάσιο κάποιας πολυκατοικίας, κοιτάξαμε σκύβοντας κάτω και, εκστασιασμένοι απ’ το ύψος, ρίξαμε ροχάλα,ζυγισμένη και με προσοχή να μη «σκάσει» στα κάγκελα του κλιμακοστασίου, στήνοντας κατόπιν αυτί για ν’ακούσουμε το «πλάτς!» στο ισόγειο (συνηθέστερα υπόγειο). ‘Επειτα μαζέψαμε όσο σάλιο μας απέμεινε και ξαναφτύσαμε, προσπαθώντας να πετύχουμε το σημείο που έσκασε η πρώτη ροχάλα. Αυτό συνεχιζόταβ μέχρι: α) να πετύχουμε την πρώτη ροχάλα (σπάνιο). β) να μη μας μείνει ίχνος σάλιου στη στοματική κοιλότητα. γ) να μας φωνάξει θυμωμένα κάποιος γονιός.
Σε κάθε συναυλία, όταν το κοινό παροτρύνεται από τον frontman να χειροκροτήσει, χάνει το ρυθμό -πηγαίνοντας μάλιστα πιο γρήγορα από το ρυθμό του κομματιού.
Σε κάθε μεγαλούπολη που σέβεται τον εαυτό της υπάρχει σε κάποιο κεντρικό πλακόστρωτό συγκρότημα από τρείς ή τέσσερις λατινοαμερικανούς ντυμένοι ινδιάνοι -ο ένας μάλιστα απ’αυτούς είναι πάντα κοιλαράς- που παίζουν το «El Condor Pasa» και άλλα εγχώρια hit και πουλάνε και τα cd τους. Όλοι μας μάλιστα, επισκεπτόμενοι κάποια πόλη του εξωτερικού και συναντώντας τους, αναρωτηθήκαμε από μέσα μας με φωνή 4: «Μα καλά, στο Μοναστηράκι δεν έπαιζαν αυτοί προχθές;»