Φταιω ΕΓΩ που ο Νταλγκλις ειδε στο προσωπο μου τον επομενο Ιαν Ρας η εστω τον Ρομπι Φαουλερ; Φταιω ΕΓΩ που στην εκπληκτικη χρονια μου στην Τσαμπιονσιπ ειχαν μολις κουνησει μαντηλι ο Οουεν, ο Βιντουκα, ο Μαρτινς, ξωμεινα μονος με τον Αμεομπι και εκανα καθε κυριακη ΠΑΡΤΥ; Φταιω ΕΓΩ που ο Σιρερ με εχρισε διαδοχο του; Φταιω Εγω που ο Κιγκαν με αποθεωσε, δηλωνοντας οτι ειμαι πιθανον απο τους 3 καλυτερους κεφαλοσφαιριστες παγκοσμιως; Φταιω Εγω που οι συμπαικτες μου στη Λιβερπουλ ειναι λυρατες και δεν μπορω να εξωτερικευσω την λιβιδινικη μου ενεργεια με κανα μπουκετο, ετσι ωστε να μου λυθουν τα ποδια στο γηπεδο; Φταιω Εγω που με κρατανε δεσμιο στο σπιτι και δεν μπορω να πιω ενα τιμιο ποτακι στις παμπ του Μερσεισαιντ και να παω χαλαρος το πρωι στη προπονηση; Φταιω ΕΓΩ που ο προεδρος τσιμπησε 30μυρια απο την λιβερπουλ, οταν αντικειμενικα αξιζω 6-7; Φταιω ΕΓΩ που εβαλα 11 γκολακια MONO φετος με Τζεραρντ τραυματια, να μου βγαζει ασιστ οι καθε Σπιρινγκ και Χεντερσον; Μηπως Φταιω ΕΓΩ ΚΑΙ για τα παιδομαζωματα του αμπαλου Μπενιτεθ που καταντησαν την ομαδα να παιζει με τον καθε Ανυπαρκτο? Στην τελικη Φταιω ΕΓΩ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΞΕΡΩ,ΤΟΣΟ ΠΑΙΖΩ;
Η δική μου στιγμή Mundial
8/7/1990 — Οι γονείς μου απολαμβάνουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους στην Χαλκίδα έχοντας αποφασίσει να πάρουν μαζί τους και τον σχεδόν 3 ετών γιο τους. Είμαστε οι μοναδικοί Έλληνες σε ένα αρκετά καλό ξενοδοχείο με πισίνα και κήπο μαζί με αρκετούς Γερμανούς τουρίστες που απολαμβάνουν τον ήλιο και την θάλασσα της χώρας μας. Ώρα: λίγο πριν τη λήξη του τελικού. Ο πατέρας μου, ως γνήσιος άντρας έχει κατέβει από νωρίς να δει τον αγώνα στην πισίνα του ξενοδοχείου. Εγώ και η μητέρα μου χαζεύουμε από το μπαλκόνι του ισογείου τους μαζεμένους άντρες που παρακολουθούν με απόλυτη προσήλωση τον μεγάλο τελικό. Μετά από αρκετές -μάταιες- προσπάθειες της μητέρας μου να με βάλει για ύπνο, επιστρατεύοντας όλη την γκρίνια και τα επιχειρήματα ενός 3χρονου καταφέρνω να την πείσω να με αφήσει να κάνω αυτό που θέλω: να πάω στον μπαμπά μου. Ώρα 22:00: Ο διαιτητής της αναμέτρησης έχει σφυρίξει τη λήξη. Οι -σχεδόν μεθυσμένοι- Γερμανοί τουρίστες αρχίζουν να πανηγυρίζουν. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν βγάλει τα πουκάμισα και βουτούν ακόμη και στην πισίνα. Κάπου ανάμεσα τους και ο πατέρας μου απλά χειροκροτεί και χαμογελάει μαζί τους, μην καταλαβαίνοντας όμως τίποτα απ’ όσα λένε. Και τότε ξαφνικά στο βάθος πίσω τους εμφανίζεται ένα μωρό φορώντας μόνο ένα λευκό φανελάκι και pamper να κατευθύνεται προς το μέρος τους χαμογελώντας, με το μαυρισμένο δέρμα του και τα κόκκινα φουσκωτά μάγουλα να κάνουν πλήρη αντίθεση. Η πιο λάθος στιγμή. Ο πατέρας μου αντιλαμβάνεται νωρίς την παρουσία μου στο χώρο και ετοιμάζεται να ‘ρθει να με πάρει. Δυστυχώς όμως μαζί του με βλέπουν και οι αυθεντικοί πρόγονοι του Stefan Effenberg και του Oliver Kahn, φωνάζοντας «baby!! Baby!!».
Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν τραγικές. Εγώ με ένα απίστευτα τρομαγμένο βλέμμα να ανεμίζομαι στον αέρα και να αλλάζω χέρια και αγκαλιές όμοια με το τρόπαιο που παρέλαβε εκείνη τη βραδιά ο Λόταρ Ματέους, πριν φτάσω επιτέλους στην αγκαλιά του πατέρα μου. Παρόλα αυτά αρνήθηκα να κλάψω -προς έκπληξη όλων. Αν και πολύ μικρός το συμβάν είχε χαραχτεί στην καρδιά και την ψυχή μου. 10 χρόνια αργότερα, όταν κοιτούσα τις φωτογραφείς εκείνων των διακοπών και μου εξιστορούσαν με γέλια το θλιβερό συμβάν, κάτι σκίρτησε μέσα μου και τα κομμάτια του πάζλ ενώθηκαν. Επιτέλους κατανοούσα αυτή την πηγαία ποδοσφαιρική απέχθεια για αυτήν τη χώρα. Όσους σπουδαίους ποδοσφαιριστές και αν βγάλετε για μένα θα είστε πάντα 11 άσχημοι, νταμαροτοί, υπερόπτες ξυλοκόποι που κατεβαίνετε στο γήπεδο όχι για να ευχαριστηθείτε το ματς…
(coming soon συνέχεια με Mundial 2006) Γιώργος. ο 20 χρόνια πριν άμοιρος 3χρονος
“ΤΟ ΣΟΥΤ…….” και όλα πάγωσαν εκεί. Τη στιγμή που η μπάλα άφηνε το παπούτσι του ταλαντούχου φόργουορντ, τη στιγμή που οι έκπληκτοι αμυντικοί κοιτούσαν τη μπάλα ευχόμενοι την όποια πορεία της πέραν κάποιου περιστεριώνα, τη στιγμή που ο τερματοφύλακας ετοιμαζόταν να εκτιναχτεί στην γωνία του τέρματος, για να αποσοβήσει το υποθετικά ενδεχόμενο “μοιραίο”.
Τη στιγμή που όλο το γήπεδο κοίταζε, τη στιγμή που δεν ήθελε να κοιτάζει ο παιδικός του φίλος για την περίπτωση που η μπάλα γινόταν ένα με το πλεχτό, τη στιγμή που κοίταζε και αυτός, κρατώντας στο ένα χέρι τη μπύρα, στην άλλη τον διπλό πιτόγυρο χωρίς κρεμμύδι, με πάπρικα και κίτρινη σος. Α και με λίγες πατάτες.
Ξύπνησε όπως κάθε πρωί, έπλυνε το πρόσωπό του, ντύθηκε, και τράβηξε για δουλειά. Ο νούς του όμως ήταν το βράδυ. “Έχει ματσάρα” έλεγαν όλοι. “Τελικός Τσου Λου”. Έτσι έλεγε και αυτός. Η ώρα πέρασε αργά, τελικά σχόλασε και τράβηξε γρήγορα για το σπίτι. Σκέφτηκε όμως, “Μπάλα μόνος; Χαβαλές γιόκ;”. Το τηλέφωνο λες και βγήκε μόνο του από την τσέπη, ο αριθμός ήταν ήδη στην οθόνη. “Έλα ρε φίλε! Έχει ματσάρα το βράδυ; Ψήνεσαι; Ξέρεις το δρόμο για το σπίτι!!”. Απλά. Κι ας ήταν ο ένας με αυτούς με τα κίτρινα, και ο άλλος με αυτούς με τα κόκκινα. Φιλαράκια ήταν από παιδιά, τι τους ένοιαζε αυτό…
Ο ήρωάς μας γύρισε στο σπίτι, ετοιμάστηκε, και περίμενε το φιλαράκο του για το ματς. Το παλικάρι ήταν εκεί στις 9:00, άγγλος στην ώρα του για το “γερμανικό εμφύλιο”. Παράγγειλαν φαι, άφησαν και πουρμπουάρ στο ντιλίβερι που θα έχανε το ματς για παρηγοριά, έβγαλαν τις μπύρες και τις πορτοκαλάδες από το ψυγείο και κάθησαν. Το πρώτο σφύριγμα ανέβασε την ένταση. Οι πρώτες πάσες την αδρεναλίνη. Μέχρι που τελείως ξαφνικά και απρόσμενα, σε στιγμή που δεν περίμενε κανένας, ο σπίκερ εκστόμισε “ΤΟ ΣΟΥΤ…….” ….και όλα πάγωσαν εκεί.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΒΡΗΚΑ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ. ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΒΔΟΜΑΔΕΣ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ, ΠΟΥ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΑΝΤΕΥΩ ΤΙ ΛΕΤΕ ΠΑΡΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ. ΑΛΛΑ ΒΡΗΚΑ ΤΗΝ ΛΥΣΗ: ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟ. ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΦΟΡΗΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ, ΑΝ ΤΟ ΒΑΛΩ ΑΝΑΠΟΔΑ, ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΟΚΟΡΥΦΟ, Η ΚΕΡΑΙΑ ΕΦΑΠΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ, ΑΛΛΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΠΛΑΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΕΝΤΑ ΤΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ, ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ.
ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΚΟΜΑ ΣΗΜΑ ΕΧΩ ΑΝ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ ΕΧΩ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ, ΜΕ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΥΓΡΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΑΛΛΑ -ΠΡΟΣΟΧΗ- ΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΟΧΙ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. ΤΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΚΟΥΩ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΦΩΝΗ ΣΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΥΛΟΤΡΑΓΟΥΔΟ.
Φάρμακα, δηλητήρια, κατάχρηση ουσιών, ναρκωτικά… Ενα ουίσκι παρακαλώ. Σκέτο. Ενα θλιβερο γεγονος συνεβη πριν απο 4 μερες. Πεθανα. Για εικοστή τρίτη φορά μάλιστα.. Ιατρικό δυστύχημα! Ήμουν τυχερός…
(Παύση. Έπεσε ο ηλεκτρισμός για λίγο).
Ήμουν τυχερός λέω… Τώρα αναμένω τα ΣΚ. Εκεί στην Ένα, στη δυτική, κάτω χαμηλά. Ας είναι… Ο Gaston θα κελαηδήσει πάλι και θα πλουτίσουμε στην Σουβλάκιο Νήσο. Be sure, που λεν και στο χωριό κάποιου γνωστού… Εν τούτοις και το χρήμα ΦΕΡΝΕΙ την ευτυχία. Το υψηλό IQ όμως, όχι. Πόσο σε ζηλεύω αιωνόβιε αίλουρε Jens… Η διαφορά μεταξύ ιδιοφυΐας και βλακείας είναι ότι η ιδιοφυϊα έχει όρια. Αού… Αού… που λένε και οι 300, για να μην ξεχνιόμαστε.
Αυτα για τωρα. Τα λεμε. Και που ξερετε ισως μια μερα βρεθουμε…
Υ.Γ. Το παραλήρημα χαρακτηρίζεται από σοβαρή, ξαφνική σύγχυση του ασθενούς με γρήγορες αλλαγές της εγκεφαλικής λειτουργίας που συνήθως συμβαίνει ταυτόχρονα με σωματικές ή ψυχικές παθήσεις.
Τα χω δοκιμασει όλα. Δε γίνεται τίποτα. Λούπου δοκίμασες; Όχι. Λούπου με Ουλντριχ και Νταλγκλίς!
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Ηταν μια κατασταση μεθης, ενα ονειρο που κραταγε απο το καλοκαιρι και δεν ηταν απατηλο. Το ταξιδι του Πυθεα προς το αγνωστο. Η παγωμενη και ομιχλωδης Θουλη. Οι περιπλανησεις του Οδυσσεα, Σκυλλες και Χαρυβδες στο δρομο μας. Η Κιρκη εγκατεστημενη στο νησι της Αφροδιτης τους μεταμορφωνει σε ακακα γουρουνακια, αποδραση… Ο Πολυφημισμενος Κυκλωπας τα κοιταει αφ’ υψηλου, το δικο του το ονομα ολοι ξερουν πως ειναι Ζλαταν. Απεναντι του ο «Κανενας», ο ανυποληπτος. «Κανενας δεν θα γλυτωνε πια», ορκιστηκαν, ουτε αυτος, και ολοι νικηθηκαν. Τα ακακα γουρουνακια ως δια μαγειας ημιθεοι μονομαχοι. Αποθεωση στο καταμεστο Κολοσσαιο, τα σαρκοβορα αιλουροειδη ημερα σαν γατακια. Προστατης τους και εμψυχωτης ο αποκαλουμενος Ορφεας, ενδεδυμενος παντα την απασταραπτουσα πρασινη χλαμυδα, με οπλα Του το λογο που τσακιζει και την λυρα να παιανιζει, μαγευει μετα τα θηρια και τα πληθη στην πλατεια Ντουομο. Ο οριζοντας ηταν πια ανοιχτος, ο στοχος ορατος, το Χρυσομαλλο Δερας! Οι ασπονδοι εχθροι κατατροπωθηκαν στο κυνηγι του, οι ταυροι με τα ατσαλινα ποδια τους ετρεψαν σε ατακτη φυγη κι ακομα ευχαριστουν τον δικο τους θεο που ειναι ζωντανοι, ετοιμαζονται για του χρονου παλι λεει.
Στο δρομο των δικων μας για το τροπαιο η Θεα Τυχη στελνει μια ακομα απροσμενη απειλη: Θαλασσια τερατα με μακρυ λαιμο, η αγελη πλησιαζει. Η αδυσωπητη Ναυμαχια, η απο Θεου μηχανη την κρισιμη στιγμη: Το σιδερενιο πουλι του Ηφαιστου βοηθος, των τριων κακασχημων Αρπυιων τιμωρος. Ολα ξετυλιγονται σαν το κουβαρι της Αριαδνης στον λαβυρινθο του νου μου, ταινια απο το χθες που βλεπει ο μελλοθανατος, η ιδια του η ζωη ενα παραμυθι που τελειωνει. Και ναι, ειχε και Δρακο, κιτρινος, υποθαλασσιος με 11 κεφαλαια ητανε, του Λοχ Νες γατακι μπροστα του. Και μονο στη θυμηση νοιωθω τις δυναμεις μου να με εγκαταλειπουν… σαν να ειμαι κι εγω ενας απο τους Πρασινους μαχητες. Δεν αντεχουν αλλο, αλλιμονο! Οι τελευταιες εικονες θολες, σκοτεινες, προλαβα και τον ειδα. Κεφαλαια, εντεκα…Αντε να το παρει το ποταμι, και να το παει να βρει τα εναπομειναντα επτα Θηρια: Η συγχρονη ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ απεναντι στη γενναια αρμαδα του ΛΟΥΚΑ του ΒΥΔΡΑ. 11 λαιμοι ξεπροβαλλαν απο τη θαλασσα, ολοι ενωμενοι σε ενα σωμα τελικα. Αυτο ηταν, δεν το περιμεναμε, νενικηθηκαμεν! Τιμη και Δοξα στους Τιμιους και Αξιους της Ελλαδας πρεσβευτες, τους ηρωικα πεσοντες υπερ Γκοντζοβωμων και Εστιων! Ηταν ενα ονειρο και δεν ητανε απατηλο… ΤΕΛΟΣ
Ο μικρός μου αδερφός δουλεύει ηλεκτρολόγος στα καράβια. Σήμερα, τριγύρω του δούλευαν πολλοί ηλεκτροσυγκολητές και (μιας και οι ηλεκτρολόγοι δεν φοράνε μάσκα για να μπορούν να βλέπουν τί συνδέουν) κοίταξε την ώρα της κόλλησης μερικές φορές παραπάνω και “έκαψε” τα μάτια του όπως λέμε (δηλαδή έπαθε ερεθισμό/έγκαυμα στον αμφιβληστροειδή).
Κάποια στιγμή λοιπόν, με πήρε η νύφη μου τηλέφωνο για να τον πάω στο Θριάσιο στον οφθαλμίατρο, γιατί δεν έβλεπε τίποτα και πόναγε (το κάψιμο των ματιών πονάει περισσότερο απ’το γρέζι στο μάτι).
Τον πήγα, και μετά από περίπου 1μιση ώρα, επιστρέφαμε για Πέραμα. Ο αδερφός μου είχε αρχίσει να συνέρχεται γιατί η πετροκαΐνη και η υγραντική είχαν αρχίσει να λειτουργούν. Βέβαια και τα δύο του μάτια ήταν ταπωμένα με αυτά τα στρογγυλά μπαμπάκια των οφθαλμίατρων και το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με γάζα. Σαν τον Neo στο τρίτο Matrix!
Και εκεί που σταματάω στα φανάρια στο Σχιστό, ο αδερφός μου ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού, γυρνάει το κεφάλι του προς κατεύθυνση νέτου επικών διαστάσεων που περίμενε στην στάση του λεωφορείου και της λέει με φωνή δον Ζουάν: “Μωρό μου ατελείωτο! Ποιος είναι αυτός που σε αφήνει να κυκλοφοράς με λεωφορία? Πέσ’ μου να του ρίξω ένα φορτηγό ξύλο!”
Εγώ έχω μείνει μαλάκας! Η γκόμενα τον κοιτάει σαστισμένη! Ο μικρός γυρνάει και μου λέει περίφανος: “Και φαντάσου ότι 3 χρόνια παντρεμένος και με 2 κόρες, το ραντάρ έχει αρχίσει και υπολειτουργεί!”
Πόσο θεούλης; Πόσο;
Υ.Γ. Η μόνη εξήγηση που μου έδωσε, όσο και αν τον ρώταγα, ήταν “The force is strong in this one!”
Από τότε που ανακάλυψα τις πικάντικες γεύσεις, κάθε φαγητό που έτρωγα επεδίωκα να το εμπλουτίζω με κάθε λογής καρυκεύματα σε τέτοιο σημείο που οι γύρω μου αφενός μεν να το σχολιάζουν αρνητικά, αφετέρου δε κανείς δεν επιχειρούσε να δοκιμάσει από τη «τροφική βόμβα» που είχα στο πιάτο μου! Η ματαιοδοξία μου πια έφτανε στο ζενίθ κάθε φορά που με την παρέα μου πηγαίναμε σε κάποια γιαλαντζί μεξικάνικα εστιατόρια και ενώ όλοι προσπαθούσαν να μην πέσουν σε κάτι καυτερό, εγώ ζήταγα ό,τι πιο πικάντικο και το κατανάλωνα με περισσή άνεση μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους. Δίκαια λοιπόν με αποκαλούσαν Μεξικάνο!
Και ναι διάολε. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και σε ένα επαγγελματικό ταξίδι επισκέφθηκα το Μεξικό και ήρθε επιτέλους η ώρα να αποδείξω ότι άξια είχα κερδίσει τη μεξικανική ιθαγένεια. Αφού καθίσαμε σε ένα εστιατόριο ζήτησα ένα παραδοσιακό φαγητό από το μενού το οποίο είχε την επισήμανση ότι ήταν πικάντικο. Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις που έλαβα από τον σερβιτόρο και τους συναδέλφους μου, εγώ επέμενα να το δοκιμάσω. Αποφασιστικά πήρα τη πρώτη μεγάλη μπουκιά και την έβαλα στο στόμα μου. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Όχι διάολε δεν ήταν δάκρυ συγκίνησης. Ήταν δάκρυ- αποτέλεσμα του έντονου καψίματος που ένιωσα, μιάς πραγματικά πρωτόγνωρης αίσθησης. Οι άνθρωποι δεν παίζονται. Μέσα σε 3 μέρες κατέστρεψα το στομάχι μου, αναίρεσα τις απόψεις μου για τα πικάντικα φαγητά και αρκέστηκα στα γιαουρτάκια του ξενοδοχείου. Περιττό θα ήταν να αναφερθώ στην επόμενη μέρα και ειδικά για την επίσκεψη στη τουαλέτα. Νόμιζα πως θα τρυπήσω την πορσελάνη! Αχ κατακαημένη-καταχρεωμένη Ελλαδίτσα μου με τις υπέροχες γεύσεις σου πόσο μου έλειψες!
Μετά τιμής,
Επίσκεψη στο πατρικό μου. «Έλα να φάμε μαζί, θα σου έχω παστίτσιο», είπε η μάνα μου. Ισχυρότατο επιχείρημα. «Μια που ήρθες, ανέβα στο πατάρι να μου κατεβάσεις κάποια πραγματάκια»: Αναμενόμενη ατάκα (αν θες παστίτσιο, θα κάνεις και τη μικρή σου την αγγαρεία για τη μάνα, μητέρα, μαμά). Διπλωμένος στα 8, ανάμεσα σε κουτιά παπουτσιών, βαλίτσες γεμάτες, βαλίτσες άδειες, ένα θερμοσίφωνο (κι όμως, μέσα στο πατάρι είναι) και διάφορα άλλα χρησιμότατα αντικείμενα.
Βρίσκω ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Το μάτι πέφτει σε ένα πακετάκι που γράφει «Γενέθλια Ιωάννας – 1983», όπου «Ιωάννα. η αδερφή μου. «Πώς και δεν τις έχουμε βάλει αυτές σε κανά αλμπουμ;», αναρωτιέμαι. Δε μου παίρνει παραπάνω από 2 νανοσεκόντ να θυμηθώ το λόγο. Σε όλες τις φωτο η Ιωάννα χαμογελάει χαρούμενη – λογικό, κλείνει τα 4 εκείνη τη μέρα – μπροστά από μια τεράστια τούρτα, με τα κατσαρά της τα μαλλάκια να πιάνουν όλο το χώρο (ήταν κάπως φουντωτά τότε) και μένα στην άλλη άκρη του καναπέ… να έχω κάτι μούτρα… ΜΑ ΚΑΑΑΤΙ ΜΟΥΤΡΑΑΑΑΑΑΑ…
…………………………………………………….
………..(φλας μπακ…)…………………………
……………………(φλας μπακ λέμε…)………
(ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ !!!!)
…….Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 1983: Στήνομαι μπροστά απ’ το κυλικείο της κυρα-Μάρθας. -«Καλημέρα, κυρά-Μάρθα» -«Καλώς τον Αντρίκο. Το συνηθισμένο;» μου αποκρίνεται γλυκά -«Εννοείται, αλλάζω εγώ συνήθειες;»… και μου δίνει την Κουκουρούκου μου. Την ανοίγω με λαχτάρα και… παθαίνω συγκοπή! Το 93! Το 93!!! Το ενενήντα τρρρρρίίίίαααα!!! Το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω, ανήμπορος να πιστέψω αυτό που βλέπω μπροστά μου! Ναι, είναι όντως το 93, δε με γελούν τα μάτια μου! Αγοράζω τρεις-τρεις τις Κουκουρούκου κάθε μέρα και έχω όλα τα χαρτάκια από το 1 έως το 100 εκτός απόόόόό… ΝΑΙ, ΔΙΑΟΛΕ, ΤΟ 93!
Με λούζει κρύος ιδρώτας. Τα γόνατά μου τρέμουν. Το κρατάω σφιχτά στη φούχτα μου. Ταχυπαλμία, ταχυπαλμία, 160 φτάνουν το λεπτό όταν το κοιτάζω οι σφυγμοί μου. Νομίζω θα λιποθυμήσω. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα στείλω τα ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΑ ΜΟΥ 100 χαρτάκια στην εταιρία και θα μου φέρουν το ποδήλατο δώρο στο σπίτι. Με φαντάζομαι να το καβαλάω και να γίνομαι ένα με τον άνεμο. Μη μας κάνει κι ο Κωστάκης τον καμπόσο, που του πήρε ο μπαμπάς του πατίνι και κάποιος έγινε! ΧΑ! Για να δούμε τώρα, Κωστάκη, με ποιον θα κάνει παρέα η Σοφία από την άλλη γωνία; Ε; Εεεεεεε;;;
Φτάνω πετώντας στο σπίτι και τρέχω στο δωμάτιο μου. Μπαίνω μέσα και… η σκηνή που ακολουθεί δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αρχαία τραγωδία. Βλέπω ένα μάτσο χαρτοπόλεμο που ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ 99 ΧΑΡΤΑΚΙΑ… να έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο. «Συγγνώμη… δεν πρόλαβα να δω τι έγινε» απαντά η μάνα μου. «Όταν κατάλαβα τι έκανε, προσπάθησα να τη σταματήσω αλλά ήταν πολύ αργά…». «Μην σκίζεις τα χαρτάκια, της φώναζα, αλλά δε με άκουγε…».
Η αδερφούλα μου έχει φορέσει το πιο γλυκό χαμόγελό της και με κοιτάει με τα υπέροχα μάτια της, γεμάτα παιδική αφέλεια, αγνότητα, αθωότητα… Με την ωριμότητα των οκτώ μου χρόνων, αποφασίζω να ΜΗ δώσω τόπο στην οργή. Βουτάω ένα ψαλίδι και κινούμαι εναντίον της με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Η μάνα μου αρπάζει το φονικό όπλο πριν γίνω «ο αιμοσταγής δράστης» και απομακρύνει την αδερφούλα μου από τη σκηνή της τραγωδίας. Με κλειδώνει κι εμένα στο δωμάτιό μου και με βγάζει το βράδυ, την ώρα που θα κόψουμε την τούρτα. Έχω πλαντάξει στο κλάμα. Έχω κατεβάσει την προβοσκίδα και αποφασίζω να κάνω την προσωπική μου διαμαρτυρία. Δε χαμογελώ σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Δεν κοιτάω το φακό σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Γονείς, θείοι, ξαδέρφια, όλοι να ποζάρουν ευτυχισμένοι δίπλα στην εορτάζουσα που σβήνει τα κεράκια.
«’Ολοι», είπα, ε; Λάθος, σχεδόν όλοι. Εκτός από έναν 8χρονο πιτσιρικά, που έμαθε από νωρίς ότι δεν είναι όλα «ένα ροζ συννεφάκι»… Που βίωσε την αδικία στο πετσί του… Που έφαγε το σκληρό χαστούκι της μοίρας και είδε την αγριότητα της ζωής να σκοτεινιάζει την παιδική ψυχούλα του… Που δεν έχει ξαναφάει Κουκουρούκου από τότε…
Μετά (αδερφικής) τιμής, Ανδρέας