Στο πρώτο ημίχρονο, αυτό θέλω να μου απαντήσεις, ο Φεϊζάλ δεν ήταν άρχοντας στο κέντρο; Ναι. Στο δεύτερο; Στο δεύτερο ημίχρονο γιατί έπεσε ο Φεϊζάλ; Εσύ την ξέρεις την απάντηση; Ναι. Για πες την. Επειδή έβαλε τον Αλαφούζο μέσα. Α και δεν τα πάνε καλα ε; Δεν ξέρω, μήπως έχουν κόντρα; ΑΛΛΑ… εάν ο Γκόντζος ήταν ο άρχοντας του τριφυλλιού, ο γητευτής των ράλι, η θεραπεία της επάρατης νόσου, ο πάλαι ποτέ μεγαλομέτοχος που οι γαλαντόμοι έδιωξαν με δόλια μέσα, εσείς θα ήσασταν ο καναλάρχης ανοιχτοχέρης παράγοντας Χ, και ναι, έχουνε κόντρα διάολε.
Πώς να βρούμε λύση στα προβλήματα που μας ταλανίζουν; Πώς να αποφύγουμε τις γενικεύσεις σε γενικευμένο πόλεμο, με τον εαυτό μας, τους γύρω μας, την Εργοδοσία, τη Δικαιοσύνη, ακόμα και της Δικαιοσύνης τον Ήλιο τον (α)νοητό; Πώς να πούμε το σκύλο, σκύλο και τη γάτα, γάτα, όπως ήλεγε ο Αναγνωστάκης;
Πραγματικά, σε έναν κυκεώνα αποκαλύψεων, παρεμβάσεων και ξεδιάντροπων επιβολών νέων νόμων, νέων πρακτικών και ήθους, είναι αδύνατο να θεραπεύσουμε τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας. Φκιάνουμε νέους μύθους. Ναι, το έργο του Παπακαλιάτη, του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, αυτό θέλει να πει. Υφαντής έτσι; Και ναι, διάολε, υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν το σύνθημα «ΓΚΟΝΤΖΟΣ, ΓΚΟΝΤΖΟΣ» που αντηχεί στις καρδιές τόσων δισεκατομμυρίων παναθηναϊκών καρδιών ανά την Υφήλιο και ακόμα παραέξω, στα πέρατα του σύμπαντος, εσείς θα ήσασταν το σύνθημα «ΓΚΟΡΤΣΟΣ, ΓΚΟΡΤΣΟΣ» που, ναι, το πολύ πολύ να αντηχεί σ’εκείνο το καφενείο, σ’εκείνο το χωριό, με σήμα εκείνη τη μαγκούρα και όχι το τριφύλι, όχι.
Ιούνιος 1990, Wild Rose, προ ΔΝΤ, προ Παπανδρέου, προ Παπαδήμου. O Vaimakis ζητά από το Dj να βάλει το Ramaya του Afric Simone. Κοιτά τον Tsaousis, του κλείνει το μάτι και διώχνει τον κόσμο από την πίστα για να χορέψει το αγαπημένο του τραγούδι breakdance. Ο κόσμος κοιτά με απορία πως μπορεί σε τέτοιο μαγαζί να ζητήσει πελάτης κάτι τέτοιο; O Tsaousis, γνέφει στο φίλο του εν είδει “Yo δικέ μου, λιώσε την πίστα, ο κόσμος παραληρεί για το χορό σου, μη σταματάς”! O Vaimakis αρχίζει να ιδρώνει από την προσπάθεια αλλά τα εμψυχωτικά λόγια του φίλου του τον ενθαρρύνουν να συνεχίσει. Λιποψυχεί, κοιτά στο υπερπέραν για να βγάλει τις φιγούρες του. Ξάφνου, παρατηρεί λάγνο νέτο με μπλούζα που είναι κομμένη ως τον ομφαλό (αφαλό για τους μερακλήδες) να τον κοιτάζει με απορία. Αφήνει το χορό, και αδιαφορώντας για το παντελόνι που του έχει πέσει και ο πισινός του φαίνεται a la μερεμέτι, της λέει: “Είσαι ένας άγγελος που έπεσε στη Γή. Δε χόρευα, απλώς έψαΧα τα φτερά σου”… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν αυτός που σχεδίασε το Ζάππειο, εσείς θα αναρωτιώσασταν αν το Ζάππειο είναι Τηλεοπτικό Μέγαρο. Άλλη δουλειά δεν κάνετε, ζάπινγκ όλη μέρα. Ούστ προβοκάτσικοι εχθροί του αγωνιστικού προλεταριάτου.
Κάποτε μιλούσαμε για γητευτές των ανέμων. Ποιητικά αναφερθήκαμε σε δαμασμένα πνεύματα και λαό που δέθηκε στο Άρμα της Αλλαγής. Πρέπει όμως να αρχίσουμε να ακριβολογούμε. Να σταματήσουν οι λόγοι οι παράλληλοι και να αντιληφθούμε ότι μόνο ο Γκόντζος μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, μόνο ο Γκόντζος μπορεί να είναι ο δαμαστής σε άτι Αραβικό. Μόνο αυτός μπορεί να φέρει τις Παναθηναϊκά ενδιαφερόμενες πλευρές σε επαφή, όπως μόνο αυτός κατάφερε να εφάπτονται οι δυο απέναντι πλευρές του τετραγώνου στην Τετάρτη Δημοτικού… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός ολόκληρος, εσείς θα ήσασταν ο Αταλαντικός Α.Ο, χωρίς τους βασικούς.
Κύριε Γονίδη Σταμάτιε. Δράττομαι της ευκαιρίας να σας στείλω αυτή την ανοικτή επιστολή, με την ευκαιρία του ακούσματος ενός από τα πολλά σας άσματα. Συνεκινήθην και ρίγη μουσικής και εκφραστικής αρτιότητας με διαπέρασαν. Προς τούτο ένα πράγμα μόνο μπορώ να σας πω: Συνεχίστε έτσι. Συνεχίστε να σας απορρίπτουν οι γυναίκες. Σεις αποδεικνύετε ότι ένας Loser μπορεί να μεγαλουργεί λόγω της απέραντης ερωτικής του ξηρασίας. Μόνο εσείς μπορείτε να αποτυγχάνετε και παράλληλα να επιτυγχάνετε. (δε) Σας παραδέχομαι… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν το κόσμημα του κυνηγιού, ο αετός των όπλων, μια καραμπίνα Benelli, εσείς θα ήσασταν τσιφτετέλι του Μπουρνέλη, τσίφτες ταξιδευτές της πίστας, ζηλευτοί διασκεδαστές που “σπάτε” και τη μέση όλο χάρη για να λένε τα νέτα “Ωωωω, κοίτα τον Τσαούση, ωωωω κοίτα το Βαϊμάκη, που κάνουν oriental”.
Ο ίδιος ο Βασιλεύς επέδειξεν ασυγχώρητον δι’ ενήλικον άτομον ανωριμότητα. Δια την Ελλάδαν, ανέκαθεν ο θεσμός του ανωτάτου κληρονομικού άρχοντος ήτο προϊόν διαρκούς αμφισβητήσεως. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, καθένας μπορεί να πιστεύει εις είον σύστημα επιθυμεί-οι ‘Ελληνες δεν μπορουν να πιστεύουν εις τον κομμουνισμόν. Επικίνδυνοι κομμουνισταί και τα λοιπάαααα… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν η βραχνή φωνή του Ντον Βίτο Κορλεόνε, εσείς θα ήσασταν βραχνή φωνούλα, με μπαλάκια στο χέρι, ΑΡΓΑ, και το πρόσωπο του Νίκου του Μαστοράκη.
Όταν εμείς αγωνιζόμασταν κατά της δικτα(κ)τορίας, όταν τρώγαμε ξύλο στα μπουντρούμια της ΕΣΑ, όταν εγώ κι εσείς βρεθήκαμε να βάζουμε κροτίδες μαζί με τον Κώστα το Σημίτη, τον αγωνιστή με «α» μικρό για να ταρακουνήσουμε το σύστημα, κάποιος πηγαινοερχόταν στην Αμερική και τάχα μου έφερνε τις νέες μόδες σ’εμάς εδώ, λες και ο Έλλην είναι ουρακοtangoς και τα έχει ανάγκη όλα αυτά. Το ίδιο άτομο έκανε πλακίτσες τύπου “Smile, είναι η candid camera” την ώρα που ο ανώνυμος ανθρωπάκος αγωνιούσε για το εάν την επόμενη μέρα θα βρεθεί κατηγορούμενος για εθνική μειοδοσία επειδή ενδεχομένως δε βροντοφώναξε “Ζήτω το Έθνος” στο γάμο που πήγε το προηγούμενο Σάββατο. Και είσαι εσύ αυτός, Νίκο Μαστοράκη, και σε θυμήθηκα γιατί είδα τις προάλλες σε εφημερίδα είδηση ότι ετοιμάζεις ταινία στο Χάλιγουντ με τη Warner. Σιγά μη γυρίσεις και τσόντα με πρωταγωνιστή εσένα… ΑΛΛΑ, συνεχίζω, εάν ο Γκόντζος ήταν ο μεγάλος σκηνοθέτης, ο υπέροχα γηρασμένος και συνεπής Κλιντήστγουνt (μία λέξη), εσείς θα εξακολουθούσατε να είστε ο απλώς γηρασμένος, ο “θα δοκιμάσω και τη σκηνοθεσία στα 70 μου”, ο “σιγά μην ήταν κεραστής της Μπαλατσινού”, ο “φοράω καπέλο να μη φανεί η καράφλα και τα χρονάκια μου”, ο Νίκος ο Μαστοράκης, ξανά.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα το προφίλ όσων “μιλούν” μέσω του “εάν ο Γκόντζος ήταν”, της μακρόβιας αυτής καθημερινής στήλης ΤΙΜΗΣ στον Αγωνιστή, συμπολίτη, Δημοσιογράφο και Άνθρωπο, Κωνσταντίνο Γκόντζο. Είναι άραγε μόνο Παναθηναϊκοί; Προσωπικά θεωρώ ότι είναι πανανθρώπινη κατάχτηση και μόνο η Ύπαρξη του εν λόγω πνευματικού Ηγέτη και συμπεραίνω ότι δεν είναι δυνατόν μόνο μια (ευαίσθητη και ευπαθής) κοινωνική ομάδα να τον οικειοποιείται. Ο Γκόντζος ανήκει στο Λαό… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος, ο μέντορας κάθε Παναθηναϊκού, κάθε σκεπτόμενου πολίτη, κάθε υγιούς φιλάθλου (γιατί στον κόσμο αυτό τον ανόητο είναι άλλο ο πολίτης και άλλο ο φίλαθλος) ήταν η ελπίδα της ΑΕΚ, ο αστραετός της στρόγγυλης θεάς, το διαμαντένιο παπούτσι, ο Βίκτωρας ο Κλωναρίδης, εσείς θα ήσαστε κάτι ανάμεσα σε Βίκτωρα Μητρόπουλο και Ηλία Κλωναρίδη, Εργολάβοι μαστροχαλαστές του Ελληνικού Ποδοσφαίρου, Πισταδόροι περασμένων επιτυχιών.
Στην ομάδα του χωριού μου έχουν χορηγό Τεν Κάτε. Θα ήθελα να πιστεύω ότι ο αγαπημένος μας βοηθός ενεπλάκη ξανά με το ελληνικό ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο αλλά δυστυχώς ο ιδιοκτήτης, η Προεδράρα, ο Παράγων είναι απλώς τεντάς… ΑΛΛΑ, εάν ο Γκόντζος ήταν ο Νίκος Γκάλης, εσείς θα ήσασταν ο Παναγιωτάκης Γιαννάκης, ο παραιτηθείς. Και δε θα ξέρατε καν ποιο είναι το μικρό και ποιο το επίθετό σας.
Σε έναν ιδανικό κόσμο για κάποιους δεν υπάρχει φτώχεια, για άλλους δεν υπάρχει πείνα και εξαλείφεται η δυστυχία και οι “πολέμοι”. Για κάποιους συνανθρώπους μας το ιδανικό είναι να ζουν υπό καθεστώς κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας όλων απέναντι στο νόμο, σε υψηλά επίπεδα αισθήματος αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής ευημερίας. Για κάποιους άλλους όμως ο ιδανικός κόσμος θα ήταν αν λεγόταν μια πρόταση σαν την παρακάτω: «Το προσκλητήριο μου έπεσε απ’τα χέρια, όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν»… ΑΛΛΑ, εάν ο Τσαούσης και ο Βαϊμάκης είχαν γκόμενα δύσκολη και “Ταξιδιάρα ψυχή, και αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω.”, ο Γκόντζος θα είχε γκόμενα κατερπίλαρ “Αρκουδιάρα ψυχή, και αν θέλω δίπλα σου είναι βαρέως δύσκολο να μένω.”… ΑΛΛΑ, επειδή ζούμε στην πραγματικότητα, εάν ο Γκόντζος ήταν η τιμή έστω και να συναντήσει κάποιος στο δρόμο του το Ντίνο Χριστιανόπουλο, εσείς θα ήσασταν η χαρά που είχα όταν είδα ότι παράγγελνε κρέπα δίπλα μου ο Διονύσης Σχοινάς με τη (νεαρά) Καίτη Γαρμπή και (κυρίως) η σκέψη ότι ή εγώ ανέβηκα, ή αυτοί κατέβηκαν.