Μείνετε άφωνοι με αυτήν την ταινία, στην οποία κρυφά πάθη, παράνομοι έρωτες και πληρωμένοι εραστές συνθέτουν μια εξωτική τούρτα που μας σερβίρει με σπάνια χάρη, ο Σεφ του είδους, Μιχάλης Μανιάτης. Αν η εμφάνιση της Βάνας Μπάρμπα και ο συγκλονιστικός ρόλος του Κώστα Προβελέγγιου είναι η σαντιγύ και το παντεσπάνι αντίστοιχα, τότε η χολυγουντιανή ερμηνεία του Σπύρου Μπιμπίλα είναι η φέτα ανανά που έρχεται να προσδώσει την απαραίτητη αισθητική.
Την Κυριακή πήγα το ξαδερφάκι μου σε παιδότοπο! Εκεί που καθόμουν βαριεστημένος παίζοντας με το κινητό, μια κυρία με ρώτησε: “Ποιο είναι το δικό σας;” -“Δεν έχω αποφασίσει ακόμα!” της απάντησα. Ύφος… ανεκτίμητο! ΑΛΛΑ: Σε όλες εσάς που απλώνετε τα πατουσάκια σας στο ταμπλό του αυτοκινήτου, μονάχα ο Stuntman Mike σας αξίζει (Αυτός απ’ το deathproof ντε! Για σένα που βαριέσαι να googlareis).
Κάπου… Κάποτε… Χθες… ή Αύριο… Γκέτο άγριων συμμοριών, που ακόμα και ο νόμος δεν τολμά να μπει. Τραγουδίστριες-Θεές εμψυχώνουν τις συμμορίες με τα τραγούδια τους. Ο Πλούτωνας και ο Κόρακας. Οι πιο άγριοι αρχηγοί. Οι πιο θανάσιμοι εχθροί. Η τελευταία σύγκρουση. Το Μαύρο Κρίνο. Η πιο άγρια τραγουδίστρια… Κάποιος την έκλεψε. Κάποιος πρέπει να πεθάνει… Κάποιος πρέπει να τη βγάλει από την κόλαση. Μονάχα ένας μπορεί… Ένας παλιός ξεχασμένος μύθος… Κάποιος που ξέρει καλά την κόλαση… Κάποιος που γεννήθηκε στην κόλαση…
Γεννήθηκες στη θάλασσα μια μέρα του Ιούλη κι από μικρός φαινόσουνα πως θα’σαι παιχταράς. Τα πρώτα σου ινδάλματα, Φαν Μπάστεν, Κιφτ και Γκούλιτ, ο Ματζικ Τζονσον στο παρκέ κι ο Στηβ Μακουίν στο Μπούλιτ, μα πιο πολύ ο πατέρας σου που ήτανε ψαράς!
Στα 18 άνοιξες φτερά και πήγες στην Ουτρέχτη, πέταγες πάνω στη γραμμή λες κι ήσουν ο Ουάνγκα. Σε πεντατάχυτο σασμάν εσύ είχες βάλει έκτη κι ο αντίπαλος προπονητής αναζητούσε φταίχτη, που με τις επελάσεις σου, του τίναζες τη Μπάνκα!
Σε λίγο δε σε χώραγε η πόλη με τα τρένα, έφυγες και του Ρότερνταμ έπιασες το λιμάνι. Τη θέση του Φαν Χόιντονκ προορίσανε για σένα κι όσοι σε βλέπαν στο Ντε Κόουπ, τα είχανε χαμένα που και τα δίχτυα έσκιζες κι ήσουν μεγάλο αλάνι!
Δεν πέρασε πολύς καιρός, παρά 3 χρονάκια, κι ήρθε η στιγμή να μεταβείς στη Γηραιά Αλβιώνα. Βαριά φανέλα φόρεσες, που δε φορούν παιδάκια, μα όλα αυτά ήταν για σε, εύκολα παιχνιδάκια, χιλιόμετρα κατάπινες απλά σε κάθε αγώνα!
Της εντεκάδας η αρχή, πλέον είσαι και το τέλος, στο πέταλο οι φανατικοί σε βλέπουν σαν Τσακ Νόρρις. Ρεκόρ, αντίπαλους και ορκς ξεσκίζεις σαν το βέλος, του ποδοσφαίρου της ντριμ τιμ επίτιμο είσαι μέλος, δίπλα σε Ζουέλα, Κομπραδόρ, Παβιό και Νασίφ Μόρρις!
Κι αν ο πλανήτης πια μικρός για το ταλέντο σου είναι, στο Σείριο σε παιχνίδι σου κι αν είχαμε sold-out, Μη μας αφήσεις ορφανούς, εδώ μαζί μας μείνε, τις θεϊκές εμπνεύσεις σου απλόχερά μας δίνε, του Άνφιλντ αιώνιο ίνδαλμα, ημίθεε Dirk Kuyt!
Ο Πάρης Βελής (Άκης Φλωρέντης) έχοντας βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια παιχνίδια στον υπολογιστή του, προσπαθεί να κατασκευάσει κάτι επαναστατικό για την ανθρωπότητα: ένα παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης θα μπαίνει μέσα στο κομπιούτερ και θα παίζει ο ίδιος. Όσο εντυπωσιακό ακούγεται άλλο τόσο επικίνδυνο είναι αφού ενδεχόμενο game over συνεπάγεται και πραγματικό θάνατο του παίκτη, ο οποίος αν θέλει να σώσει τη ζωή του καλείται να τερματίσει το παιχνίδι περνώντας δυσκολες πίστες όπως “βότκα μέχρι θανάτου”, “αντιμέτωπος με πανκς”, “το καλύτερο ανέκδοτο”, “στριπ πόκερ” και άλλα πολλά… Ασύλληπτη ταινία με υπόθεση έτη φωτός μπροστά από την εποχή της (το ελληνικό Matrix;)! Το οκτάμπιτο soundtrack (θυμίζει παλιό game-boy) και τα μαγικά ειδικά εφέ (πιξέλιασμα εικόνας) υπενθυμίζουν συνεχώς στον θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί εκτυλίσσεται στον ψηφιακό κόσμο ενός Commodore64!
ENA ΠEZOΔPOMIO KINEITAI ΠAPAΛΛHΛA ΣTH ΔIXOTOMO THΣ KAKΩΣHΣ THΣ IMΠEPIAΛIΣTIKHΣ ΠAΘOΓENEIAΣ TOY FACEBOOKIKOY KOΣMOY.
Αργεντινη-Βραζιλια, τελικος μουντιαλ 2010. Μετα απο 120 λεπτα παιχνιδιου και 6 ευστοχα πεναλτι για καθε ομαδα, την μπαλα στηνει στην ασπρη βουλα ο αγαπημενος Γκαμπριελ Χαιντσε την οποια στελνει αουτ. Σειρα του Ζιλμπερτο με την τεραστια ευκαιρια να χαρισει το τροπαιο στην Βραζιλια, παιρνει φορα, σουταρει, η μπαλα παει χαμηλα, χτυπα στο δοκαρι και κινειται πανω στη γραμμη, ταυτοχρονα χιλαδες ολυμπιακοι και βαρδινογιαννικοι κραζουν με καθε τροπο τον ”παικταρα” του παναθηναικου σε site η ετοιμαζοντας λογο για το ραδιοφωνο πιο μετα. Την επομενη ακριβως στιγμη ο Romero μαζευει την μπαλα. Ο διαιτητης και ολοι οι φιλαθλοι στο γηπεδο κοιτουν με αγωνια ψηλα στα δημοσιογραφικα θεωρια ωσπου μεσα απο ενα μπουθ ακουγεται η φωνη του Κωσταβαρα να λεει: game, set and match Βrasil…
Η βραδιά εκείνη θα μου μείνει αξέχαστη… Ήμασταν και οι δυο ζαλισμένοι από το κρασί και όταν την κοίταξα στα μάτια και την ρώτησα διστακτικά «Πάμε;» μου απάντησε με ένα χαμόγελο κατάφασης. Πλήρωσα το λογαριασμό και σε λίγο άνοιγα την πόρτα της κλινικής. Εκείνη σιωπηλή. Εγώ -αφού σήκωσα τις ασφάλειες του ρεύματος- την οδήγησα στην αγαπημένη μας έδρα. Τα μάτια της χάιδευαν το κορμί μου καθώς απολύμαινα την ταμπλέτα και μόλις τελείωσα κάθισε αναπαυτικά. Στο γυμνό λαιμό της πέρασα το ασημένιο πετσετοκάτοχο και ξεκίνησα τη λήψη ιστορικού. Σε λίγο ήξερα ότι χρειαζόμουν. Με μια κίνησα την πλησίασα, την σήκωσα ψηλά και ένιωσα την καυτή της ανάσα να με τυλίγει.
Είχα ήδη ετοιμάσει τον «εξοπλισμό» μου, όταν μου ψιθύρισε στο αυτί: «Μήπως ξέχασες να πάρεις προφύλαξη;» Έβγαλα από την τσέπη της ποδιάς μου ένα ζευγάρι γάντια τα οποία μου φόρεσε εκείνη πριν καλά-καλά να το καταλάβω. Της εξήγησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω με το φως σβηστό κι έδειξε κατανόηση… Όταν το έβαλα στο στόμα της ήταν ακόμη μαλακό. Εκείνη το δάγκωσε και αμέσως άρχισε να σκληραίνει. «Δυο λεπτά… θα κάνω… μόνο…» της εξήγησα «…μια και πρόκειται για έξοχο αποτυπωτικό υλικό». Ήταν το καλύτερο αποτύπωμα της ζωής μου. Έχοντας εξασφαλίσει μέτρα για την προσωρινή στεφάνη, ήμουν έτοιμος να συνεχίσω. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά· το ίδιο και η δική της. «Είμαι έτοιμη» ψιθύρισε.
Είχε έρθει η ώρα. Την έβαλα στο χέρι, την χτύπησα απαλά, άφησα δυο σταγόνες να φύγουν στον αέρα, την κράτησα με το χέρι μου γερά και σημαδεύοντας είπα: «Μπαίνω!». Έκανα την έγχυση ανασαίνοντας βαριά και εκείνη έβγαλε μια πνιχτή κραυγή ικανοποίησης. Περίμενα πέντε λεπτά να συνέλθει και μετά άρχισα τη «δουλειά». Ξεκίνησα αργά και σταθερά με την κυλινδρική εγγλυφίδα και λίγες στροφές από τη μασητική επιφάνεια ενώ με κοιτούσε επίμονα στα μάτια. «Με νιώθεις αγάπη μου;» ρώτησα γεμάτος ανασφάλεια. Ευτυχώς μου έγνεψε «όχι» και τονώθηκε το ηθικό μου (ποτέ δεν ήμουν καλός στις αναισθησίες). Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό μου καθώς ανέβαζα στροφές και η εγγλυφίδα μου πάλλονταν σαν τρελλή επάνω στο γομφίο της. Ήταν η ώρα να γίνω λίγο άγριος, αφού αρέσει σε όλες τις ασθενείς: «Φτύσε!» την πρόσταξα και με υπάκουσε.
Aλλαξα στάση γιατί είχαμε κουραστεί και οι δυο και ανέβασα ψηλότερα την έδρα. «Θα σου χαμηλώσω το βάθρο, άτιμη!» φώναξα και προχώρησα ενδοσχισμικά. Ήταν ξαναμμένη και άξαφνα απογειώθηκε σε αλλεπάλληλους σπασμούς πόνου (τελικά χρειάστηκε και τοπική δι’ εμποτίσεως). Μόλις ηρέμησε, έβαλα την κυλινδροκωνική και είπα: «Τώρα θα σε πάρω κι από πίσω» -εννοώντας την άπω όμορη επιφάνεια. Χωρίς να προβάλλει καμία αντίρρηση έγειρε λίγο προς τα μπρος το κεφάλι της ώστε να μπορώ να βλέπω καλύτερα… Ήταν πραγματική απόλαυση, μια και δεν υπήρχε επαφή με τον γειτονικό γομφίο και κουνιόμουν ανενόχλητος.
Ένιωθα πως όπου να ‘ταν θα τελείωνα και η χειρολαβή μου είχε πάρει φωτιά. Το κορμί μου αναρρίγησε ταυτόχρονα με τις τελευταίες περιστροφές της εγγλυφίδας μου. Έκατσα μια στιγμή για να θαυμάσω το κομψοτέχνημά μου και άναψα ένα τσιγάρο. Εκείνη δεν είχε συνέλθει ακόμη εγώ όμως είχα ολοκληρωθεί επιστημονικά. Καθίσαμε μέχρι να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Στο μυαλό μου περνούσαν ακτινογραφίες του παρελθόντος… καμιά εμπειρία δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Πριν φύγει της «πέταξα» και μια πρόχειρη στα γρήγορα για να μπορεί να κυκλοφορεί και την αποχαιρέτησα τρυφερά. Οι ασφάλειες της κλινικής έπεσαν και πάλι και οι έδρες βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Πήρα το δρόμο για το σπίτι συλλογιζόμενος την επόμενη συνεδρία…
Πριν από 4-5 χρόνια, στα πρώτα τότε για μένα ακούσματα της εκπομπής σας, κάποιος είχε στείλει μήνυμα ζητώντας σας να σχολιάσετε την ομοιότητα του Δημήτρη Διαμαντίδη με τον τίμιο καρατέκα Ραλφ Μάτσιο! Εκείνη τη στιγμή συγκλονίστηκα, γιατί ανέκαθεν κι εμένα ο Διαμαντίδης μου θύμιζε το πουλέν του Μιγιάγκι! Εσείς βέβαια τότε τον αποπήρατε, λέγοντας ότι δεν μοιάζει καθόλου. Ε λοιπόν ΚΑΙ μοιάζει ΚΑΙ τον τιμάει!
Κατά καιρούς ο ανθρώπινος νους παθαίνει εκλάμψεις. Ανάμεσα στα επουσιώδη, με τα οποία συνήθως στοχάζεται, παρεισφρύουν, ενίοτε, και κάποιες σοβαρές σκέψεις, ικανές να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα, υποχρεώνοντάς μας να βλέπουμε τα ζητήματα κατάματα. Ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη στον υποφαινόμενο. Ενώ καθόμουν και έβλεπα μπάσκετ στο Ίντερνετ (επουσιώδες γεγονός), παρατήρησα πως στο NBA, οι περισσότεροι παίκτες είναι μελαμψοί, ενώ ελάχιστοι λευκοί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα, αποκαλούμενα, «κυριλέ» επαγγέλματα.
Εκείνη τη στιγμή, πέρασε φευγαλέα μία περίεργη σκέψη από το νου μου: πως νιώθει ένας μελαμψός μπασκετμπολίστας όταν βλέπει ένα λευκό; Σκέφτεται την ιστορία των φυλετικών διακρίσεων; Νιώθει μία απέχθεια ή έχθρα; Νιώθει, ενδόμυχα, την υποχρέωση κάποιας μορφής εκδίκησης για τα δεινά που έχει υποστεί η φυλή του; Εάν ναι, είναι η πανθομολογούμενη ανωτερότητά του έκφραση αυτής της εκδίκησης; Από το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και μετά, έχουν υπάρξει διάφορες μορφές κοινωνικής βοήθειας στους μαύρους, οι οποίες συμπυκνώνονται στην ιδέα με την ονομασία «affirmative action». Επομένως, λογικά, οι μαύροι μπασκετμπολίστες δεν θα ένιωθαν το, απολύτως λογικό, συναίσθημα της εκδίκησης. 2 γενιές μεγάλωσαν με περισσότερες ευκαιρίες, με σκοπό να εξιλεωθούν οι λευκοί για τις αμαρτίες τους.
Και τότε, έτσι ξαφνικά (που λέει και ο Αντώνης), μου ήρθε η απάντηση: Ο μελαμψός δε θέλει να πάρει εκδίκηση για τον πολύ απλό λόγο πως το κάνει καθημερινά. Πώς; Μα, τόσες interracial ταινίες γυρίζονται ετησίως. Κάθε μέρα, ένας μελαμψός «περιποιείται» δεόντως μία, τουλάχιστον, λευκή. Η εκδίκηση είναι ακόμη καλύτερη: αντί να επικεντρώνεται σε ελάχιστες εκφράσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του (προνομιακή μεταχείριση για είσοδο σε πανεπιστήμιο ή σε εργασία) απλώνεται σε αμέτρητες στιγμές του βίου του. Η καθημερινή «περιποίηση» δημιουργεί ένα αίσθημα «ατέρμονης ικανοποίησης», το οποίο με τη σειρά του εξαπλώνεται σε όλα τα μέλη της φυλής. Ο μπασκετμπολίστας παίρνει από τη λάμψη του Lex Steele ή του Sean Michaels: αυτό του αρκεί. Το «παραπάνω» είναι πλεονασμός. Η καταπίεση αιώνων ξεπληρώνεται με παρατεταμένη εκδίκηση. Εξ’ου και η έλλειψη ζήλειας εκ μέρους της φυλής. Η Ιστορία έκανε, επομένως, το καθήκον της. Η δουλειά μου είχε τελειώσει: μπορούσα τώρα άνετα να δω τον αγώνα μου, χωρίς φόβο και οίκτο.