Το όραμα ήταν καθαρό. Μετά από πολλές ημέρες περιπλάνησης στα βουνά, με μόνη παρέα τα κογιότ και τους γύπες, βρήκα μια βαθιά σπηλιά και εκεί ξεκίνησα το ταξίδι του πεγιότλ. Και ο Μανιτού μου μίλησε: «Οι καιροί που ανταλλάσαμε χρυσό και ασήμι για πολύχρωμες χάντρες και νερό της φωτιάς με τα χλωμά πρόσωπα έχουν περάσει. Το πνεύμα του Πολεμιστή δεν πρέπει να χαθεί στα σκοτεινά μονοπάτια». Και τότε κατάλαβα. Ο πόλεμος που μαίνεται εναντίον μας δεν διεξάγεται στο καταπράσινο πεδίο της μάχης, αλλά στα χαρτιά και τις κλειστές αίθουσες. Αλλά το Μεγάλο Πνεύμα μου έδειξε το δρόμο: Δεν θέλετε κύριοι του Συμβουλίου της Επικρατείας γήπεδο στο Βοτανικό, γιατί θα καταστρέψει τις φωλιές των κορμοράνων και θα αλλοιώσει την «όμορφη» και «γραφική» αισθητική εικόνα της περιοχής του Ελαιώνα; Ωραία λοιπόν. Ας χτίσουμε τότε ένα κολοσσιαίων διαστάσεων άγαλμα- τοτέμ του ενσαρκωτή του Μεγάλου Πράσινου Πνεύματος, του κήρυκα του πράσινου οράματος, του γενναίου πολέμαρχου της πράσινης στρατιάς Κώστα Γκόντζου που να φτάνει μέχρι τα ουράνια και να κρατάει στην πράσινη ζεστή αγκαλιά του το νέο γήπεδο της Πανάθας! Φωλιά θέλουν οι κορμοράνοι; Φωλιά και ο πολυμετοχικός! Και μετά ποιο Όρος Ράσμορ και ποια Φωλιά του Πουλιού! Και πείτε μου σας παρακαλώ ποιος θα τολμούσε να βάλει βέτο σε μια τέτοια πρόταση; Ποιον δεν πιάνουν ρίγη συγκίνησης όταν σκέφτεται ότι -όταν θα κοιτάει στον ουρανό προς τη μεριά του Βοτανικού- θα αντικρύζει το Πράσινο Πολεμιστή Κώστα Γκόντζο να εποπτεύει την επικράτεια του; Ποιος παίχτης κάθε αντίπαλης ομάδας δεν θα ζάρωνε από το φόβο του και ποιος παίχτης της Πανάθας δεν θα κυριευόταν από θεική δύναμη όταν στον ουρανό του γηπέδου θα έβλεπε τον Κώστα Γκόντζο να παρακολουθεί το ματς; Και να συρρέουν οι όπαδοι της πράσινης ιδέας και να αφήνουν τις προσφορές τους στα πόδια του τοτέμ να τους ελεήσει ο πράσινος στρατηλάτης μας και να μην θυμώσει γιατι τότε «θα πέσει το γήπεδο στα κέφαλια μας», για να παραφράσω και τη γνωστή ρήση. Ο χρυσός αιώνας του Περικλή έχει τελειώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ο χρυσός αιώνας του Κώστα του Γκόντζου μόλις αρχίζει.
Time What Is Time… ———————————————————- Αβάντα λίγο κάντε μου ρε τίμια παλικάρια μια σκέψη θε να μοιραστώ που με ζορίζει η κάργια. Δεν είμαι και πολύ παλιός μα ούτε είμαι νέος στου fight club τον ουρανό που είναι τόσο ωραίος. Πολλές φορές αναπολώ, μ’ένα γλυκό μεράκι, όταν ακούω τις φωνές Τσαού και Βαιμάκη να ομορφαίνουν τη βραδιά με κέφι και καβλάντα με καλεσμένους, μουσική και ιστορίες πάντα, κάποια ξενύχτια πιο παλιά, στιγμές π’έχουν περάσει συρτάρι ανοίγει μαγικό που λες κι είχες ξεχάσει. Που τραγουδούσε ο Simone το Ramaya με μπρίο και απ’τις καρδιές μας έφευγε με μιας όλο το κρύο. Θυμάμαι τις ανταλλαγές, κάτι μεγάλες τρέλες, Πανίνι αυτοκόλλητα, αφίσες και φανέλες. Διλήμματα, τριλήμματα Κλάους και Κον κεντούσαν οι μέγιστοι διδάξαντες, το είπε και ο Ντούσαν. Και δεν ξεχνώ το ιερό προσκύνημα στο αλάνι θα σ’ έχω πάντα στην καρδιά Λάρα Γκαρσία Ντάνι. Μπόρχα, Λέμενς και Τόργκελε, ο Βόουτερ και ο Μόρις, μα όλοι μπάντα κάνανε σαν έμπαινε ο Τσακ Νόρρις. Μπόμπο, Καφού, Ρομάριο, Βιντσέντζο Αεροπλανίνο, Καν και Κουφούρ κι άλλοι πολλοί, Θεέ μου τι θ’απογίνω! Πολύς λαός τους τίμησε, και ήρθε κι η σειρά σου Σκιτσοφρενή μας τρέλανες με τα πονήματα σου. Και οι καιροί περάσανε, βροχές ήρθαν και φύγαν, και τα πουλέν ανδρώθηκαν και σε ομάδες πήγαν. Πάνω που έλεγε κανείς πως όλα πάνε πρίμα, οι τίμιοι αρχίσανε να βάζουν όλοι Φίνα. Ο Πίτερ και η κιθάρα του αλλάξανε τα κόζα, και τα μπαλέτα άρχισαν να παίρνουνε την πόζα. Θρόνο βαρύ κουβάλησαν βέλιουρας και μουχρίτσα, στου Κώστα Γκόντζου του θεού, τρύπωσαν την αυλίτσα. Κι όλοι οι πιστοί προσκύνησαν το μέγα στρατηλάτη, και άρχισε νέα εποχή στου fight club το χάρτη. Αλλ’ αν ο Γκόντζος ήτανε η πιο μεγάλη αλήθεια εσείς ψέμα θα ήσασταν, από τα πιο ηλίθια. Τα μουσαντέ πήραν σειρά κι έδεσε η μπουγιαμπέσα στου Κωσταβάρα το σατώ τα νέτα όλα μέσα. Παβιό-Ζουέλα σάρωσαν τις λίστες με τους μπήχτες κεράσματα έγιναν πολλά σ’αυτές τις κρύες νύχτες. Μπράβο Ραούλ και ο Ντομί, εκονταροχτυπιούνταν και ο Βύντρα τόσα άκουσε, στο τέλος δε μιλιούνταν. Κι ο Λέμαν έγινε «Άρχοντας» κι αυτός, «Των Κουμπαράδων» Και πήραν θάρρος άμπαλοι απ’ όλων των ομάδων. Κι αυτό που ακόμα δεν μπορώ, εγώ να καταλάβω, πώς τρέχει ο χρόνος «Τιγκανά» και λιώνει σαν τον πάγο. Κι όμως πολλά κρατήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου τα πιο σωστά και όμορφα, του τίμιου αυτού του δρόμου. Ωσάν τον Μπίλι τον θεό, τους Πίπο και Μαλντίνι με μάγια είναι αγέραστοι απ΄της Μιλάν το τζίνι. Μακ Πάππας είσαι κορύφη, αρρώστια και λατρεία απ΄την Αστόρια τ’ άλογο έμπασες ως την Τροία. Μύστη εσύ ω πάνσοφε, της γνώσης φλογοδότης άκουσα πως ο κόνδορας είναι μεγάλος πότης. Μέγα Αλέφαντε θέε, τα πάντα όλα δώσε τιτίκες μισοπλέμονους μέσ’ τα μπουντρούμια χώσε. Και σεις οι δύο γραφικοί, καλά ρε να περνάτε σαρδάμ πολλά στα ερτζιανά τα κύματα να κερνάτε κι είθε να μας χαρίζετε για πάντα την αρρώστια «magical stuff» που λέγανε και στο χωριό του Κώστα.