Κάθε φορά που κάποιος ή καλύτερα κάποια μας έχει πρήξει και μας έχει κουράσει, μόλις μας πει «ξέρω ότι σε κουράζω» θα απαντήσουμε «όχι, δε με κουράζεις καθόλου» με πολύ αθώο ύφος, ενώ από μέσα μας θα έχουμε κατεβάσει αρκετά καντήλια για να χτίσουμε εκκλησία.
Όταν πάμε στο σπίτι μιας κοπέλας που μας αρέσει και αυτή και η μάνα της μας πρήζουν αμέτρητες φορές να πιούμε κάτι ή να φάμε. Από μέσα μας ευχόμαστε να μην επέμεναν τόσο. Όμως, όταν θα αναλάβουμε ρόλο οικοδεσπότη, τότε κι εμείς θα κάνουμε ακριβώς το ίδιο και δε θα αφήσουμε καλεσμένο σε ησυχία.