Η ώρα είναι μία και τέταρτο… έχω πιεί την μαύρη μπύρα μου και έχω γλαρώσει. Κάτι παίζει στην τηλεόραση αλλά δεν πολύ δίνω σημασία, έχω χαμηλώσει και την ένταση… Και πάνω που είμαι έτοιμος να με πάρει αγκαλιά ο Μορφέας (μην παρεξηγηθούμε, στον θεό των αρχαίων αναφέρομαι), εκείνη την τελευταία στιγμή που κάτι καταλαβαίνεις αλλά σε ένα λεπτό θα κοιμάσαι, έ τότε το συνειδητοποίησα: Είναι ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ βράδυ, είμαι στο ΒΕΡΟΛΙΝΟ, και ΔΕΝ έχω «βγεί» και τι κάνω; Βλέπω ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ! και δεν είναι μόνο αυτό, τι παίζει το «χαζοκούτι»; Μεταγλωττισμένη ταινία του Chuck Norris στα γερμανικά…. να προσθέσω ότι δεν ξέρω γερμανικά και δεν καταλαβαίνω τους διαλόγους. Την άφησα όμως να παίζει τιμής ένεκεν στον «θεό», στον «αρχηγό».
“ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΓΥΡΙΖΕΙ!”: είναι η ατάκα που έχει μείνει στην ιστορία, η οποία κατέρριψε ένα σωρό κατεστημένα… Κάθε βράδυ την ακούω στο ύπνο μου, την βλέπω γραμμένη πάνω στο τοστ μου, νομίζω ότι την φωνάζει ο Στολτίδης γυρνώντας στην άμυνα και ρουφώντας την μύτη του, την ακούω αντί του ”ο συνδρομητής που καλέσατε, έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο” (παρεμπιπτόντως, την τύπισσα που λέει αυτήν την φράση την έχει άχτι πολύς κόσμος), μου τρυπάει τον εγκέφαλο 34 φορές την μέρα… Γιατί διάολε, δεν μπορώ να καταλάβω: Γύρω από ΠΟΥ γυρίζει; Πρέπει να θεωρήσουμε κάτι σταθερό, ένα ακίνητο συστημα, για να πούμε ότι κάτι άλλο γυρίζει! Και δεν μας έχει διευκρινίσει κάνείς άν υπάρχει κάτι τέτοιο και ποιο είναι αυτό!
βιοκρεπαλαιστής
FC: Εεε, γύρω από τον άξονά της ίσως;
Η ΩΡΑ 19.55! Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΞΕΣΚΙΖΑ ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΜΗ ΤΗΝ ΦΟΥΣΚΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΥΤΗ ΣΑΚΟΥΛΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΥ ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟΥ, ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗΣ (ΡΕΨΙΜΟ), ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ 10 ΛΕΠΤΑ… 8.30. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΠΙΤΙ. ΕΓΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΥΣΚΩΜΑ ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣΚΑ ΟΞΥΓΟΝΟΥ. ΤΑ ΧΑΡΧΑΛΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΑΚΟΥΛΙΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ… ΜΑΛΛΟΝ Ο ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡ -ΦΑΜΙΛΙΑΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΣΩ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΛΕΠΤΑ ΠΕΤΑΧΤΗΚΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΜΠΟΝΖΟΝ “Α ΛΑ ΜΠΟΥΤΣΕΚ” ΑΡΠΑΞΑ ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟ 1 ΑΠΟ ΤΑ 4 “ΓΥΡΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΠΑΤΑΤΑ ΣΩΣ ΜΑΡΟΥΛΙ” ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΟΥ: “ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ 1 ΩΡΑ ΤΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΦΑΣ ΤΟ ΦΑΙ”… ΠΟΣΟ ΜΕ ΤΙΜΑΕΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΦΑΕΙ Ο ΦΑΔΕΡ ΜΟΥ ΤΟ ΣΟΥΒΛΑΚΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΤΟ ΠΕΤΑΞΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΗΠΤΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΑ; ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΔΕΣΙΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΖΩΗ…
Ο Μπουρουτζίκας έχει αδυναμία στον Ταχτσίδη και πρήζει τον Ντούσαν να τον βάλει μέσα να παίξει. Τελικά το ψηστήρι πιάνει τόπο και ο Ντούσαν πείθεται να ρίξει στο ματς τον Ταχτσίδη. Τον σηκώνει για ζέσταμα, γυρίζει στο Μπουρουτζίκα και του λέει: “Ετοιμάζω Ταχτσίδη μοναχά για πάρτη σου….”.
Εκεί κατά τις 8 το πρωί της Δευτέρας θα πετύχεις είτε στο ραδιόφωνο, είτε στο ιντερνετ είτε στα πρωινάδικα που χαζεύεις, είτε οπουδήποτε… το αστείο για την καμαριέρα που δεν πρόλαβε να στρος… καν… Αν τύχει και δεν το άκουσες, σίγουρα ο πρώτος γνωστός που θα δεις θα σου το πει… Αν είσαι από αυτούς που ξυπνάνε κατά τις 2 το μεσημέρι, τότε η μάνα, γκόμενα, κολλητός, συγκάτοικος, εξωγήινος θα φροντίσει να σε ενημερώσει για το “απίστευτο” αυτό αστείο… Όπως και να χει, αν είσαι τυχερός θα το ακούσεις μόνο κάπου στις 10-20 φορές, χωρίς υπερβολή…
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ρε αντίχριστε κολλητέ να με ξυπνάς στις 1 το βράδυ, και ενώ έχω αρχίσει να βυθίζομαι στα ενδότερα στρώματα ενός απολαυστικού ύπνου, στον απόηχο μια απολαυστικής μαύρης μπύρας με μαγιά… μέχρι τις 5.30 που θα σηκωθώ για τη δουλειά, για να μου πεις το ρημαδοανέκδοτο που σιχάθηκα να το ακούω από το πρωί; ΠΑΣ ΚΑΛΑ; Θα σου πιω το αίμα ρε!
Σε σένα μιλάω τώρα αναγνώστη… πρόσεχε! Πρόσεχε γιατί δεν ξέρεις τι πέρασε ο άλλος το περασμένο βράδυ… Καλή σου μέρα!
Master and commander
Κοίταξε με νοσταλγία το ναυτικό του πηλίκιο και την πίπα που είχε αγοράσει από το λιμάνι της Ταγγέρης. Μύριζε ακόμα στα χέρια του η λάκα από το φρεσκογυαλισμένο ξύλινο πηδάλιο του καραβιού. Αχ, πόσο θα ήθελε να γυρίζει στην παλιά του θέση… Είχε βαρεθεί το τάβλι και την πρέφα. Δεν ταίριαζε η στεριά στην ψυχή του. Ο Σιροκος και η Μπουνάτσα ήταν οι καλύτεροι του φίλοι. Πόσες φουρτούνες είχε δαμάσει! Πόσα κύματα είχε ξεπεράσει! Πόσες φορές έχει δέσει σε λιμάνια! Πόσους έρωτες έχει αφήσει πίσω του! Και τώρα, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κοιτάει τους νέους δόκιμους να πιλοτάρουν τη σκούνα του. Άλλους να δίνουν προσταγές στο πλήρωμα του και να σηκώνουν τα πανιά που εκείνος παράγγειλε να υφανθούν. Πονούσε όσο έβλεπε την αγαπημένη του, σχεδόν ακυβέρνητη, να χτυπιέται καθημερινά από πρόσκαιρες ανταρσίες. Δεν μπορούσε να βλέπει την άγκυρα να σκουριάζει και τα κατάρτια να σαπίζουν. Έπρεπε να σπάσει τη σιωπή του… Είχε μάθει τόσο καιρό στη στεριά πως να κάνει μπίζνες με τη γη! Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας καλός πολιτικός μηχανικός. Ο Καπετάνιος μίλησε επιτέλους. Καπετάν Γιώργη Βαρδίνο, πως μεθώ όταν τα πίνω….
Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε της Εποχής του Λίθου. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε του Κατακλυσμού τον Νώε. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε της Ατλαντίδος. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε της εποχής των Παγετώνων. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε της εποχής των Δεινοσαύρων. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε των Πρωτοπλάστων. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε του… Θεού. Ο Τσακ Νόρρις προϋπήρχε του Big Bang. Ο Τσακ Νόρρις θα ‘ταν η αρχή της Δημιουργίας, αν δεν υπήρχε ο… ΜΑΝΟΣ ΖΕΡΒΑΚΗΣ! Γιατί, ναι, τι να μας πεις κι εσύ ρε Τσακ, αξιοθρήνητε Αμερικανέ καράβλαχε, νέοπα, στραβάδι, ποντικαρά! Όταν πηδούσες από δέντρο σε δέντρο σα μαϊμού, έβγαζες άναρθρες κραυγές και γέμιζες το στομάχι σου με μούσμουλα, ο Έλληνας ΜΑΝΟΣ ΖΕΡΒΑΚΗΣ δεν έφτιαχνε, απλά, πολιτισμό, όπως είθισται να λέγεται, αλλά μάγευε ολόκληρους πολιτισμούς με το μικρόφωνό του!
Άλλο ένα όχι. Ακόμη μία απόρριψη. Πίστευε ότι τα βήματά του τον οδήγησαν σωστά αυτή τη φορά. Φευ… Περπάτησε ακόμη ένα αδιέξοδο μονοπάτι. Η λάμψη του κεραυνού φώτισε το τοπίο, ένας τρελός με μια μάσκα πόνου ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Δίπλα του, η πηγή της δυστυχίας του, ή κατ’ άλλους ο τρόπος να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια. Νερό ανακατεμένο με ζωή. Η μπόρα ήρθε αλλά δεν έφερε μαζί της τη λησμονιά. Σκέφτηκε πως η βροχή είναι τα δάκρυα του θεού και ένα σημάδι Του που αποδεικνύει πως συμπάσχει πότε-πότε με τα δημιουργήματα Του. Χάρηκε με τη σκέψη του κι ας μην πίστευε στο θεό. Μεγάλες, εξαγνιστικές σταγόνες έπεσαν στο έδαφος. Την αγαπούσε, ναι. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Σε τελική ανάλυση το ίδιο δεν ήταν; Κι όμως αυτή δεν θα μπορούσε να τον καταλάβει. Ναι, δεν θα μπορούσε. Μια σταγόνα έπεσε στο νοτισμένο χώμα και στα σωθικά του. Την παρακολούθησε, μέχρι που την απορρόφησε εξ’ ολοκλήρου η πεινασμένη γη. Πότε επιτέλους θα μπορούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του εαυτού του; Πότε επιτέλους θα κοίταζε στον καθρέπτη χωρίς να ντρέπεται γι’ αυτό που θα αντικρύσει; Πότε επιτέλους θα αντιμετώπιζε την αλήθεια κατάματα δίχως τον παραμικρό φόβο στη ματιά του; «Ποτέ πια», είπε το κοράκι και πέταξε μακριά ανοιγοκλείνοντας χαιρέκακα τα φτερά του…
Το βρώμικο ‘88
Ήθελα να αλλάξω δρόμο για να μην πέσω πάνω τους, μα από λάθος ξεχάστηκα και πέρασα μπροστά από εκείνο το καφενείο στα Σεπόλια. Και ήταν όλοι εκεί… Από μακριά μου έκανε νόημα μόλις με είδε ο Γιάννος ο Λεμπέσης που ο πατέρας του ήταν από το Μεσολόγγι κι η μάνα του απ’ τα Αγρίνιο, μακρινή ξαδέρφη του Μπάμπη του Τεννέ, που έχει το συνεργείο στον Κολωνό με την μεταλλική μπλε εργαλειοθήκη βαμμένη με πινέλο, με την αφίσα στη μέση του Αρδίζογλου και δίπλα εκείνη τη ξεβράκωτη και το αυτόγραφο του Σαλαμπάση.
Κάθονταν πάλι στο ίδιο το τραπέζι αυτούνο που βαστάζει εδώ και χρόνια. Αν κι έπιασα την κουβέντα απ’ τη μέση ήξερα πολύ καλά τι τους έλεγε. Την έχω ακούσει άλλωστε τόσες φορές τούτη δα την ιστορία. Τους μίλαγε για εκείνη την χαράκια που ‘χει στο πρόσωπο από εκείνον τον άτιμο τον Γιουκοσλάβο, Κροατικής καταγωγής, από το 1988. Τότε που ο Γιάννος ο Λεμπέσης έμπλεξε σ’ έναν καυγά στη ταβέρνα ενός πατριώτη στο Βισμπάντεν γιατί είχε πάρει ξεκάθαρα, αντρίκια και παλικαρίσια -αν και ΑΕΚ, αν και το μόνο που ήξερε από μπάσκετ ήταν πως η μπάλα είναι στρογγυλή- το μέρος του Παναγιώτη του Γιαννάκη τότες στο Ντεν Μπος, που είχε αρπάξει απ’ το λαιμό κι έβριξε τον Ντράζεν και το αγάρηνο σκυλί τότενες, πισώπλατα του την έκαμε τη ζημιά. Τώρα πως πισώπλατα και στο πρόσωπο αυτό είναι άλλο θέμα κι όποτε ρωτούμε ο Γιάννος κάμει να μας ξαναμιλήσει καμιά βδομάδα…
Ο Μιχαλιός της κυρά Δέσπως, της πλύστρας που πνίγηκε το στεφάνι της πριν 30 χρόνια σε ένα γκαζάδικο όξω απ’ το Εϊλάτ όλο βλαστημά «Τον εφάγανε μωρέ οι Εβραίοι, την κατάρα μου να’ χουν» τον εκέρασε κρασί. Σε καμιά ώρα τον Γιάννο δε θα τον εβαστάνε τα κανιά του στο ίσωμα και θα ξωμείνει εδώ μέχρι να τον εδιώξει ο Μπάρμπα Νίκος ο καφετζής. Ο Σήφης, ο σοβατζής που χει να κάνει μεροκάματο δυο μήνες κι όλο παζάρι στον Σταύρο της κυρά Μάρως το στερνοπαίδι, τον περιπτερά του κάμει για καμιά έκπτωση ή τράτο στα τσιγάρα φωνάζει «Φέρε ορέ Μπάρμπα Νικολή κατιτίς να πιούμε».
Ο Γέρο καφετζής που ψηφίζει χρόνια τώρα ΠΑΣΟΚ αλλά μιας και τον έπιασε κι αυτόν η κρίση «ένεγκα η ανάγκη, βλέπετε» όπως λέει αναγκάστηκε να βάλει φρουτάκια πίσω στην αυλή, αποκρίνεται από μέσα «Να φέρω ένα Cutty Sark απ’ το Αιγάλεω λιγάκι πειραγμένο που μου το ‘δωκε ο μπατζανάκης μου, που είναι και φτηνιάρικο;» «Οι ‘δα ! Ρακή πίνουν μωρέ οι άντρες». Κι εγώ που έχω το βιβλίο του Τσόμσκι στα χέρια, το κρύβω κάτω από την μπλούζα την Λακόστ τη μαϊμουδιάρικη. Γιατί θα μα αρχίσουν στις ερωτήσεις και που να εξηγώ. «Δε πιστεύω να ‘ναι δαύτο… Χικ… τίποτα απ’ αυτά… Χικ… τα αδερφίστικα;» ή «Γιάντα έγινες ορέ απ’ αυτούς τους κουλτουριάρηδες που γυρνοβολάνε μ’ αυτές τις άπλυτες με τις αξύριστες μασχάλες και λένε την χωριάτικη γκρικ σάλαντ; Ή εκείνο το «Ρε μπας κι έγινες κουμμουνιστής; Εμένα ρε το γιο μου τον πάντρεψε ο Κατσιφάρας. Ήταν κι ο Κίμωνας ρε ο Κουλούρης στο γάμο κι ο Βενιζέλος, αμούστακο παιδί ακόμα κι αν δεν ήταν στο Νταβός θα ερχόσαντε κι ο Αντρέας με την κυρά του, θυμάστε τότε με το μέα κούλπα το ‘88». «Αχ, το ’88. Τότες που με χαράκωσε εκείνος ο μπαμπέσης ο Κροάτης. Άτιμη ράτσα» θα πει στα σίγουρα ο Γιάννος ο Λεμπέσης και θα ξαναρχίσει την ιστορία του πάλι απ’ την αρχή…
ΠΡΟΤΕΙNOΜΕΝΟ Ε-ΜΑΙL ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΕΤΑΙΡΙΑ (ΚΥΡΙΩΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ)
Κάποια στιγμή όλα τα όμορφα τελειώνουν… όπως και όλα τα πράγματα (ευτυχώς γιατί καταντάει κουραστικό) Μετά από 3 και κάτι μήνες σε αυτή την απίθανη εταιρεία / οργανισμό / καραβάνι της χαράς, ήρθε η ώρα και εγώ να κουνήσω το μαντήλι. Ήταν 100 περίπου 8ώρα που πραγματικά με συγκλόνισαν! Θα χτυπάω για καιρό το κεφάλι μου στον τοίχο για όλες αυτές τις πεταμένες ώρες. Δεν έκανα ούτε φίλους, ούτε εχθρούς γιατί σπάνια μιλούσα στο τηλέφωνο και ακόμη πιο σπάνια έβγαινα από το γραφείο, οπότε αν υπάρχει κάποιος που παρεξηγήθηκε μαζί μου, έ εντάξει τι να πω, έλεος και ήμαρτον μαζί! Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιον για όλα τα απίθανα πράγματα που θα μπορούσα να μάθω, αλλά αμφιβάλλω αν μπορεί να μιλήσει ή να γράψει κάποιος εδώ μέσα ελληνικά.
Επίσης πριν πω το τελευταίο αντίο θα ήθελα να ανακοινώσω με κάθε σοβαρότητα ότι το καζανάκι στάζει εδώ και μέρες, ας το φτιάξει κάποιος! Επίσης (τρίτο στην σειρά) έχω την υποψία ότι είναι ένας γέρος στους διαδρόμους που κρατάει κάτι φακέλους και κάνει βόλτες, παίζει να έχει απολυθεί κάτι χρόνια, ας τον ενημερώσει κάποιος Επιπλέον (το άλλαξα αυτή την φορά) έλεος με τις «σαύρες» εδώ μέσα, κινδυνεύουμε να τις πατήσουμε και να λερωθούμε, προτείνω απεντόμωση.
Κάπου εδώ σας αφήνω, μην με πάρετε τηλέφωνο, μόλις φύγω θα αλλάξω νούμερο κινητού, σπίτι, γκόμενα (και μία λάμπα που έχει καεί στο χολ)… Και για να σας φύγει η περιέργεια, είμαι πλέον ο νέος βοηθός του Μπαρμπαλιά, και αύριο πρωί πετάω για Ουζμπεκιστάν, πάω να τσεκάρω έναν combo guard τύπου Νίκου Ζήση (με προυπηρεσία στα Μπολσόι…)
Για πάντα δικός σας, Gabriel “Omar” Batisturta