Γεννήθηκες στη θάλασσα μια μέρα του Ιούλη κι από μικρός φαινόσουνα πως θα’σαι παιχταράς. Τα πρώτα σου ινδάλματα, Φαν Μπάστεν, Κιφτ και Γκούλιτ, ο Ματζικ Τζονσον στο παρκέ κι ο Στηβ Μακουίν στο Μπούλιτ, μα πιο πολύ ο πατέρας σου που ήτανε ψαράς!
Στα 18 άνοιξες φτερά και πήγες στην Ουτρέχτη, πέταγες πάνω στη γραμμή λες κι ήσουν ο Ουάνγκα. Σε πεντατάχυτο σασμάν εσύ είχες βάλει έκτη κι ο αντίπαλος προπονητής αναζητούσε φταίχτη, που με τις επελάσεις σου, του τίναζες τη Μπάνκα!
Σε λίγο δε σε χώραγε η πόλη με τα τρένα, έφυγες και του Ρότερνταμ έπιασες το λιμάνι. Τη θέση του Φαν Χόιντονκ προορίσανε για σένα κι όσοι σε βλέπαν στο Ντε Κόουπ, τα είχανε χαμένα που και τα δίχτυα έσκιζες κι ήσουν μεγάλο αλάνι!
Δεν πέρασε πολύς καιρός, παρά 3 χρονάκια, κι ήρθε η στιγμή να μεταβείς στη Γηραιά Αλβιώνα. Βαριά φανέλα φόρεσες, που δε φορούν παιδάκια, μα όλα αυτά ήταν για σε, εύκολα παιχνιδάκια, χιλιόμετρα κατάπινες απλά σε κάθε αγώνα!
Της εντεκάδας η αρχή, πλέον είσαι και το τέλος, στο πέταλο οι φανατικοί σε βλέπουν σαν Τσακ Νόρρις. Ρεκόρ, αντίπαλους και ορκς ξεσκίζεις σαν το βέλος, του ποδοσφαίρου της ντριμ τιμ επίτιμο είσαι μέλος, δίπλα σε Ζουέλα, Κομπραδόρ, Παβιό και Νασίφ Μόρρις!
Κι αν ο πλανήτης πια μικρός για το ταλέντο σου είναι, στο Σείριο σε παιχνίδι σου κι αν είχαμε sold-out, Μη μας αφήσεις ορφανούς, εδώ μαζί μας μείνε, τις θεϊκές εμπνεύσεις σου απλόχερά μας δίνε, του Άνφιλντ αιώνιο ίνδαλμα, ημίθεε Dirk Kuyt!
Ο Πάρης Βελής (Άκης Φλωρέντης) έχοντας βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια παιχνίδια στον υπολογιστή του, προσπαθεί να κατασκευάσει κάτι επαναστατικό για την ανθρωπότητα: ένα παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης θα μπαίνει μέσα στο κομπιούτερ και θα παίζει ο ίδιος. Όσο εντυπωσιακό ακούγεται άλλο τόσο επικίνδυνο είναι αφού ενδεχόμενο game over συνεπάγεται και πραγματικό θάνατο του παίκτη, ο οποίος αν θέλει να σώσει τη ζωή του καλείται να τερματίσει το παιχνίδι περνώντας δυσκολες πίστες όπως “βότκα μέχρι θανάτου”, “αντιμέτωπος με πανκς”, “το καλύτερο ανέκδοτο”, “στριπ πόκερ” και άλλα πολλά… Ασύλληπτη ταινία με υπόθεση έτη φωτός μπροστά από την εποχή της (το ελληνικό Matrix;)! Το οκτάμπιτο soundtrack (θυμίζει παλιό game-boy) και τα μαγικά ειδικά εφέ (πιξέλιασμα εικόνας) υπενθυμίζουν συνεχώς στον θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί εκτυλίσσεται στον ψηφιακό κόσμο ενός Commodore64!
Το Βέλγιο δεν υφίσταται, εσύ όμως υπάρχεις / Στα σέντερ φορ της Άντερλεχτ, εσύ’σαι ταγματάρχης / Η δύναμη σου απίστευτη, κανείς δεν σε κοντράρει / Κανείς δεν έχει τ’άντερα, σκληρά να σε μαρκάρει / Εσύ την κάθε άμυνα την κάνεις μαύρο χάλι / Με ντρίμπλες, πάσες έξυπνες και γκολ με το τσουβάλι / Το άστρο σου ανέτειλλε και τώρα πλέον λάμπει / Για σένα θα ξεχάσουμε σε λίγο τον Ντρογκμπάμπη / Κι ας λέν’ότι η ηλικία σου πλανάται στους αιώνες / κι ότι έχει ζήσει η χάρη σου αμέτρητους χειμώνες / Να ρίξουν λάσπη θέλουνε, μα προσπαθούν του κάκο / γιατί’σαι η αρρώστια μας, εσύ μικρέ Λουκάκου.
Μόνο εσύ. Μόνο εσύ Μάκη, καλέ και αγαπημένε μας Μάκη, κατάφερες να αναδείξεις έναν ολόκληρο ραδιοφωνικό σταθμό από το τίποτα, κάνοντας τον πρωταγωνιστή και δίδοντας του διαχρονικά υψηλά επίπεδα ακροαματικότητας. Μόνο εσύ κατάφερες να συγκινείς και να οδηγείς χιλιάδες νέων και μεγαλυτέρων. Μόνο εσύ ήσουν αυτός που όταν του έλεγαν “συγχαρητήρια για την εκπομπή σας”, κατέβαζες ταπεινά το κεφάλι και έδειχνες το δρόμο προς την ταπεινοφροσύνη και την ευλάβεια. Μόνο εσύ έφερες την Τέχνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και άνοιξες νέους δρόμους στην έκφραση και τη μάχη για την ηρεμία και την ευεξία του Έλληνα. Μόνο εσύ Μάκη ενδιαφέρθηκες για το Λαό πραγματικά και μόνο εσύ τελικά έχεις τη δύναμη να υπομείνεις την απαξίωση και τον κατατρεγμό, όταν αυτοί που ευεργέτησες σου δείχνουν το δρόμο της εξόδου. Μάκη, είμαστε μαζί σου για ό,τι χρειαστείς και να ξέρεις πως ότι και αν συμβεί, υπάρχει μια λαοθάλασσα που θα σε στηρίξει και θα δώσει τα πάντα γιά σένα, Μάκη Πουνέντη.
Η ΦΑΡΕΤΡΑ
Ειχε γειρει στο πλαϊ και ακουμπουσε στο ποδι του. Ο ιδρωτας ετρεχε απο το προσωπο του και τα φρυδια του ειχαν κολλησει μεταξυ τους απο το θυμο και την υπερενταση. Τα δαχτυλα του ηταν κατακοκκινα και οι κλειδωσεις των χεριων του πονουσαν αφανταστα υστερα απο τοσες προσπαθειες. Μερικα σπασμενα βελη ηταν πεσμενα βιαια γυρω του, ενω μερικα ηταν καρφωμενα αναρχα στο τοιχο στην αλλη ακρη του δωματιου. “Διαολε, αυτη τη φορα θα τα καταφερω”, σκεφτηκε σφιγγοντας τα δοντια του. Σηκωσε το τοξο, ακουμπησε την ακρη του περασμενου βελους στον κροταφο του με το αριστερο του χερι, τεντωσε τη χορδη με το δεξι του χερι, τρεμοντας να κρατησει αυτην την καθολου ανετη σταση. “Μαλλον επρεπε ν’αγορασω πιστολι”, σκεφτηκε αφηνοντας τη χορδη. Αυτη τη φορα το βελος καρφωθηκε στην καταψυξη.
Από το ημερολόγιο μου: Η ώρα ήταν 12. Μεσάνυχτα, σκέφτομαι… Βγαίνουν οι λύκοι. Μόλις είχε τελειώσει η εκπομπή των ΤσαουσοΒαϊμάκηδων και ήμουν εκεί ν’ ακούω πιο live και απ’το live… Είχα τρακ διάολε. Όχι όμως γιατί η φωνή μου ακούστηκε μέχρι το Τιμπουκτού, όχι γιατί δεν είμαι και ο πλέον εύχαρις, αλλά γιατί ήξερα, ναι, ήξερα ότι σε δευτερόλεπτα θα βρεθώ μπροστά στο γρανιτένιο πάγκο της Παναθηναϊκής Σκέψης όπου όλοι μπορούν να ακουμπούν, γιατί είναι γνωστό πως αντέχει… Ξαφνικά μπαίνει φουριόζος και με κοντό μαλλί Πουγιόλ ο Ιερός Κήρυξ του Τριφυλιού. Είπε πολλά, κοίταζε νοερά το χώρο γύρω του, αλλά η αγανάκτηση του δεν τον άφηνε να παρατηρεί. “Αγορεύει”, σκέφτηκα. Εξάλλου ποιος ήμουν εγώ για να τον προσέξει; “Μια λεπτομέρεια μονάχα εγώ του Σύμπαντος” και εκείνος το κέντρο του, με ήλιο πράσινο σε σχήμα τριφυλιού. Δυο φορές άφησε να παίξει η εισαγωγή της δίωρης μυσταγωγίας (τόσα είχε να πει) και αν δεν υπήρχε η υποχρέωση ενημέρωσης των μαζών, ακόμα θα αγόρευε. Ήταν ο Κώστας ο Γκόντζος και είμαι τυχερός που τον είδα από κοντά.
Θυμάμαι στις δηλώσεις σου, σού βγαζα το καπέλο / πως πάντοτε σου ήθελες να ήσουνα μοντέλο. Σε ήθελε η μάνα σου με ζώνη και καρφίτσα / αλλά εσύ το έσκασες γρήγορα σαν νυφίτσα. Στη χώρα μας ερχόμενος στον ΟΦΗ για να παίξεις / με κόλπα ,σούτ και βολ πλανέ τον κόσμο να μαγέψεις. Μια μέρα όμως ο διάολος βρήκε για να τρυπώσει / και την καρδιά σου ήθελε αυτός να τη σκοτώσει. Μα όταν κάτω ήσουνα στο χόρτο ξαπλωμένος / τότε σεβντάς με έπιασε, ήμουν σαν τρελαμένος. Κι όταν εντάξει έγινες και μπήκες στους αγώνες / οι μέρες που περίμενα φαινόταν σαν αιώνες. Κι αν στην αρχή με τον Μαχλά έδειχνες αγχωμένος / μετά με Οφορίκουε ήσουνα λυσσασμένος. Μα κι’ αν με Βλάχο πέρασες περίοδο αφάνειας / για μας πάντοτε ήσουνα είδωλο περηφάνιας. Πηγή κινδύνου ήσουνα μ’ ασπρόμαυρη φανέλα / και εφιάλτης ήσουνα στον ύπνο του Ζουέλα. Ποτέ σου δεν συνάντησες Στράκα και Μαντζουράκη / μα ήσουν ο καλύτερος με Μάουρερ και Σηφάκη. Το γκόλ σου με την Ένωση ήτανε τιμημένο / και μες του Χιώτη το μυαλό για πάντα χαραγμένο. Ξεχώριζες στο γήπεδο φορώντας τα λευκά / και στους γκολκίπερ έλεγες πάντοτε άντε γειά. Το γκόλ σου που μας κράτησε Ά κατηγορία / με έκανε και ένιωσα μεγάλη ευφορία. Κι αν ήρθε ο Πετρόπουλος τη θέση να σου φάει / τη σκόνη που του έριξες ακόμα δεν ξεχνάει. Μα όταν έφυγες ρε «Τζό» και πήγες σ΄ άλλη χώρα / ξέσπασε στο Ηράκλειο νεροποντή και μπόρα. Και ας ήσουνα του ΟΦΗ μας στους κορυφαίους φορ / πάντα θα σε θυμόμαστε ρε Τζόζεφ Νουαφόρ.
«Να πάμε να καθήσουμε λίγο από εδώ για να πάω να κάνω, θέλω ένα φλας μπακ, πάλι λιγο… να πάμε δηλαδή που; Θέλω να πάω σε κάτι το οποίο γι’ αυτούς τους καιρούς, γίνεται χαμός! Μία τραγουδίστρια! Τι ωραία παρουσία! Δεν την ακούω τελευταία, αλλά κάποια στιγμή όλη η Ελλάδα τραγούδαγε αυτό το τραγούδι. Κι όταν λέω όλη η Ελλάδα, ή των διαφόρων χρόνων.. Ανάλογα μ’ αυτά που λέω καταλαβαίνουν πόσο είναι συγκεκριμένα τα λόγια μου, ότι έτσι συνέβαινε… Χαμός σήμερα, τα ιδιωτικά όργανα μας διοικούν. Οι μεν γυναίκες κυνηγιούνται από τους άντρες, οι δε άντρες από τις γυναίκες. Οι γυναίκες, πανίσχυρο φύλο, κι ας λένε ότι είναι το ασθενές φύλο… Το φουστάνι διοικεί πάντα. Βέβαια θα μ’ άρεσε να ακούω αυτούς τους καιρούς και ένα όλα για το παντελόνι… Αλλά πάμε να δούμε Τζίνα Σπηλιωτοπούλου! 1991 και όλη η Ελλάδα τραγούδαγε όλα για το φουστάνι. Κι αυτούς τους καιρούς καταλαβαίνω στα μυαλά σας πως γίνονται. Ωραία θα ήταν να λέγανε τώρα ένα τραγούδι όλα για το παντελόνι, να λένε οι γυναίκες. Αν και τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά τώρα… υπάρχουν και μπερδέματα… έτσι που έχουμε μπερδευτεί, κι έχουν γίνει τα πράγματα, είναι παράξενα…».
Όχι, αυτό δεν είναι ένα θεόπεμπτο παραλήρημα! Είναι η απομαγνητοφώνηση από εκπομπή του ανθρώπου που χάρισε τόσες στιγμές συγκίνησης στην ελληνική τηλεόραση, του συγγραφέα του βιβλίου Ακατάλληλο για Ακατάλληλους, του μεγάλου Ηλία Κακλαμάνη! Του ανθρώπου που μας κράτησε συντροφιά σε όλη την θρας ζωή μας, από το αξέχαστο ΣΤΟΠ ΚΑΡΕ με την Βιολέτα Αντωνίου, μέχρι το ΣΟΚ (Σιωπή Όλοι Κοιμούνται) στο Εξτρα 3. Δικοί σου για πάντα Ηλία Κακλαμάνη.
Σαν φως που σπάει την σιωπή, σαν πρώτη ηλιαχτίδα ήρθες και έδωσες ξανά και νόημα και ελπίδα. Ήρθες να αλλάξεις την ροή, να διώξεις το σκοτάδι ν’αφήσεις ανεξίτηλο απάνω μας σημάδι.
Φλωράκι σε ανέβαζαν, γιεγιέ σε κατεβάζαν τις θείες μελωδίες σου τολμούσαν και χλευάζαν. Μα δεν τους πήρες σοβαρά, τους άφησες να λένε μονάχα είπες κάποτε για πάρτη σου θα κλαίνε.
Ήταν αλήθεια γραφικοί, κι έφτασαν να προσβάλλουν με της αξίας σου έναν σταρ τολμούσαν να τα βάλουν. Χαμπάρι όμως δεν πήρανε πως γίνονταν ρεζίλι και πως μιας βόμβας δυνατής ανάβαν το φυτίλι.
Θα έρθει η στιγμή για όλα αυτά πικρά να μετανιώσετε και στον Θεό γονατιστοί λόγο μπροστά να δώσετε. Θα γίνει η αυθάδεια μαχαίρι και θα κόβει όσους δεν δήλωσαν ρισπέκτ στον Jon τον Βon τον Jovi.
O BETEΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ ΖΛΑΤΑΝ ΠΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΤΑΞΙ ΣΕ ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΒΑΡΔΙΕΣ, ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΑΛΕΨΕΙ ΜΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΒΡΟΧΕΡΗ, ΑΣΧΗΜΗ, ΒΡΩΜΙΚΗ, ΜΕ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΡΙΣΜΟ. ΟΙ ΠΑΡΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΦΤΙΑΞΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΕΖΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ… Ο ΖΛΑΤΑΝ ΛΑΧΤΑΡΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΖΩΗ, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΟΜΩΣ ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ. ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΕΚΤΙΜΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ…
ΕΤΣΙ, ΘΑ ΣΤΡΕΨΕΙ ΤΑ ΒΕΛΗ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ Η ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟΣ ΣΤΟΧΟΣ, ΟΛΑ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ ΦΤΗΝΟ ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ, ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΤΟ 3 ΣΤΗ ΠΛΑΤΗ…