Η Ραψωδία της Τρίτης
Πράξη Πρώτη: Λίγες ώρες Πριν….
Ήταν η μέρα του Σταυρού του Τίμιου, του Αγίου, η Τρίτη που μας πέρασε, του πρώτου μαρτυρίου….
Γιατί στις δεκατέσσερις γιορτάζουμε το ξύλο, εκεί όπου σταυρώσαμε Τον Μέγιστο μας Φίλο.
Μα κάποιοι Τον ξεχάσανε και τάματα δεν κάναν, γιατί το βράδυ που ‘φτάνε δεν ξέραν τι θα ‘χάναν.
Η μέρα κύλαγε αργά μ’ αγάπη και με ελπίδα, φατσούλες αισιόδοξες μπρος στο γυαλί μου είδα.
Μιλούσανε για πρεσβευτές για της Ευρώπης άτια, για την ομάδα τη λαμπρή που παίζει σε παλάτια…
Το ξέραν όλοι μέσα τους το θέμα αυτό πως έχει, όποιος μυαλό δεν κουβαλά την άλλη μέρα τρέχει…
Πράξη Δεύτερη: Το Έργο…
Η ώρα έφτασε λοιπόν μου λέγαν βάλε Μέγκα, και κλέινω εγώ το ράδιο που είχε Μάνο Νέγκρα…
Οι πράσινοι κληρώθηκαν να παίξουν με τη Μπάρτσα, των Τσάβι, Μέσι και Πουγιόλ με τη μεγάλη φράντζα.
Μαζί μου ο κόσμος κάθισε μπροστά στις τηλοράσεις, το σόου που ξεκίναγε δεν έπρεπε να χάσεις…
Και νάσου φάνηκε ο ναός με τίτλο Νουέβο Κάμπο, τα μάτια μου χαμογελούν και στη ψυχή μου λάμπω.
Του χρόνου ήρθε το πλήρωμα και το ματσάκι αρχίζει, από το πρώτο το λεπτό ο άνεμος σφυρίζει.
Οι πράσινοι στηθήκανε με άμυνα γρανίτη, το κύρος τους να σώσουνε και τη μεγάλη μύτη…
Και εκεί που τώρα έλεγες πως θα ‘ρθει το γκολάκι, με δυο πασούλες βρέθηκε στο τέρμα το Γαλλάκι..
Είναι κοντά το όνειρο είναι κοντά το θαύμα, που το θηρίο χτύπησαν με του Γκοβού τη λαμα.
Μαζί παραληρούσανε ο Χρήστος και ο Μένιος και κάθε φίλος βάζελος που νιώθει τώρα σένιος….
Βρε όσα φέρνει η στιγμή δεν φέρνει ο χρόνος όλος, τα πράγματα σοβάρεψαν σαν μπουμπουνίζει ο στόλος.
Με σέντρα φίνα, μαγική ο Τσάβι βρίσκει Μέσι, εκείνος τον επλάσαρε το Τζόρβα το μπαμπέση…
Μετά από λίγο κέρδισαν το κόρνερ στη γωνία, ο Βίγια το παστέλωσε στην άδεια εμπρος εστία…
Θεέ Μεγαλοδύναμε και Παναγιά Παρθένα, βοήθα την ομάδα μας μην φάει άλλο ένα.
Αυτό παρακαλούσανε οι πράσινοι μου φίλοι, μην γίνουνε ρεντίκολο των μίντια οι θρύλοι.
Μα κάποιοι μέσα στο ναό είχανε άλλη γνώμη, σολάραν πεντατονικά με κιθαριές… Αϊόμι
Πράξη Τρίτη: Το Ένδοξο του Τέλος
Σαν έσβησαν οι μηχανές τα φώτα σαν πλαγιάσαν, οι φίλοι μου οι Καταλανοί Φερερ ροσε… κεράσαν.
Μα ήταν άδειο το κουτί και είχε μόνο πέντε, γι’ αυτό κρασάκι σέρβιρε στη πόρτα ο Βιθέντε.
Να πιούνε να μεθύσουνε γι’ αυτον εδώ τον άθλο, οι πράσινοι πολεμιστές που άγγιξαν το βάθρο.
Γιατί σαν νίκη έμοιαζε ετούτη η πεντάρα, αφού με τη παλάμη τους κρατήσαν τη καρδάρα.
Είναι το κόλπο που έχουνε οι πρέσβεις με γαλόνια, να κρύβουν τα “παράσημα” σαν έρχονται στ’ αλώνια.
Εχθές μόλις ξεκίνησε το dancing με αστέρες, άλλοι στους βάλτους κελαιδούν και άλλοι… στους αιθέρες.