Ανοιχτή επιστολή προς Κορινθίους
Ακούω πολύς λόγος να γίνεται για τον προπονητή που θα διαδεχθεί τον Ζεσουάλδο και βγαίνω από τα ρούχα μου. Γιατί με πνίγει το δίκιο και δεν αντέχω το άδικο. Αυτή η ομάδα, με το έμψυχο δυναμικό που έχει, την προετοιμασία που έγινε, την αυτοπεποίθηση και την ψυχολογία που έχει σε συνδυασμό πάντα με τη διοίκηση ΕΝΑΝ – κι επαναλαμβάνω ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΝ προπονητή φωτογραφίζει πως θέλει. Εμείς (εγώ δηλαδή) τα μέλη του {Διεθνούς Σωματείου Απανταχού Φίλων Μπάμπη Τεννέ, «Τα γιουρούσια»} τόσο καιρό περιμέναμε καρτερικά και υπομονετικά αυτή τη στιγμή.
Δεν ήταν φόβος, δεν σκιαζόμασταν δηλαδή τόσο καιρό που δε μιλούσαμε. Ήταν γιατί είχαμε την ωριμότητα να περιμένουμε το πλήρωμα του χρόνου που ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας που όλοι, έστω και αν δε το ξέρουν, έστω κι αν ντρέπονται να το ομολογήσουν, κάποια στιγμή αγαπήσανε, να αναλάβει μια ομάδα του πάλαι ποτέ κραταιού Π.Ο.Κ. κάτι αντίστοιχο της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ για τους βαρβάρους. Να βγει Ευρώπη. Να δούμε την αειθαλή και υπεραιωνόβια φράντζα του να παραμένει ανέγγιχτη απ’ τους αέρηδες και τα μποφόρια στα Έμιρεϊτς, να παραμένει καλοχτενισμένη στις βροχές και στα χαλάζια στα Μπερναμπέου και στα Καμπ Νου και κυρίως να διατηρείται άσπιλη και αμόλυντη απ’ τα μπιλοζίρια της ρωσικής στέπας.
Να διδάξει τους άσχετους και τους ημιμαθείς Μουρίνιους, να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του στους Βενγκέρηδες και στους νέους Φεργκιουσονέους τι θα πει μπαλίτσα (αυτό που λέει ο Σερ Κυρ Νίκος Αλέφαντος «μάθε μπαλίτσα αγόρι μου»!) Γιατί ρε παππούλη Φέργκιουσον κι εγώ αν είχα Φαν Πέρσι και Ρούνεϊ θα έμπαινε η μπάλα στο πλεχτό. Για έλα εδώ με τον Πετρόπουλο να κάνεις τον πονηρό…
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αξιοκρατία. Γιατί αν υπήρχε ο Μάκης Κατσαβάκης θα προπονούσε Τότεναμ. Ο Κωστένογλου Ίντερ κι ο Μπάμπης θα ήταν ο πρώτος παγκοσμίως, εν ζωή αστικός θρύλος και το όνομα του θα ήταν ήδη σε μεγάλη λεωφόρο της Αθήνας, σε πεζόδρομο της συμπρωτεύουσας και στη γενέτειρα του στο Αγρίνιο το όνομα του θα κοσμούσε την ταμπέλα του δημοτικού σταδίου. «Δημοτικό στάδιο του Μπάμπη του Τεννέ» με το «του» της γενικής και στο όνομα και στο επίθετο και τα έψιλον δελφικά. Αν υπήρχε αξιοκρατία το Σωματείο μας θα αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Μόνο ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας μπορεί, πρέπει και ξέρει να διαχειριστεί αυτό το υλικό. Με τους Τοτσέδες, τους Φορναρόλησες και τους Ζεκαίους. Γιατί έτσι έχει μάθει να μεγαλουργεί, με δευτερότριτους και τριτοτέταρτους. Τι να τον κάνει τον Νταβίντ Λουίζ αν δε μαρκάρει με τα μάτια; Που να του χρησιμεύσει ο Ζλάταν αν δεν μπορεί να του βγάλει ούτε μια λάθος μπαλιά στα πέντε μέτρα για να μπερδέψει τον αντίπαλο αμυντικό; Μόνο ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον πρόεδρα. Γιατί τόσα χρόνια ο άνθρωπας ξέρει να ελίσσεται με τέτοιους προέδρους (με σοβαρότητα Μάρκου Σεφερλή και ποδοσφαιρικές γνώσεις αντίστοιχες με τη συμπεθέρα του μπαντζανάκη ενός παλιού γείτονα του Λομπανόφσκι!).
Γιατί ξέρει ποιους πρέπει να φέρει στις μεταγραφές του Ιανουαρίου. Τον αεικίνητο Κουρουκερέζη, τον κολοσσό Νταρακλίτσα, το πολυεργαλείο Λεκμπέλο μα κυρίως τον σταθερό, πολύπειρο και πολυπόθητο σαν πολύφερνη νύφη για πολλές ευρωπαϊκές ομάδες, Λευτέρη Βελέντζα. Μπορεί να μην έχει βέβαια Κονστάτζο, Μπίσκαν, Ραμπεσαντρατανά, Φλάβιο Κονσεϊσάο ή ένα Λάρα Γκαρθία Ντάνι. Μπορεί να μη μπορεί να κλέψει απ’ το ρόστερ του αιώνιου του αντιπάλου τον αναντικατάστατο Ντιόγκο. Μπορεί το καλοκαίρι ο πονηρός ο Βλάχος να του υφάρπαξε μέσα απ’ τα χέρια τον πολλά υποσχόμενο Αρκούδα αλλά -διάολε- αν τους είχε όλους αυτούς θα μιλάγαμε για DREAM TEAM, για Galacticos.
Μόνο ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας μπορεί να βάλει την προσωπική του υπογραφή και να αφήσει το στίγμα του σ’ αυτή την ομάδα και να την κάνει να ξεχωρίσει σαν το τυφλό μεσ’ στους μονόφθαλμους, σαν το γάλα μεσ’ στις μύγες. Με οργανωμένη άμυνα, σύστημα 11 πίσω, ταμπούρι. Με ανάπτυξη στο χώρο του κέντρου με γιόμες και σαραντάρες στη τύχη μπαλιές και ανύπαρχτη επίθεση (κόλπο μεγαλοφυές αυτό που υπνωτίζει και ξεγελάει τον αντίπαλο) και να κλέβει εύκολα τα χιναράκια του απ’ τους υποδεέστερους, υπερόπτες, αντιπάλους. Να τινάξει στον αέρα τα ΠΡΟΠΑ, τα ΠΑΜΕΣΤΟΙΧΗΜΑ και τους αλλοδαπούς τοκογλύφους, εκβιαστές – ιμπεριαλιστές – εξπρεσιονιστές – σιωνιστές δανειστές μας William Hill, Bwin κι άλλους τέτοιους αποικιοκράτες.
Μόνο ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας μπορεί να κάνει όλους, εχθρούς και φίλους να αποδεχτούν πως έλαμψε σ’ αυτόν τον πάγκο και να αναφωνήσουν όλοι μαζί κι εν χωρώ «Λάμπεις Μπάμπη μου». Γιατί η ιστορική αλήθεια είναι ότι για τον δικό μας Μπάμπη ειπώθηκε αυτό κι όχι όπως προσπάθησαν τα ξένα κέντρα εξουσίας, Νταν Μπράουν, Χένρυ Κίσινγκερ κι άλλοι τέτοιοι, να κάνουν να φανεί πως ήταν για κάποιον Λάμπη Λιβιεράτο. Γιατί ποιος είναι αυτός ο τυχάρπαστος; Που είναι τώρα; Ούτε στη συναυλία του δεν τον φώναξε ο Φοίβος που κάλεσε τον κάθε ξεχασμένο Θάνο Καλλίρη, τον κάθε τελευταίο Διονύση Σχοινά μαζί με την ξεχασμένη την Καιτούλα την Γαρμπή.
Είναι τα ίδια ανθελληνικά κέντρα διαπλοκής που πριν λίγα χρόνια κατάφεραν επιτυχώς να παραχαράξουν την ιστορία κλέβοντας τον στοχασμό του Νίκου Πορτοκάλογλου «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» και να το αποδώσουν σε κάποιο γερμανό τσολιά, τον γνωστό γερμανοτσολιά Νίτσα, Νίτσε ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Μόνο ο ΜΠΑΜΠΗΣ, ο δικός μας ΜΠΑΜΠΗΣ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ της καρδιάς μας μπορεί να κάνει αυτή τη φανέλα του Παναθηναϊκού συλλεκτική και σπάνια, σαν βιβλία του Λιακόπουλου. Κι όταν το {Διεθνές Σωματείου Απανταχού Φίλων Μπάμπη Τεννέ, «Τα γιουρούσια»} κατορθώσει μέσω χορηγιών από εταιρείες εμπορίας συσκευών οζονοθεραπείας να κλείσει την περιβόητη αίθουσα του θρόνου στον Λούβρο η φανέλα αυτή, μαζί με τις ιστορικές φανέλες του Αθηναϊκού, του Πανελευσινιακού, της Καλλιθέας και της Κέρκυρας, να τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση, να κοσμεί την αίθουσα, ρίχνοντας επιδεικτικά τη επιβλητική σκιά της πάνω στη υπερεκτιμημένη, αγέλαστη κι ανοργασμική Μόνα Λίζα.
Αυτά για την αποκατάσταση της αλήθειας και γιατί και η υπομονή έχει και τα όρια της. Άντε γιατί άντε.
Το βρώμικο ‘88
Ήθελα να αλλάξω δρόμο για να μην πέσω πάνω τους, μα από λάθος ξεχάστηκα και πέρασα μπροστά από εκείνο το καφενείο στα Σεπόλια. Και ήταν όλοι εκεί… Από μακριά μου έκανε νόημα μόλις με είδε ο Γιάννος ο Λεμπέσης που ο πατέρας του ήταν από το Μεσολόγγι κι η μάνα του απ’ τα Αγρίνιο, μακρινή ξαδέρφη του Μπάμπη του Τεννέ, που έχει το συνεργείο στον Κολωνό με την μεταλλική μπλε εργαλειοθήκη βαμμένη με πινέλο, με την αφίσα στη μέση του Αρδίζογλου και δίπλα εκείνη τη ξεβράκωτη και το αυτόγραφο του Σαλαμπάση.
Κάθονταν πάλι στο ίδιο το τραπέζι αυτούνο που βαστάζει εδώ και χρόνια. Αν κι έπιασα την κουβέντα απ’ τη μέση ήξερα πολύ καλά τι τους έλεγε. Την έχω ακούσει άλλωστε τόσες φορές τούτη δα την ιστορία. Τους μίλαγε για εκείνη την χαράκια που ‘χει στο πρόσωπο από εκείνον τον άτιμο τον Γιουκοσλάβο, Κροατικής καταγωγής, από το 1988. Τότε που ο Γιάννος ο Λεμπέσης έμπλεξε σ’ έναν καυγά στη ταβέρνα ενός πατριώτη στο Βισμπάντεν γιατί είχε πάρει ξεκάθαρα, αντρίκια και παλικαρίσια -αν και ΑΕΚ, αν και το μόνο που ήξερε από μπάσκετ ήταν πως η μπάλα είναι στρογγυλή- το μέρος του Παναγιώτη του Γιαννάκη τότες στο Ντεν Μπος, που είχε αρπάξει απ’ το λαιμό κι έβριξε τον Ντράζεν και το αγάρηνο σκυλί τότενες, πισώπλατα του την έκαμε τη ζημιά. Τώρα πως πισώπλατα και στο πρόσωπο αυτό είναι άλλο θέμα κι όποτε ρωτούμε ο Γιάννος κάμει να μας ξαναμιλήσει καμιά βδομάδα…
Ο Μιχαλιός της κυρά Δέσπως, της πλύστρας που πνίγηκε το στεφάνι της πριν 30 χρόνια σε ένα γκαζάδικο όξω απ’ το Εϊλάτ όλο βλαστημά «Τον εφάγανε μωρέ οι Εβραίοι, την κατάρα μου να’ χουν» τον εκέρασε κρασί. Σε καμιά ώρα τον Γιάννο δε θα τον εβαστάνε τα κανιά του στο ίσωμα και θα ξωμείνει εδώ μέχρι να τον εδιώξει ο Μπάρμπα Νίκος ο καφετζής. Ο Σήφης, ο σοβατζής που χει να κάνει μεροκάματο δυο μήνες κι όλο παζάρι στον Σταύρο της κυρά Μάρως το στερνοπαίδι, τον περιπτερά του κάμει για καμιά έκπτωση ή τράτο στα τσιγάρα φωνάζει «Φέρε ορέ Μπάρμπα Νικολή κατιτίς να πιούμε».
Ο Γέρο καφετζής που ψηφίζει χρόνια τώρα ΠΑΣΟΚ αλλά μιας και τον έπιασε κι αυτόν η κρίση «ένεγκα η ανάγκη, βλέπετε» όπως λέει αναγκάστηκε να βάλει φρουτάκια πίσω στην αυλή, αποκρίνεται από μέσα «Να φέρω ένα Cutty Sark απ’ το Αιγάλεω λιγάκι πειραγμένο που μου το ‘δωκε ο μπατζανάκης μου, που είναι και φτηνιάρικο;» «Οι ‘δα ! Ρακή πίνουν μωρέ οι άντρες». Κι εγώ που έχω το βιβλίο του Τσόμσκι στα χέρια, το κρύβω κάτω από την μπλούζα την Λακόστ τη μαϊμουδιάρικη. Γιατί θα μα αρχίσουν στις ερωτήσεις και που να εξηγώ. «Δε πιστεύω να ‘ναι δαύτο… Χικ… τίποτα απ’ αυτά… Χικ… τα αδερφίστικα;» ή «Γιάντα έγινες ορέ απ’ αυτούς τους κουλτουριάρηδες που γυρνοβολάνε μ’ αυτές τις άπλυτες με τις αξύριστες μασχάλες και λένε την χωριάτικη γκρικ σάλαντ; Ή εκείνο το «Ρε μπας κι έγινες κουμμουνιστής; Εμένα ρε το γιο μου τον πάντρεψε ο Κατσιφάρας. Ήταν κι ο Κίμωνας ρε ο Κουλούρης στο γάμο κι ο Βενιζέλος, αμούστακο παιδί ακόμα κι αν δεν ήταν στο Νταβός θα ερχόσαντε κι ο Αντρέας με την κυρά του, θυμάστε τότε με το μέα κούλπα το ‘88». «Αχ, το ’88. Τότες που με χαράκωσε εκείνος ο μπαμπέσης ο Κροάτης. Άτιμη ράτσα» θα πει στα σίγουρα ο Γιάννος ο Λεμπέσης και θα ξαναρχίσει την ιστορία του πάλι απ’ την αρχή…