Τα βράδια στα Πυρηναία, όταν εσύ έπινες σανγκριά κι εγώ βερμουτ με σόδα, περιμένοντας το σκοτάδι της νύχτας να κρύψει την αμαρτία μας, η σκέψη μου πετούσε σας άλμπατρος πάνω από τα πράσινα βουνά, γυρίζοντας σε μέρη από καιρό γνώριμα. Το ρυάκι την ταξίδεψε, εκεί στις όχθες του, που η ξανθιά παρθένα έπαιρνε το μπάνιο της λίγο πρίν την θωπεύσουν Μαυριτανοί κουρσάροι, στα λιβάδεια της χαράς, της νιότης, της Λώρα Ιγκλς και του Χάιμε Παλίγιο.Ο Βασιλείας πέθανε, ο Τσιαντάκης ζει, ζήτω το έθνος, ζήτω το κράτος.