No, I can’t believe you’re leaving / Left back position is bleeding / But I guess Didier you couldn’t stay no more / You never tackle But when you pass you’re just world class / World class / No I can’t forget that evening / When you thrilled me with your dribbling / When you showed your skills to those that didn’t know / And now you’re gone and in my heart the pain unfolds / The pain unfolds / I cant live If footbal is without you / I can’t live / I can’t give anymore / Can’t live If football is without you / Ι can’t give, I can’t give anymore…
Υπάρχουν πολλά τραγούδια. Λίγα όμως μπορούν να μας κάνουν να χτυπιόμαστε και να παλλόμαστε στο ρυθμό τους σα σαρδέλες μέσα σε ιχθυοτροφείο. Λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να τιθασεύουν το πλήθος την ώρα που ερμηνεύουν κάποια δημιουργία τους και πετώντας τους την πένα της κιθάρας να μαζεύονται όπως οι κέφαλοι στα λιμάνια την ώρα που τους πετάς ένα κομμάτι ψωμί. Στην Ελλάδα, αν ετίθετο αυτή η ερώτηση, μόνο ένας θα πληρούσε τα κριτήρια. Ο Πασχάλης ο Αρβανιτίδης, ο δικός μας Πασχάλης, το δικό μας παιδί, ο κερατούκλης. ο Έλληνας Mick Jagger, ο εθνικός βαψομαλλιάς, το είδωλο της νεολαίας που χορεύει on the rocks… Κι όμως, ακόμα και σήμερα όταν τραγουδάμε τον Ύμνο, εξακολουθούμε να τον λέμε λάθος. Δεν είναι “Παραδώσου λοιπόν, άνευ όρων μωρό μου”, αλλά “Παραδώσου λοιπόν, πάρε φόρα μωρό μου”.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΟΥΡΤΑΔΟ
Όνειρο είναι να σε δω να τρέχεις ρε Ουρταδο για αυτό πήγα και σ’ έταξα, κάτω στον Μανταμαδο,
Του Ταξιάρχη ζήτησα να ‘ρθει να σε τονώνει και αυτός ανταποκρίθηκε “Ο τύπος δεν ιδρώνει”
Απ’την μονή σαν έφευγα όλο μονολογούσα και να πιστέψω την φυγή, καθόλου δεν μπορούσα,
Πως γίνεται να χάσουμε εσένα την παιχτούρα και μόνο απ’τη σκέψη αυτή, με έπιανε πρεμούρα,
Το πέρασμα σου αέρινο, ωσάν φωτομοντέλο αλλά μας έκανες τα χαφ, να μοιάζουν με μπ*#@δέλο,
Η superleague διαλύεται τώρα που μας αφήνεις αν και ο Ερνέστο καίγεται, μηπως και παραμείνεις,
Στης Ισπανίας τα ουζερί σε βλέπω να πηγαίνεις να είσαι πάντα βασικός, ποτέ σου να μην βγαίνεις,
Τον Ντάνι, τον παλιόφιλο να πας να συναντήσεις και να βουρκώνουν τα μάτια σας, γεμάτα αναμνήσεις,
Και τον Μαρεσκα αν τον βρεις κέρνα κανά ουζάκι και πες πόσο τον αγαπούν, μες στο Καραΐσκάκη,
Το μόνο που έχω να σου πω, είναι τρανό αντίο και θα’ρθω να σε ξαναδώ, Ανάσταση στη Χίο…
Ο Στρατός, είναι μεγάλο σχολείο! Συναναστρέφεσαι με άτομα που δεν μπορούσες ποτέ να φανταστείς πως υπάρχουν! Για παράδειγμα: Εκεί που κάθεσαι και βλέπεις τηλεόραση στο Κ.Ψ.Μ. ας πούμε, παίζει στον Alpha την επική διαφήμιση για το «ξεκαρδιστικό» application της ΣΟΥΠΕΡ ΛΕΠΤΗΣ ΦΩΝΗΣ! (Στείλε μήνυμα στο 6969 για να κάνεις πλάκα στους φίλους σας με την αστεία, πολύ αστεία ΣΟΥΠΕΡ λεπτή φωνή!!!)… Την ώρα που σκέπτεσαι, «Χριστέ μου, ποιος πληρώνει για τέτοια πράγματα;», κοιτάς δίπλα σου και βλέπεις τον συνφαντάρο, να κοιτάει μία την τηλεόραση μία το κινητό του, προσπαθώντας να στείλει μήνυμα!
Επιβεβαίωση όλων αυτών, ο παρακάτω μεγαλειώδης διάλογος στο KEMX πέρσι τον Νοέμβρη. Περιμένοντας στην ουρά του Κ.Ψ.Μ. δύο νεοσύλλεκτοι μπροστά μου συζητούν! -Τι θα πάρεις; -Θα πάρω μια Λουκανόπιττα. -Τι Λουκανόπιττα ρε μεγάλε, Λουκανικόπιττα είναι! Λουκάνικο έχει μέσα, ΟΧΙ Λούκανο!!! -Τι λε ρε μεγάλε! Αν ήταν έτσι, τότε η Τυρόπιττα, δεν θα λεγότανε Τυρόπιττα! Θα λεγότανε Τυρίπιττα! Απ’ το μεγάλο σχολείο του στρατού, λοιπόν, έμαθα πως υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι: Αυτοί που λένε Λουκανικόπιττα, αυτοί που λένε Λουκανόπιττα και αυτοί που στέλνουν μηνύματα αγχωμένοι μέχρι να αποκτήσουν την ΣΟΥΠΕΡ ΛΕΠΤΗ ΦΩΝΗ!
Ο πιστός φιλότιμος και άρτι απολυθείς σοφότερος Στρ(ΜΧ)
1 Σεπτεμβρίου και το εορτολόγιο αναγράφει 43 ονόματα της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας. Αυτό που “ξεχωρίζει” είναι το όνομα Αδαμάντιος. Ποιός θα διανοούνταν πριν απο λίγα χρόνια ότι σήμερα κάποιοι θα ξεχνούσαν να χαιρετήσουν το επίθετο και μόνο του ανθρώπου-αθλητή που γύρισε τον κόσμο ολόκληρο, για να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες και την ιστορία της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Χρόνια σου πολλά Alessandro Diamanti, εσύ θαλασσόλυκε μακαρονά, που μετά από εμπειρίες στα γήπεδα Αγγλίας και Αργεντινής επέστρεψες στα πάτρια εδάφη, αυτή τη φορά για να ξαναγράψεις ιστορία φορώντας τα χρώματα της Μπολόνια.
Θυμάστε πιστεύω το παλιό MTV unplugged, όπου διάσημα ροκ συγκροτήματα διασκεύαζαν τα τραγούδια τους με ακουστικές κιθάρες… Ήταν λίγο ξεφτιλέ αλλά είχε τη πλάκα του. Λοιπόν τώρα υπάρχει και το Ελληνικό MTV unplugged και μαντέψτε ποια υπερτατη ροκ περσόνα θα εμφανιστεί… ΝΑΙ καλά μαντέψατε: Η ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ! Ω ναι, η Άννα και το συγκρότημά της θα αφήσουν κάτω τις Flying-V και Stratocaster ηλεκτρικές κιθάρες τους, θα κλείσουν τους παραμορφωτές ήχου, θα μείνουν για λίγο μακρυά από τους Marshall ενισχυτές των 500.000 watt… και θα αγκαλιάσουν την πιο γλυκιά, ακουστική πλευρά των τραγουδιών τους.
Επιτέλους, να δούμε και μια ταινία που ο πρωταγωνιστής ξεντεριάζει τον κακό και μετά παίρνει τα άντερά του και πηδάει απ’την ταράτσα ως άλλος McClain στο τέλος του Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, για να προσγειωθεί στον από κάτω όροφο σπάζοντας το παράθυρο… Ροντρίγκεζ, μόνο εσύ μπορείς να σκηνοθετήσεις το Deadpool, εσύ Machete μου, κανένας άλλος! Lindsay Lohan πούλα-φύγε, Avi Arad δεν ξεχνώ! Προδότη Χιου Τζάκμαν!
Οι τρεις δρόμοι για την κόλαση…
Ήταν γέρος. Απόμαχος της ζωής. Τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Έβγαλε τον καπνό που επέμενε να φυλάει στην περσική παντόφλα, ωδή στον αγαπημένο του συγγραφέα από τα μικράτα του. Αχ, οι θύμησες… Γλυκές, ερωτικές, λάγνες. Γύρισε με τη βοήθεια όσης μνήμης του απέμενε, στην εποχή που ήταν παιδάκι. Ναι, εκεί ένιωθε ασφαλής. Εκεί βρίσκονταν το καταφύγιο του, που θα παρέμενε τέτοιο για όσο καιρό θα περιέφερε ακόμη το κουρασμένο σαρκίο του σ’ αυτή την άγονη χώρα. Πόσο ακόμα; Έστριψε επιδέξια το τσιγάρο και το άναψε με το παλιό σπαρματσέτο. Ο καπνός κύλησε στα επιβαρυμένα πνευμόνια του και όσο του αφαιρούσε τη ζωή, τόσο εκείνος προλάβαινε να την εκτιμήσει. “Πέντε λεπτά λιγότερα στην επίγεια κόλαση”. Μακάρι να ‘ταν έτσι, κυρ αστυνόμε…
Η καθημερινότητα. Πουτάνα, που σου τρώει τα λεφτά χωρίς να σου προσφέρει ηδονή. Μόνο ρουτίνα. Σαράντα και πλέον χρόνια την ανέχτηκε που τώρα πια έμοιαζαν σαν μια αιωνιότητα από νύχτες. Μέρες δεν είχε η ζωή του. Τον ήλιο και τη ζεστασιά του τα ρούφαγε μόνο στα όνειρα. ‘Ηταν αργά πια. Το κρίμα, ας έπεφτε στους επόμενους. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, τι έφταιγε που δεν ήταν αρκετό; Ανασκουμπώθηκε από τη θέση του και έσυρε ένα ζευγάρι κουρασμένα πόδια ως την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε το ντουλαπάκι. Όλα έμοιαζαν ίδια, όπως τα είχε αφήσει πριν είκοσι χρόνια. Τότε δεν ήταν η ώρα, τώρα όμως το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Αργά, σχεδόν τελετουργικά, έβγαλε την ασφάλεια. Περίμενε για λίγο, όπως οι θανατοποινίτες τη χάρη από κάποιον ευαίσθητο δικαστή ή γερουσιαστή. Δεν ήρθε ποτέ. Μια λάμψη διαπέρασε εξαγνιστικά το δώμα. Κι ύστερα, σιωπή…
Τον ξύπνησαν οι φωνές της κόρης του. Αναθεματισμένα έφηβα παιδιά, πηγές κακών και μόνο. Μωρά είναι καλά, έχουν γούστο, γλυκούτσικα, τρελούτσικα, ομορφούτσικα, αρκεί φυσικά να τα φροντίζει άλλος. Αυτός ο άλλος στην περίπτωσή του, ήταν η Γυναίκα. Καλή κυρία, κάποτε γούσταρε να της κάνει και σεξ. Όχι πια. Θυμόνταν κάτι απίστευτα σκηνικά: Γυμνοί να τρέχουν σε κάποια αμμουδιά, με παρέα ένα χολιγουντιανών προδιαγραφών ηλιοβασίλεμα. Αυτός ερεθισμένος, σκέφτονταν πως να την ξαπλώσει στην νοτισμένη γη και να ηρεμήσει επιτέλους αυτή τη βασανιστική κάψα που του κατέτρωγε τα σωθικά. Αυτή… Ποιος ξέρει τι σκέφτονταν αυτή; Το τέλος πάντοτε το έγραφε εκείνος. Όπως τότε που την πήρε με μανία στο κελάρι, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κι ενώ πάνω τους περίμενε ένας συρφετός που πρόσμενε όλο χαρά την επισημοποίηση των όρκων, το πρώτο βήμα για την… αγάπη. Ένιωσε ντροπή που ξέθαψε αυτού του είδους τις μνήμες. Η αγάπη φέρνει ντροπή. Ή μήπως είναι η ντροπή αυτή που προσελκύει την αγάπη; Μα τότε η αγάπη είναι το άδειο σακί στο οποίο χώνουμε συναισθήματα, πράξεις και ιδέες του παλιού μας εαυτού, με μόνο σκοπό τη βιωσιμότητα του τωρινού, που δεν αντέχει άλλο το βάρος δύο ανθρώπων… Δεν είναι εύκολος ο αποχωρισμός. Μήπως γι’ αυτό τον βαφτίσαμε αγάπη;
Δεν τον ένοιαζε. Αγάπη, έρωτας, πνεύμα, έννοιες υπερβατικές. Δεν ήθελε να βαδίσει άλλο σε αυτό το μονοπάτι. Βγήκε από το λήθαργο και είδε μπρος του να στέκει ένα παράξενο πλάσμα. Μιλούσε ακατάληπτα ενώ οι φράσεις του διακόπτονταν κάπου-κάπου από βογγητά αγανάκτησης. Ήταν διψασμένο, ήθελε από εκείνον νερό, όχι, αίμα ήθελε. Έμοιαζε απειλητικό αυτό το πλάσμα, έψαχνε για διέξοδο, δεν το χωρούσε το μικρό δωματιάκι. Δεν είχε εναλλακτική να του προτείνει. Έπρεπε να τη βρει μόνο του το πλάσμα. Το έδιωξε από κοντά του. Έμεινε ξανά μόνος. Σύρθηκε ως το μπάνιο με το μικρό παραθυράκι. Ένα μικρό παράθυρο στον κόσμο, είναι καλύτερο απ’ το τίποτα. Όχι, δεν τον ενθουσίαζε αυτή η προοπτική. Μάλλον τον αποθάρρυνε περισσότερο. Στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη στο παραθυράκι και έβγαλε απ’ την τσέπη του το σακουλάκι με την υγρή μαγειρική μελάσσα. Με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις προσάρμοσε σε αυτό τη σύριγγα που είχε φέρει μαζί του για την περίσταση. Πήγε και στάθηκε εμπρός από τον καθρέπτη. Από εκεί, μπορούσε να παρατηρεί καλύτερα τις κινήσεις του. Σαν σε όνειρο, είδε έναν άντρα που του έμοιαζε, να ψάχνει για κάτι. Το βρήκε, και συνέχισε με την ίδια σβελτάδα, πηγαίνοντας στο επόμενο βήμα. Έμεινε για λίγο στάσιμος, κοιτώντας τον άλλο του εαυτό. Φαινόνταν να του χαμογελάει “Τι διάολο”, είπε και του χαμογέλασε και εκείνος. Η επακόλουθη νύχτα, που τόσες φορές είχε δει στα όνειρά του, πλησίαζε. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμη… Το χτύπημα ήρθε, ολέθριο, μεθοδικό, αλάνθαστο, και τότε ο χρόνος, όσον αφορούσε τον άντρα στον καθρέπτη, είχε φτάσει σε ένα ορισμένο τέλος…
Όχι, δεν θα το άφηνε να τελειώσει. Όσο σκέφτονταν ξανά, ένα-ένα τα βήματα που τους έφεραν ως εδώ, τόσο περισσότερο θύμωνε με τον εαυτό του. Δεν το χειρίστηκε σωστά. Έκανε λάθη, λάθη στρατηγικής σημασίας. Το κεφάλι του ήταν καζάνι, έτοιμο να εκραγεί. Προσπάθησε για λίγο, μάταια, να σβήσει την εικόνα που είχε αντικρίσει προ ολίγου. Αυτή δεν έφευγε, πολεμούσε να παραμείνει στο προσκήνιο, όπως ένας αρρωστημένος ξενιστής σε κάποιο άμοιρο σώμα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και έκατσε πάνω σε ένα ξεφλουδισμένο από την υγρασία παγκάκι. Είχε φτάσει στο πάρκο. Έπρεπε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά. Τα μάτια του δεν μπορεί να τον γέλασαν, δεν μπορεί να του έδειξαν το τέλος του κόσμου του, παραπλανημένα από κάποιο ανίερο όραμα. Αυτά συμβαίνουν μόνο στην τηλεόραση. Κατά συνέπεια, η εικόνα ήταν αληθινή. Εκείνη, φορώντας ένα απλό τζιν και μία άσπρη μπλούζα, χαριτωμένη μες στην αφέλεια της ηλικίας της. Πόσο γρήγορα έμελλε να χαράξουν οι έννοιες αυτό το γλυκό, αμόλυντο προσωπάκι; Εκείνος βέβαια δεν το ήξερε αυτό, δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Όχι ακόμη τουλάχιστον.
Ετοιμάζονταν να πάει κοντά της, να την χαιρετήσει, να της πει για μια ακόμη φορά εκείνα τα αμήχανα λόγια που μοιάζουν με σιωπηλή προσμονή, όταν ξάφνου… Τον είδε. Καθισμένος δίπλα της, ένα κτήνος που επιβουλεύονταν κάτι δικό του. Ο χρόνος σταμάτησε, η καρδιά του ράγισε, το κορμί του μούδιασε. Οι λέξεις δεν μπορούσαν να περιγράψουν τον πόνο του.
Καθισμένος στο παγκάκι, συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό. Τα μάτια του όμως ήταν απλανή, γυάλινα. Σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το ύψωμα. Κάποτε έφτασε. Ξάπλωσε στο χώμα σε εμβρυϊκή στάση, προστατεύοντας το σώμα με τα αδύναμα άκρα του. Ένας μόνος άνθρωπος, σε έναν έρημο κόσμο.
Εφτακόσια μέτρα πιο κάτω οι πέτρες «άχνιζαν», χτυπημένες από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Άφησε τα δάκρυα του να τρέξουν, δεν βοήθησε όμως και πολύ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να βοηθήσει. Με έναν αναστεναγμό σηκώθηκε και προχώρησε προς την άκρη του υψώματος. Το μεσημέρι έδινε σιγά-σιγά τη θέση του σε ένα γλυκό, φθινοπωρινό απόγευμα. Εκείνος όμως, δεν ήταν εκεί για να το δει…
Με τη λήξη των μεταγραφών και για ελεύθερους παίχτες έσβησε και η τελευταία πιθανότητα να γίνει το θαύμα και να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στον Άγιο Ιωάννη τον Ρέντη επειδή ΑΥΤΟΣ θα ανανέωνε.
Γειά σου αέρινε. Γειά σου απροσπέλαστε. Γειά σου ατίθασο άτι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ρημαδιασμένη τελευταία Κυριακή που έπαιξε και μετά, ελαφρά τη καρδία, είπαν πως δεν θα τον ξαναδούμε στα ερυθρόλευκα… Τα έχει τραγουδήσει άλλωστε προφητικά και ο μεγάλος Γρηγόρης Μπιθικώτσης:
Μια Κυριακή, ποιος το περίμενε πως θα ‘ταν Κυριακή Μια Κυριακή, ήρθαν και μου ‘παν ότι διώχνουν τον Ντομί Ήρθαν και δίωξαν το πουλέν μου, μια Κυριακή Ήρθαν γ@μώ τη Σεντ Ετιέν μου, μια Κυριακή
Δεν το μπορώ, το αριστερό φτερό το άδειο να θωρώ Δεν το βαστώ, να του ‘χει κλέψει τη φανέλα ο Μοντεστό Κι έλα, ξερίζωσ’ την καρδιά μου, σαν τον ανθό Να μπω κι εγώ απ’ το χώμα χάμω, να κοιμηθώ.
Αντίο ΜΕΓΑΛΕ Ντιντιέ Ντομί…
Ξεκίνησα με σκοπό να γράψω ένα κείμενο με θέμα την ήττα της εθνικής από τη Ρωσία και την υποκριτική -κατά τη γνώμη μου στάση- όσων πήραν θέση. Ξέφυγε όμως. Ξέφυγε πολύ.
Άκου, επιτέλους, ανθρωπάκο…
Γεια σου ανθρωπάκο. Που σε βρίσκω; Πως περνάς, παρέα με τη μοναξιά σου; Η χαραυγή της εποχής σου έχει παρέλθει προ πολλού, το λυκόφως της όμως δεν το βλέπω στον ορίζοντα. Γιατί ανθρωπάκο; Γιατί πορεύεσαι ακόμη σε αδιέξοδα μονοπάτια; Η σιωπή σου είναι ανούσια, τα λόγια σου το ίδιο. Είχα ελπίδα για σένα ανθρωπάκο. Σε φοβάμαι ακόμη, σε σέβομαι το ίδιο, αλλά εσύ συνεχίζεις να εναποθέτεις τις ελπίδες σου σε λάθος χέρια. Το σκοτάδι έπεσε ανθρωπάκο, πιο βαθύ, πιο ερεβώδες από ποτέ. Κοίτα ψηλά να δεις τον έναστρο ουρανό ανθρωπάκο. Τώρα τα άστρα φαντάζουν πιο λαμπερά.
Σε βλέπω ανθρωπάκο. Σε βλέπω μόνο σου μπροστά από μια κρύα οθόνη να βαυκαλίζεσαι και να καγχάζεις για τις ανύπαρκτες γνωριμίες σου, ένα κουφάρι, άδειο από ζωή. Στο δρόμο που περπατάς ανθρωπάκο, κάπου έχασες τον εαυτό σου. Δεν είναι αργά. Δεν υπάρχουν μονόδρομοι για σένα, μόνο σταυροδρόμια. Σταυροδρόμια παντού. Ευχή και κατάρα μαζί, ανθρωπάκο.
Παρακολουθώ τις εξελίξεις ανθρωπάκο, αν και σου μιλάω από μια άλλη εποχή. Είδα τα ηθικά σου διλλήματα, ντυμένα με τον μανδύα του ενδιαφέροντος για το ευ αγωνίζεσθαι, και όχι μόνο. Με θλίβεις ανθρωπάκο. Αλήθεια, αναζητείς ηθική, σε μια ανήθικη κοινωνία; Επιμερίζεις το Όλο, ξεχνώντας πως κάθε του πτυχή έχει μπολιαστεί με το σαράκι που το κατατρώει. Ηθικολογείς και λαϊκίζεις ανθρωπάκο, κάθε σου λέξη όμως σε σπρώχνει μακρύτερα από τη λύση του προβλήματος.
Δεν φταις μόνο εσύ όμως ανθρωπάκο. Φταίει και το ηρεμιστικό που σου δίνουν. Είναι εκείνο το ηρεμιστικό που χορηγούν στους ετοιμοθάνατους, για να μην τους ενοχλεί και τόσο το γεγονός πως πεθαίνουν. Εσύ όμως δεν είσαι ετοιμοθάνατος ανθρωπάκο. Δεν το χρειάζεσαι το ηρεμιστικό. Οφείλεις να ανοίξεις την πόρτα, και να αντικρίσεις τον ήλιο, που έχεις ξεχάσει πια τι χρώμα έχει.
Στα στέρησαν όλα, δεν έχουν όμως το δικαίωμα να το κάνουν ανθρωπάκο. Και εσύ έπρεπε να το ξέρεις. Ένα πράγμα όμως δεν μπορεί κανείς να σου στερήσει. Το μέλλον. Αποχωρίσου τα κομμάτια του παλιού σου εαυτού, χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία που απέκτησες στο παρελθόν, και φτιάξε την καινούρια σου εικόνα, αυτή που στον καθρέπτη του μέλλοντος θα τολμάς να αντικρίσεις χωρίς ντροπή. Γιατί τώρα νιώθεις ντροπή ανθρωπάκο και εγώ το ξέρω.
Και θα σου πω κι αυτό ανθρωπάκο. Δεν υπάρχει αετός στην Ιστορία. Υπάρχουν όμως κοτόπουλα. Και όσο αυτά συνεχίζουν να πετούν πέτρες στον καλύτερό τους εαυτό, τόσο θα απομακρύνονται από την πραγμάτωση της αποστολής τους, παραμένοντας στο βούρκο. Εκεί που είσαι εσύ ανθρωπάκο.
Φαντάσου μια νύχτα του Μαΐου ανθρωπάκο. Εκείνη την εποχή που η άνοιξη αγγίζει τα όρια του καλοκαιριού. Αυτή είναι η κατάλληλη εποχή για όνειρα. Όνειρα, στα οποία η λέξη ανθρωπάκος, απλώς δεν θα υπάρχει…