Στα όλα σου ήσουν τίμιος για μια δεκαετία όμως στο τέλος είσπραξες μονάχα αχαριστία Θύμα της ανανέωσης, θυσία εσύ στην κρίση να δούμε τα παπούτσια σου τώρα ποιος θα γεμίσει.
Σαν άκουσα την είδηση, μελαγχολία μεγάλη φανέλα, λέει, θ’άλλαζες και θα φορούσες άλλη. Τα κόκκινα προβάριζες, τα σάιτ διαλαλούσαν κι όλοι οι πιστοί σου οπαδοί σε δάκρυα ξεσπούσαν.
Μα εσύ τους τρόλαρες στεγνά και διάλεξες τα ξένα το ελληνικό πρωτάθλημα δεν χώραγε εσένα. Τις ξυραφένιες σέντρες σου, τις διαβητένιες πάσες τις κούρσες σου τις θεϊκές που κόβανε ανάσες
Τα τάκλιν τα δυναμικά, τα τόσα, τα μεγάλα τα τόσο καθοριστικά, πάντα πάνω στην μπάλα ποτέ δεν θα ξεχάσουμε -αλήθεια σου το λέω τώρα Πριμέρα τα ΣουΚου θα βλέπω και θα κλαίω.
Θα κάνω πέτρα την καρδιά, την θλίψη μου συνήθεια θα κρύψω, τέλος, τον καημό βαθειά μέσα στα στήθια γιατί εσύ γεννήθηκες για πράγματα μεγάλα για να τους μάθεις, ρε Λουκά, στην Ισπανία μπάλα.
Της Κρήτης θρέμα-γέννημα, της ποδοσφαίρομανας έμαθες μπάλας μυστικά, αστέρι της αλάνας. Τ’ αριστερό το πόδι σου και τα προσόντα τ’ άλλα σ’ έκαναν και ξεχώριζες σαν μύγα μες το γάλα.
Ψηλός, γερός αθλητικός, ταυρί σωστό σας λέω να γίνει αστέρι ήτανε στο μέλλον του μοιραίο. Κι αν ήξερε μπάλα πολλή, κοντά χίλια καντάρια τον τράβηξε η άμυνα, μπροστά απ’τα δοκάρια.
Τις σέντρες του προτίμησε σε όλους να χαρίζει πάντα από πίσω αριστερά, στου μπακ το μετερίζι. Κι αν το δεξί του κένταγε δεν το’ χε και για πρώτο τ’ αριστερό ζωγράφιζε σαν σε καμβά στο χόρτο.
Στον ΟΦΗ τον γνωρίσαμε, οχτώ χρονάκια μπάλα έπαιξε και μας χάριζε στιγμές μεγάλες πάντα. Και σαν έφτασ’ η ώρα του μεταγραφή να πάρει στα πόδια του απλώσανε χρυσό και κεχριμπάρι.
Μ’ αυτός σαν ήταν τίμιος δεν κοίταξε το χρήμα και ντύθηκε στα πράσινα, αλλιώς θα το ‘χε κρίμα που θ’ άφην’ αβοήθητο τον ΠΑΟ της καρδιάς του για παν δεν είχε τα λεφτά, σε πείσμα της γενιάς του.
Το νταμπλ σήκωσες εσύ, στην πρώτη την χρονιά σου και τσάμπιο λιγκ μας έβγαλες με γκολ απ΄τα δικά σου. Μετά για κάμπο τράβηξες, γιατί ήθελες να παίζεις δεν είχες τόση υπόμονή, δεν ήσουνα Καρνέζης.
Στα Γιάννενα τωρα ξανά την Σουπερ Λιγκ θα οργώσεις κι όλα τα αντίπαλα εξτρέμ θα τα κατατροπώσεις. Όμως εγώ δεν σε ξεχνώ, σαν του Ντρογκμπά τον κώτσο θα σ’εχω πάντα στην καρδιά, μεγάλε Λιάκο Κώτσιο.
Μια μικρή ακέραστη ξεκίνησε καριέρα και της βουλής τα έδρανα τα έβαλε για στόχο, κι ας ήτανε το κάρμα της να γίνει καμαριέρα ας όψονται τα Γερμανά που για μυαλό ‘χουν στόκο.
Πιάνει που λέτε την καλή και γίνεται κυρία στο πιο ψηλό το έδρανο την πάρτη της θρονιάζει. Σπέρνει τον τρόμο, πανικό, σ’όλη την Βαυαρία κι αν τύχει νύχτα και την δεις το μάτι σου τρομάζει.
Στης Ένωσης το αφάν κατέ, ορίζει τα κουμάντα και στου Ευρώ το όνομα αιώνια τάζει πίστη, ορκίζεται να το τιμά, γι’αυτό κάνει τα πάντα και στης Ελλάς την κεφαλή εφόρεσε καπίστρι.
Διάταζει για λιτότητα και μέτρα εσπευσμένα και τον Γιωργάκη συγκινεί σε κάθε ομιλία, Ωρύεται πως άδικα πληρώνουν τα σπασμένα κι από τους ψηφοφόρους της ζητάει ασυλία.
Κόβει συντάξεις και μισθούς, αυξάνει και τους φόρους μα αποτέλεσμα μηδέν, το χρέος δεν μικραίνει ζητά παράδοση άμεση, σαφώς με δίχως όρους αλλιώς προβλέπει σύντομα η χώρα να πεθαίνει.
Στέλνει εκ νέου εντολή να σφίξει το ζωνάρι και βάζει σκέψεις στην βουλή για φόρο και στον ύπνο. Τραβά τα γκέμια, τα λουριά, τραβά το χαλινάρι δίνει ρητά την εντολή να κόψουμε το δείπνο.
Στης πείνας μας το γήπεδο παίζει μεγάλη μπάλα και απειλεί του Νάιτζελ την θέση στην καρδιά μας. Το πέτυχε η ακέραστη με τούτα και με τ’ άλλα κατάφερε και τρύπωσε τις νύχτες στα όνειρα μας.
Μαζί σου φαντασία μας μπορεί να μην οργιάζει όμως ο σβέρκος μου απαιτεί να βρούμε άμεση λύση κι όπως το πάνσοφο ρητό ξεκάθαρα προστάζει για πάρτη σου ρε Άγγελα θ’αφήσουμε τα μίση…
Τα χρόνια σου περάσανε και ξεκινάς στον πάγκο όμως δεν δίνεις αφορμές στον κάθε σαλτιμπάγκο, να λέει πως μανουριάζετε με Ζέκα και με Λέτο σαν καγκουρες που σφάζονται για κάποιο μπαζονέτο.
Στέκεις σεμνός απέναντι στο πέρασμα των χρόνων και περιμένεις στωϊκά το τέλος των αγώνων. Να πάρεις θέση αλλαγής κι ας ξέρεις πως δεν πάει λίγα λεπτά, της κλάσης σου, παίχτης να τα μετράει.
Σαν ήσουν στα ντουζένια σου σε λέγαν κωλοτούμπα πως παίρνεις φάουλ πέτσινα σε ΟΑΚΑ μα και Τούμπα. Σε κράζανε στους ρέφερι πως γίνεσαι τσιμπούρι πως ήσουν λέγανε καλός μονάχα στο ταμπούρι.
Για κάρτες γκρίνιαζες συχνά, αυτό είναι μια αλήθεια όμως το δίκιο σ’επνιγε, ξεχείλιζε απ’τα στήθια. Εσύ το μόνο που έκανες, το δίκιο να γυρεύεις καρτες κι ανάσες συμπαικτών με τέχνη να ψαρεύεις.
Ομως για στάσου μια στιγμή, πού βρίσκονται κρυμμένοι όλοι αυτοί οι γνωστικοί, οι τόσο κακιασμένοι; Εχθές με μια ενέργεια τους έβγαλες στον τάκο δαγκώσανε την γλώσσα τους και πήγαν από δάκο.
Εχθές στο τιμιόμετρο πρόσθεσες μια βαθμίδα κι απάνω-απάνω ανέβηκες στην τίμια πυραμίδα. Ιερό τοτέμ των τίμιων, σκαρφάλωσες ψηλά και πλησιάζεις, σοβαρά, τα στάνταρντς του Λουκά.
Κι εγώ να ξέρεις ξαγρυπνώ και χάνομαι τις νύχτες για σένα παώ σε μέντιουμ, μάγους και χαρτορίχτρες. Να φτιάξουμε για σένανε της νιότης το ματζούνι για πάντα νιο κι αγέρωχο να’χουμε Καραγκούνη.
Σε είπανε και άγαλμα, σε είπαν τροχονόμο πως στο χωριό σου τα μπλονζον διώκονται απ’το νόμο. Χολή για σένα στάξανε των ΜΜΕ οι πένες γράφαν για σένα ολημερίς σαν να’ταν λυσσασμένες.
Πως είχες -γράφαν- αίσθηση του χώρου ξεχασμένη και πως αρνείσαι την γωνιά να’χεις καλα κλεισμένη. Πως τσακωμένοι είσαστε εσύ κι οι αποκρούσεις και πως σαν βγαίνεις το κοινό παθαίνει παρακρούσεις.
Και να που τα κατάφεραν και σ’έκατσαν στον πάγκο, βρήκανε βλεπεις σύμμαχο αυτόν τον σαλτιμπάγκο. Σ’ έβγαλε έξω απ’τα γκολπόστ μονάχα από πείσμα, βλεπείς εσύ’σαι τίμιος και δεν τον έχεις βυσμα…
Νομίζεις ότι ξέχασα πως έφυγε ο Ριέρα; Να φύγει από προπονητής, να γίνει καμαριέρα. Αλήθεια έχει δίπλωμα; Να δώσει ντοκουμέντα. Αφήνει εσένανε εκτός; Γελάνε τα τσιμέντα.
Αν θα γυρίσεις σύντομα αλήθεια δεν γνωρίζω όμως αν δεν σε ξαναδώ τον κόσμο θα γυρίζω να λέω παντού τον πόνο μου με φίλο Πάντσα Σάντσο σαν Δον Κιχώτης θα γυρνώ, μας έλειψες Κοστάντζο.
Στης μπάλας το στερέωμα, στης Super League τα μέρη
ήρθες φορτσάτος ξαφνικά μια μέρα μεσημέρι. Όχι δεν ήρθες με σοφέρ, λίμο και κυριλίκια ήρθες με κιτρινο ταξί κι ουχί παπατζιλίκια.
Το λαϊκό σου το προφίλ κι η ταπεινή σου φύση ήταν αυτά που στην ΠΑΕ κατεύνασαν την κρίση. Ωσάν αλεξικέραυνο λειτούργησες για όλους μπήκες μπροστά και έταξες άγγελους και διαβόλους.
Σαν άντρας ντόμπρος, σοβαρός, που ο λόγος σου μετράει έχεις χιλιάδες τα κονέ, σε Τζέντα και Ντουμπάι. Εκεί λοιπόν τα μίλησες με πρίγκιπες βαρβάτους πρίγκιπες-κροίσους και τρανούς, κολώνες του έκει κράτους.
Τους έδειξες στο DVD αγώνες της ομάδας, τους πρότεινες να γίνουνε ηγέτες της αρμάδας. Κι ήταν οι ντρίμπλες του Γιοσού κι οι σέντρες του Λουκά τους Άραβες που πείσαν’ να τα σπρώξουνε χοντρά.
Αμέσως καταστρώσατε διάσωσης το πλάνο και για Αθήνα σ’ έβαλαν στο πρώτο αεροπλάνο. Στον Τζίγκερ πρόταση έκανες μα είχες ατυχίες, λουμπάγκα, αρρώστιες και λιμούς, των κούριερ απεργίες.
Δυό μήνες ένα γνήσιο μας κόστισε εντέλει κι ήταν αυτό που έκοψε των Μ.Μ.Ε. το μέλι. Φαρμάκι στάζαν -φίλε μου- πως είσαι σαλτιμπάγκος όμως σαν πάρεις την ΠΑΕ θα τους εφάει ο πάγκος.
Είδηση να μην ξαναδούν, καν’ το βαρύ πεπόνι ούτε για Τέβες μην τους πεις μα ούτε και για Ρόνι. Απ’ το youtube θα βλέπουνε τους άθλους και την μπάλα που θα ζαλίζει στα τερέν ο μέγας Σικαμπάλα.
Εμείς, να ξέρεις, ξέρουμε πως λές μόνο αλήθεια και πως σαν έρθεις τα Τσου Λου θα γίνουνε συνήθεια. Όμως πολλή η γκίνια σου και φαίνεται πως κάτι και κάποιος, κάπου, κάποτε σου έριξε το μάτι.
Σήμερα είναι η μέρα σου, Τρίτη και δεκατρία κι όλο τον πράσινο λαό τον τρώει η αγωνία. Παίξε την μπάλα που μπορείς κι έξω απ’τα δόντια πες τα δώσε τυράκι στον λαό, δώσε ρε Βλάση ρέστα!
Στ’ ονείρου σου την ζεστασιά, σε μια γωνιά του πάγκου πίνεις ρακί και τσικουδιά εις την υγειά του σπάγκου, που άλλοθι σου έδωσε αφού λεφτά δεν βάζει του Κάστρο η απώλεια σου έμεινε μαράζι.
Με σιγουριά το μπάχαλο, γλαρώνεις κάπου-κάπου και βλέπεις όνειρα τρελά, πως κλείνεις τον Λουκάκου. Με σέντερ φορ τον Κλέιτον, δεκάρι τον Βιτόλο κάνεις το ματ στην τακτική, κερδάς τον κόσμο όλο.
Στον ύπνο σου το Τσάμπιονς Λίγκ πήρες δια περιπάτου ομάδα έφτιαξες γοργή, που τρέχει του θανάτου. Σαν Ράμπο ονειρεύεσαι Σπυρόπουλο, Μαρίνο και Φαν ντερ Σααρ φαντάζεσαι τον Στέφανο Καπίνο.
Που είναι το θεάρεστο το έργο που έχεις κάνει; Που έκανες παλαίμαχους Νίνη και Κατσουράνη; Η άμυνα η περσινή, εφέτος γιατί μπάζει; Μήπως σερβίρετε κουκιά και κάποιους τους πειράζει;
Δεν θέλω να κατηγορώ, να κάνω εγώ τον σπιούνο μ’απ’τον Τοτσέ καλύτερα τον Βάγγο τον Καούνο. Που ‘χει το γκολ προάγει πια, σε δεύτερη του φύση με δυό διπλά και πέντε ΦΙΞ το deal θα είχε κλεισει.
Σε προκαλώ ορθάνοιχτα παραίτηση να θέσεις των Πορτογάλων την σχολή άλλο να μην εκθέσεις. Να πας στο Οπόρτο φίλε μου και όσο θες κοιμήσου ήρθε ο καιρός για σύνταξη, Φερέιρα παραιτήσου!
Καινούρια season Fightclub κι ακόμα περιμένω να ακούσω για τον άσωτο, τον γιο τον ξεχασμένο. Που κάποιοι καθαρίσανε στεγνά απ’την Παιανία το ποιός, γιατί αλλά και πως, μια άλλη ιστορία.
Στην ξενιτιά τον έστειλαν, στους πράσινους της Βρέμης στην Ισπανία διέπρεψε κι αυτός όπως κι ο Ντέμης. Ποιός τάχα καταράστηκε, ποιά μοίρα το’χε γράψει του ΠΑΟ ο φίλαθλος λαός για αυτόνανε να κλάψει;
Μας έλειψαν τα τάκλιν του, γεμάτα αυτοθυσία τα λίγα του τρεξίματα, μεστά και με ουσία. Ούτε φανφάρες και ποδιές, αυτά είναι για Τιτίκες κρατάτε εσείς το θέαμα, αυτός κρατάει τις νίκες.
Το πλήρωμα όμως έφτασε, του χρόνου, και το ξέρεις να ‘ρθεις ξανά σε καρτερεί ο Ρούλης Τριποτσέρης. Ξανά σε περιμένουμε, εχθροί και φίλοι, όλοι ας είναι και στον Πειραιά, χαλάλι Aλέξη Τζιώλη.
Μεγάλη φίρμα και λαμπρή δεν ήσουνα ποτέ σου ήσουν σκυφτός κι αμίλητος πάντα στις αλλαγές σου. Πάντα σεμνά και ταπεινά, χωρίς παπατζιλίκι είχες αυτόν τον τσαμπουκά που μάγευε τα πλήθη.
Στην άμυνα απροσπέλαστος, δεν πέρναγε κουνούπι σαν έπιανες το σεντερ φορ δεν το κουνούσε ρούπι. Γινόσουν αυτοκόλλητο, του έβγαζες το λάδι τον έπνιγες, τον έτρωγε το μαύρο το σκοτάδι.
Με όλα αυτά συστατική, τα τάκλιν διαβατήριο ήρθε για σένα η στιγμή να πάρεις προσκλητήριο. Σε κάλεσε ο τέως ΠΟΚ, σειρά σου για να παίξεις στου Πειραιά τα γήπεδα τα πλήθη να χαζέψεις.
Έβαλες ερυθρόλευκα, καινούριες καλαμίδες και έλιωνες τους αντίπαλους σαν να΄ταν κατσαρίδες. Της άμυνας ο ΜVP, κυρίαρχος αιθέρα ο πανταχού παρών, το παν πληρών κι ακόμα παραπέρα.
Μα ένα όμορφο πρωί, θαρρώ ήταν Τετάρτη ένας τραμπούκος Νορβηγός σ’έσβησε απ΄το χάρτη. Σου έδειξε αναίσχυντα της πόρτα της εξόδου έφερε κάποιον Ουαντού, σημάδι -λέει- προόδου.
Η άμυνα από δω και μπρος δεν ήτανε η ίδια έβαζε γκολ στον σάκο της σαν να΄τανε απίδια. Στην θύμιση σου έκλαιγαν οι γαύροι στις κερκίδες η απουσία σου έμοιαζε στο δέρμα τους λεπίδες.
Ποτέ κανείς δεν κάλυψε αλήθεια το κενό σου τ’ανάστημα, το ύφος σου και το χαμόγελο σου. Γυρνά ξανά στον Πειραιά και μάθε σ’όλους μπάλα την μπάλα που αγαπήσαμε, μεγάλε Σπύρο Βάλλα.
Την χαίτη σου την όμορφη, την πλούσια σου κόμη την φράντζα την ανέμελη που την ζηλεύαν όλοι, ζήλεψανε στην εθνική και οι καραβανάδες και να σε φάνε βάλθηκαν, σου ‘κάναν τσαμπουκάδες.
Και όντως τα κατάφεραν και σ’ έκαναν να φύγεις στην πληγωμένη εθνική κι άλλες πληγές ανοίγεις. Πήρες το καπελάκι σου, τη χαίτη-λασπωτήρα κι είπες ”εγώ σας χαιρετώ, απόφαση το πήρα”.
Ήταν το πλήγμα ισχυρό, πονούσε η απουσία των γκολ που πάντα απλόχερα κερνούσες τρία-τρία. Χωρίς εσένα μοιάζαμε ομάδα δίχως τέλος, όπως κι η ΑΕΚ είν’ μισή όταν της λέιπει ο Ντέλος.
Η άδεια μας επίθεση τα δίχτυα δεν ματώνει μόνο ball boys και πουλιά ο Σαμαράς σκοτώνει. Ο Σάλπι μοιάζει μόνος του γιγάντες να παλεύει κι ο Μήτρογλου στα επίσημα τα νέτα να χαζεύει.
Κι έτσι ποτέ δεν έπαψα για σένα να πιστεύω ξανα πως το εθνόσημο πάνω σου θα χαζεύω. Και να που δικαιώθηκα και ήρθε τούτη η ώρα που έδιωξες τα σύννεφα και πέρασε η μπόρα.
Και αν πολλοί νομίζουνε πως γύρισες για σένα μιας και το τόπι δεν κλωτσάς στου Άιντραχτ στα ξένα Το στόμα τους θα ράψουνε όταν θα βάλεις δέκα, παστέλια και στο Mουντιάλ, μεγάλε Φάνη Γκέκα.