Στα όλα σου ήσουν τίμιος για μια δεκαετία όμως στο τέλος είσπραξες μονάχα αχαριστία Θύμα της ανανέωσης, θυσία εσύ στην κρίση να δούμε τα παπούτσια σου τώρα ποιος θα γεμίσει.
Σαν άκουσα την είδηση, μελαγχολία μεγάλη φανέλα, λέει, θ’άλλαζες και θα φορούσες άλλη. Τα κόκκινα προβάριζες, τα σάιτ διαλαλούσαν κι όλοι οι πιστοί σου οπαδοί σε δάκρυα ξεσπούσαν.
Μα εσύ τους τρόλαρες στεγνά και διάλεξες τα ξένα το ελληνικό πρωτάθλημα δεν χώραγε εσένα. Τις ξυραφένιες σέντρες σου, τις διαβητένιες πάσες τις κούρσες σου τις θεϊκές που κόβανε ανάσες
Τα τάκλιν τα δυναμικά, τα τόσα, τα μεγάλα τα τόσο καθοριστικά, πάντα πάνω στην μπάλα ποτέ δεν θα ξεχάσουμε -αλήθεια σου το λέω τώρα Πριμέρα τα ΣουΚου θα βλέπω και θα κλαίω.
Θα κάνω πέτρα την καρδιά, την θλίψη μου συνήθεια θα κρύψω, τέλος, τον καημό βαθειά μέσα στα στήθια γιατί εσύ γεννήθηκες για πράγματα μεγάλα για να τους μάθεις, ρε Λουκά, στην Ισπανία μπάλα.
Στης μπάλας το στερέωμα, στης Super League τα μέρη
ήρθες φορτσάτος ξαφνικά μια μέρα μεσημέρι. Όχι δεν ήρθες με σοφέρ, λίμο και κυριλίκια ήρθες με κιτρινο ταξί κι ουχί παπατζιλίκια.
Το λαϊκό σου το προφίλ κι η ταπεινή σου φύση ήταν αυτά που στην ΠΑΕ κατεύνασαν την κρίση. Ωσάν αλεξικέραυνο λειτούργησες για όλους μπήκες μπροστά και έταξες άγγελους και διαβόλους.
Σαν άντρας ντόμπρος, σοβαρός, που ο λόγος σου μετράει έχεις χιλιάδες τα κονέ, σε Τζέντα και Ντουμπάι. Εκεί λοιπόν τα μίλησες με πρίγκιπες βαρβάτους πρίγκιπες-κροίσους και τρανούς, κολώνες του έκει κράτους.
Τους έδειξες στο DVD αγώνες της ομάδας, τους πρότεινες να γίνουνε ηγέτες της αρμάδας. Κι ήταν οι ντρίμπλες του Γιοσού κι οι σέντρες του Λουκά τους Άραβες που πείσαν’ να τα σπρώξουνε χοντρά.
Αμέσως καταστρώσατε διάσωσης το πλάνο και για Αθήνα σ’ έβαλαν στο πρώτο αεροπλάνο. Στον Τζίγκερ πρόταση έκανες μα είχες ατυχίες, λουμπάγκα, αρρώστιες και λιμούς, των κούριερ απεργίες.
Δυό μήνες ένα γνήσιο μας κόστισε εντέλει κι ήταν αυτό που έκοψε των Μ.Μ.Ε. το μέλι. Φαρμάκι στάζαν -φίλε μου- πως είσαι σαλτιμπάγκος όμως σαν πάρεις την ΠΑΕ θα τους εφάει ο πάγκος.
Είδηση να μην ξαναδούν, καν’ το βαρύ πεπόνι ούτε για Τέβες μην τους πεις μα ούτε και για Ρόνι. Απ’ το youtube θα βλέπουνε τους άθλους και την μπάλα που θα ζαλίζει στα τερέν ο μέγας Σικαμπάλα.
Εμείς, να ξέρεις, ξέρουμε πως λές μόνο αλήθεια και πως σαν έρθεις τα Τσου Λου θα γίνουνε συνήθεια. Όμως πολλή η γκίνια σου και φαίνεται πως κάτι και κάποιος, κάπου, κάποτε σου έριξε το μάτι.
Σήμερα είναι η μέρα σου, Τρίτη και δεκατρία κι όλο τον πράσινο λαό τον τρώει η αγωνία. Παίξε την μπάλα που μπορείς κι έξω απ’τα δόντια πες τα δώσε τυράκι στον λαό, δώσε ρε Βλάση ρέστα!
Της Κρήτης θρέμα-γέννημα, της ποδοσφαίρομανας έμαθες μπάλας μυστικά, αστέρι της αλάνας. Τ’ αριστερό το πόδι σου και τα προσόντα τ’ άλλα σ’ έκαναν και ξεχώριζες σαν μύγα μες το γάλα.
Ψηλός, γερός αθλητικός, ταυρί σωστό σας λέω να γίνει αστέρι ήτανε στο μέλλον του μοιραίο. Κι αν ήξερε μπάλα πολλή, κοντά χίλια καντάρια τον τράβηξε η άμυνα, μπροστά απ’τα δοκάρια.
Τις σέντρες του προτίμησε σε όλους να χαρίζει πάντα από πίσω αριστερά, στου μπακ το μετερίζι. Κι αν το δεξί του κένταγε δεν το’ χε και για πρώτο τ’ αριστερό ζωγράφιζε σαν σε καμβά στο χόρτο.
Στον ΟΦΗ τον γνωρίσαμε, οχτώ χρονάκια μπάλα έπαιξε και μας χάριζε στιγμές μεγάλες πάντα. Και σαν έφτασ’ η ώρα του μεταγραφή να πάρει στα πόδια του απλώσανε χρυσό και κεχριμπάρι.
Μ’ αυτός σαν ήταν τίμιος δεν κοίταξε το χρήμα και ντύθηκε στα πράσινα, αλλιώς θα το ‘χε κρίμα που θ’ άφην’ αβοήθητο τον ΠΑΟ της καρδιάς του για παν δεν είχε τα λεφτά, σε πείσμα της γενιάς του.
Το νταμπλ σήκωσες εσύ, στην πρώτη την χρονιά σου και τσάμπιο λιγκ μας έβγαλες με γκολ απ΄τα δικά σου. Μετά για κάμπο τράβηξες, γιατί ήθελες να παίζεις δεν είχες τόση υπόμονή, δεν ήσουνα Καρνέζης.
Στα Γιάννενα τωρα ξανά την Σουπερ Λιγκ θα οργώσεις κι όλα τα αντίπαλα εξτρέμ θα τα κατατροπώσεις. Όμως εγώ δεν σε ξεχνώ, σαν του Ντρογκμπά τον κώτσο θα σ’εχω πάντα στην καρδιά, μεγάλε Λιάκο Κώτσιο.
Μια μικρή ακέραστη ξεκίνησε καριέρα και της βουλής τα έδρανα τα έβαλε για στόχο, κι ας ήτανε το κάρμα της να γίνει καμαριέρα ας όψονται τα Γερμανά που για μυαλό ‘χουν στόκο.
Πιάνει που λέτε την καλή και γίνεται κυρία στο πιο ψηλό το έδρανο την πάρτη της θρονιάζει. Σπέρνει τον τρόμο, πανικό, σ’όλη την Βαυαρία κι αν τύχει νύχτα και την δεις το μάτι σου τρομάζει.
Στης Ένωσης το αφάν κατέ, ορίζει τα κουμάντα και στου Ευρώ το όνομα αιώνια τάζει πίστη, ορκίζεται να το τιμά, γι’αυτό κάνει τα πάντα και στης Ελλάς την κεφαλή εφόρεσε καπίστρι.
Διάταζει για λιτότητα και μέτρα εσπευσμένα και τον Γιωργάκη συγκινεί σε κάθε ομιλία, Ωρύεται πως άδικα πληρώνουν τα σπασμένα κι από τους ψηφοφόρους της ζητάει ασυλία.
Κόβει συντάξεις και μισθούς, αυξάνει και τους φόρους μα αποτέλεσμα μηδέν, το χρέος δεν μικραίνει ζητά παράδοση άμεση, σαφώς με δίχως όρους αλλιώς προβλέπει σύντομα η χώρα να πεθαίνει.
Στέλνει εκ νέου εντολή να σφίξει το ζωνάρι και βάζει σκέψεις στην βουλή για φόρο και στον ύπνο. Τραβά τα γκέμια, τα λουριά, τραβά το χαλινάρι δίνει ρητά την εντολή να κόψουμε το δείπνο.
Στης πείνας μας το γήπεδο παίζει μεγάλη μπάλα και απειλεί του Νάιτζελ την θέση στην καρδιά μας. Το πέτυχε η ακέραστη με τούτα και με τ’ άλλα κατάφερε και τρύπωσε τις νύχτες στα όνειρα μας.
Μαζί σου φαντασία μας μπορεί να μην οργιάζει όμως ο σβέρκος μου απαιτεί να βρούμε άμεση λύση κι όπως το πάνσοφο ρητό ξεκάθαρα προστάζει για πάρτη σου ρε Άγγελα θ’αφήσουμε τα μίση…
Τα χρόνια σου περάσανε και ξεκινάς στον πάγκο όμως δεν δίνεις αφορμές στον κάθε σαλτιμπάγκο, να λέει πως μανουριάζετε με Ζέκα και με Λέτο σαν καγκουρες που σφάζονται για κάποιο μπαζονέτο.
Στέκεις σεμνός απέναντι στο πέρασμα των χρόνων και περιμένεις στωϊκά το τέλος των αγώνων. Να πάρεις θέση αλλαγής κι ας ξέρεις πως δεν πάει λίγα λεπτά, της κλάσης σου, παίχτης να τα μετράει.
Σαν ήσουν στα ντουζένια σου σε λέγαν κωλοτούμπα πως παίρνεις φάουλ πέτσινα σε ΟΑΚΑ μα και Τούμπα. Σε κράζανε στους ρέφερι πως γίνεσαι τσιμπούρι πως ήσουν λέγανε καλός μονάχα στο ταμπούρι.
Για κάρτες γκρίνιαζες συχνά, αυτό είναι μια αλήθεια όμως το δίκιο σ’επνιγε, ξεχείλιζε απ’τα στήθια. Εσύ το μόνο που έκανες, το δίκιο να γυρεύεις καρτες κι ανάσες συμπαικτών με τέχνη να ψαρεύεις.
Ομως για στάσου μια στιγμή, πού βρίσκονται κρυμμένοι όλοι αυτοί οι γνωστικοί, οι τόσο κακιασμένοι; Εχθές με μια ενέργεια τους έβγαλες στον τάκο δαγκώσανε την γλώσσα τους και πήγαν από δάκο.
Εχθές στο τιμιόμετρο πρόσθεσες μια βαθμίδα κι απάνω-απάνω ανέβηκες στην τίμια πυραμίδα. Ιερό τοτέμ των τίμιων, σκαρφάλωσες ψηλά και πλησιάζεις, σοβαρά, τα στάνταρντς του Λουκά.
Κι εγώ να ξέρεις ξαγρυπνώ και χάνομαι τις νύχτες για σένα παώ σε μέντιουμ, μάγους και χαρτορίχτρες. Να φτιάξουμε για σένανε της νιότης το ματζούνι για πάντα νιο κι αγέρωχο να’χουμε Καραγκούνη.
Σε είπανε και άγαλμα, σε είπαν τροχονόμο πως στο χωριό σου τα μπλονζον διώκονται απ’το νόμο. Χολή για σένα στάξανε των ΜΜΕ οι πένες γράφαν για σένα ολημερίς σαν να’ταν λυσσασμένες.
Πως είχες -γράφαν- αίσθηση του χώρου ξεχασμένη και πως αρνείσαι την γωνιά να’χεις καλα κλεισμένη. Πως τσακωμένοι είσαστε εσύ κι οι αποκρούσεις και πως σαν βγαίνεις το κοινό παθαίνει παρακρούσεις.
Και να που τα κατάφεραν και σ’έκατσαν στον πάγκο, βρήκανε βλεπεις σύμμαχο αυτόν τον σαλτιμπάγκο. Σ’ έβγαλε έξω απ’τα γκολπόστ μονάχα από πείσμα, βλεπείς εσύ’σαι τίμιος και δεν τον έχεις βυσμα…
Νομίζεις ότι ξέχασα πως έφυγε ο Ριέρα; Να φύγει από προπονητής, να γίνει καμαριέρα. Αλήθεια έχει δίπλωμα; Να δώσει ντοκουμέντα. Αφήνει εσένανε εκτός; Γελάνε τα τσιμέντα.
Αν θα γυρίσεις σύντομα αλήθεια δεν γνωρίζω όμως αν δεν σε ξαναδώ τον κόσμο θα γυρίζω να λέω παντού τον πόνο μου με φίλο Πάντσα Σάντσο σαν Δον Κιχώτης θα γυρνώ, μας έλειψες Κοστάντζο.
Ήταν γοργός στο τρέξιμο, καμάρι της Τασκένδης τα σουτ του ήτανε φωτιά, της μπάλας ο Πουνέντης. Οι πάσες του γλυκόπικρες, ξεχείλιζαν μεράκι σιρόπι για συμπαίκτες του, γι’ αντίπαλους φαρμάκι.
Στα δύσκολα δεν κώλωνε, ποτέ του δεν κρυβόταν πάντα θρασύς κι αγέρωχος στο ύψος του στεκόταν. Παστέλωνε τεμάχια στεγνά και δίχως σάλιο θα ήταν σούπερ δίδυμο με Ελιομάρ Καρβάλιο.
Στα πόδια μας την είχαμε την τόση του την κλάση εσείς όμως αφήσατε μπροστά σας να περάσει Τον διώξατε κακήν κακώς, ωσάν λαθρεπιβάτη γιατί ήτανε λίγο κοντός, δεν γέμιζε το μάτι.
Τώρα από φορ ξεμείνατε και ψάχνετε εις μάτην στο τέλος το γινάτι σας σας έβγαλε το μάτι. Τότε δεν τον κρατήσατε που ήταν και στο τσάμπα τώρα ξανά στο μέτρημα δεν φτάνουνε τα φράγκα.
Αλήθεια δεν σας χάλασε εκεί στην Παιανία που χρόνια πριν την χάσατε μεγάλη ευκαιρία να κλείσετε το σέντερ φόρ που θα ‘σκιζε χασέδες που θα ‘κανε να ξεχαστούν Βαζέχες και Σισέδες.
Κι όμως μυαλό δεν βάλατε, για κείνον δεν κινήστε το τόπι δεν κατέχετε, γιατί δεν παραιτήστε; Πούλα ρε Τζίγκερ, μ’έσκασες, να έρθει ο Αχμέτοφ να σκάσει φράγκα ενά σωρό να φέρει Ιρισμέτοφ.
Δευτέρα ήταν η στιγμή που η μοίρα το ‘χε γράψει να έρθει στο πλανήτη μας η θεία σου μορφή που θα ‘κανε τον φίλαθλο, της θέσης να ξεγράψει τα μέχρι τότε τα γνωστά, τα όσα είχε δει.
Για στόπερ έπεφτες πολύς, το τόπι το κατείχες μα έκανες υπομονή και έπαιζες κι εκεί στην πλάτη φορτονώσουνα ομάδας σου τις τύχες γιατί ήσουνα αρσενικό με μπέσα και τιμή.
Στο κέντρο ήταν η θέση σου, να σπέρνεις, να οργώνεις να αναχαιτίζεις κύματα, να κόβεις στο φινάλε παιχνίδι της ομάδας σου εσύ να οργανώνεις να βγάζεις κάθετες μπαλιές και πάσες πάρε-βάλε.
Μα σαν αστέρι που ήσουνα σε ζήλευαν χιλιάδες της πλούσια την κόμη σου, τα ωραία σου μαλλιά Βγάζαν φιρμάνια ψεύτικα και γράφανε αράδες πως είσαι τάχα ήσουν άμπαλος κι ειχες μπυροκοιλιά.
Τα τίμισες το δίπιττα αυτό είναι μια αλήθεια θαμώνας ήσουν τακτικός εκεί στο Ideal αυτή ήταν η λατρεία σου που έγινε συνήθεια ο ΜVP θα ήσουνα σε γύρου μουντιάλ.
Και όταν τα γυράδικα θα γίνουν ιστορία το ρίξουν στην παράδοση και φτιάχνουν τραχανά Θα έχω για καμάρι μου, θα λέω με παρρησία πως είδα εγώ στα μέρη μου Ραμπεσατρατανά.
Ηταν μια μέρα θλιβερή, μια μέρα αποφράδα που οι άμπαλοι σε ρίξανε στου Euro τον καιάδα. Είχες γλυμένο το μαλλί, στ’αυτάκι σκουλαρίκι να δείξεις ήθελες πως πια δεν ήσουν πιτσιρίκι.
Να σβήσεις ήθελες ντροπή που πήρες στην πρεμιέρα να τιμωρήσεις Έλληνες που σήκωσαν παντιέρα. Η γκρίνια κι η αμφισβήτηση σε βάλανε στην πρίζα αλλά δεν υπολόγισες καλά τον Ζήση Βρύζα.
Οι Άγγελοι σε κέρασαν του Euro το φαρμάκι στο ράδιο ακούγαμε τον Γιώργο τον Χελάκη να λέει να ωρύεται πως ρόμπα σ’έχουν κάνει ο Τραϊανός και ο Καψής μαζί με Κατσουράνη.
Φύσσας και Γιούρκας κέρβεροι, τα άκρα ήταν φραγμένα στις γιόμες καταφύγατε σχεδόν απελπισμένα Μα στον αέρα είχαμε υπεροχή μεγάλη και Μπασινά απ’τα καρέ την μπάλα για να βγάλει.
Οι αδιάκοπες και απότομες του Κάρα διεισδύσεις χωρίς να θέλεις σ’έκαναν στα ξαφνικά να χύσεις τόνους και τόνους δάκρυα σαν να ‘σουνα παιδάκι την κούπα σαν σηκώσαμε με κάπτεν Ζαγοράκη.
Κι αν τώρα πια μεγάλωσες και φίρμα είσαι μοιραία πάντα θα κλαίς στο άκουσμα του Μέγα Χαριστέα Κι αν πάνω στο καλάμι σου το παίζεις υπεράνω ξέρω κι εγώ, ξέρεις κι εσύ… σε γλέντησα Κριστιάνο.
Στους Πόντιους της Βέροιας, πιο δίπλα απ΄την Κοζάνη μαζεύτηκαν οι σκάουτερς μετά από φιρμάνι, να δούνε τότε νεαρό και φέρελπι πορτιέρο που’χε ψυχή και τσαμπουκά σαν να΄ταν ο Μοντέρο.
Μαγεύτηκαν απ΄τα ρεφλέξ που έδειχνες να έχεις την θέση ήταν προφανές καλά πως την κατέχεις. Τους έπεισες πως πάνω σου πολλά μπορούν να χτίσουν και άμυνας τον κέρβερο για πάντα να σ’ορίσουν.
Προσπάθησαν και κέρδισαν υπογραφή δική σου στο πρώτο και καλύτερο συμβόλαιο της ζωής σου. Σε τράβηξαν στα νότια, σε φέραν στην πρωτεύουσα σε μια ομάδα της «κορφής» και όχι δευτερεύουσα.
Βοήθησες τα μέγιστα, δυό κούπες σε δυό χρόνια έπιασες πέναλντυ σωρό, τα γκολ ήταν σαν χιόνια, που σπάνια ερχόντουσαν και γρήγορα ξεχνιούνταν και κάποια λάθη σου μικρά, γρήγορα ξεπερνιούνταν.
Ακόμα κι όταν πέρασαν τις ΑΕΚ οι εξάρσεις εσύ ‘σουν πάντα αγέρωχος και πάντα στις επάλξεις. Έδινες πάντοτε ψυχή και σώμα και ψυχάρα στην άμυνα έδινες πνοή, γιατί ‘σουν αρχηγάρα.
Όμως κι αν πήρες τελικό με πέναλτυ οβίδα στον πάγκο σε αφήσανε και σου ‘στριψε η βίδα. Κι αν φάνηκαν αχάριστοι, αλήθεια, απέναντι σου εσύ έφυγες σαν κύριος κι αυτό είναι προς τιμήν σου.
Τα βρόντηξες και έφυγες γιατί δεν το βαστούσε γκολκίπερ της αξίας σου σαν δεύτερος να ζούσε. Στον ΠΑΟΚ της καρίερας σου φινάλε το μεγάλο μα είν’ η φυγή σου, ανοιχτή, πληγή το δίχως άλλο.
Πλέον γεμίσαμε ντεμέκ γκολκίπερ της δεκάρας, ποιος να καλύψει το κενό ετούτης της παιχτάρας; Στην εκκλησιά κάθε πρωί θα πιάνω ένα στασίδι και στον Θεό θα εύχομαι για νέο Ατματζίδη.