Επισκέφθηκα φιλαράκι που σπουδάζει στην Πράγα. Κλασικά, με κυκλοφόρησε και, ως αποτέλεσμα, γνώρισα σχεδόν όλα τα άτομα που ξέρει εκεί πέρα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένας Ισπανός, καμένος με τα άλμπουμ της Πανίνι. Ο τύπος, στα 26 του, είναι τόσο καμένος που, εκτός από τα συμπληρωμένα άλμπουμ, έχει κουτάκια που περιέχουν όλα τα διπλά του ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ, ένα για κάθε διοργάνωση. Πόσο με τιμεί λοιπόν που μετά από σχεδόν μία δεκαετία κι ενώ έχω γίνει 20 χρόνων μαντράχαλος, κατάφερα να συμπληρώσω το άλμπουμ Πανίνι για το Μουντιάλ του 2002, αφού ο τίμιος, ο ΑΔΕΛΦΟΣ, είχε σε διπλά και τους δύο παίκτες που μου έλειπαν; Κατσαπλιάδες Χούλιο Σέζαρ Ενσίζο και Στήβεν Φίναν, δε μου γλιτώσατε. Κανείς δε μου γλιτώνει εμένα. Ήσασταν η αιτία να κόψω τις συλλογές και να γεμίσει χαρακιές η αθώα παιδική ψυχή μου. Πλέον όμως μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Κι εσείς να απολαύσετε τη σύνταξή σας.
Είδα ένα βιντεάκι στο youtube, με αυτό το κοκκάλινο, ξεπετσιασμένο αητόπουλο με το ξεκατινιασμένο λυγερό και βαθουλωτό κορμί και την αμμουδιέρα στα πόδια για να μην σπινάρει από την επιτάχυνση, αυτός ο απαυτούλης, το κουβανέζικο κούβγιαλο με τις ληγμένες μπαταρίες, αυτό το απάνθισμα της σχολής των αυτοδυτών με την χρυσή ψαροκασέλα που του έκανε δώρο ο Βαγγέλαρος, αυτός ο ψαρόφιλος με την σαλιγκαροπροσρρόφηση στα χείλια που τον ασπάζονταν τα δίχτυα όταν φύσαγε βορινός άνεμος , τον είδα να ψαρεύει κοκοβιούς μες στην τρελή χαρά. Εκεί στην Ταγκανίκα ήταν ο άτιμος την ώρα που τον εχάζευα αυτόν τον νεροκουβαλητή του Χάρου να παίρνει φόρα και να πετά το καλαμί του, αυτός ο ακατονόμαστος ο Κοστάντζο. Και τότε θυμήθηκα αυτόν το βυσματούχο με τις καμένες τσιμούχες και το καβουρδιστίρι στον εγκέφαλο, τον κουφοτσόγκα τον ψευτοπαπατζή, που για το μόνο που κάνει είναι να του πετάς κουρκουμπίνια στην άτριχη καυκάλα του, αυτό το ματριξόπουλο τον Τσάκα με το βύσμα του Μάτριξ στο κεφάλι …. (Μια ανατομική λεπτομέρεια. Τι είναι το βύσμα του Μάτριξ: Πρόκειται για προεξοχή που έχουν ορισμένοι άνθρωποι (π.χ Τσάκας) στο πίσω μέρος του κεφαλιού, εκεί που τελειώνει το κρανίο και αρχίζει ο σβέρκος. Αυτό τους προσδίδει μια αύρα ματριξιάς, καθώς οι ήρωες του Μάτριξ έφεραν βύσμα στο ίδιο σημείο.).
Συνήθως, όταν συζητούμε για το κατά πόσον μας αρέσουν οι πορνοταινίες, τείνουμε να ξεχνούμε τις εξειδικεύσεις. Σε απλά Ελληνικά, η κοινή ερώτηση είναι: «Σου αρέσουν οι τσόντες;». Το ερώτημα είναι ουσιωδώς και ορθολογικώς λάθος. Εφόσον μιλάμε για άνδρες, με τη στενή έννοια του όρου, το θέμα δεν πρέπει να είναι εάν μας αρέσουν ή όχι, αλλά το ΤΙ μας αρέσει να βλέπουμε. Και εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: στις εν λόγω ταινίες οι επιλογές είναι αναρίθμητες. Δηλαδή, ΚΑΙ οι πορνοστάρ έχουν διαφορετικό βαθμό ομορφιάς, σεξουαλικότητας ή δυνατοτήτων, αλλά ΚΑΙ οι πράξεις των πορνοστάρ διαφέρουν ποικιλοτρόπως. Κάποιες έχουν κλίση προς αρτιστίκ και ρομαντικές ταινίες (βλέπε Jenna Jameson ή Stormy Daniels), άλλες εκστασιάζονται με το DT (Angelina Valentine ή Diana Prince), άλλες προτιμούν το DP (Tory Lane ή Katja Kassin), ενώ άλλες ρέπουν προς τον πλήρη εξευτελισμό (Audrey Hollander ή Julie Knight). Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατο να περιοριστούν οι επιλογές, δεδομένου του αριθμού των ηθοποιών που μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Τώρα, πως ακριβώς επιλέγουμε ΤΙ θα δούμε, όταν δούμε; Εδώ, θαρρώ, υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανδρών: 1. Υπάρχουν αυτοί που απλώς μπαίνουν σε μία ιστοσελίδα, χωρίς να ενδιαφέρονται ΤΙ θα δουν, αρκεί να το δουν 2. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν συγκεκριμένη ηθοποιό (μικρό ποσοστό ψαγμένων), 3. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν niche (η μεγάλη πλειοψηφία που ενδιαφέρεται για άμεση «χαλάρωση»), 4. Υπάρχουν αυτοί που προτιμούν ένα συνδυασμό του 2 και 3 (επίσης ψαγμένοι, αλλά και αυτοί που δυσκολεύονται περισσότερο να ικανοποιηθούν) και 5. Υπάρχουν και αυτοί που ψάχνουν για σκηνές βασισμένοι στον άνδρα παρτενέρ (ακόμα πιο κλειστή κατηγορία). Αυτό που καθορίζει, όμως, την τελική επιλογή μας δεν είναι ΚΑΜΙΑ από τις ανωτέρω κατηγορίες. Αντιθέτως, αυτές όλες υπόκεινται στην έλλειψη ή μη διαθέσιμου χρόνου. Άρα, ενώ κάποιος θα ΗΘΕΛΕ να επιλέξει την 3, ελλείψει χρόνου, πάει αυτομάτως στην 1. Συμπέρασμα: Σε αντίθεση με τις περισσότερες πράξεις μας στη διάρκεια της ζωής μας, όπου ο χρόνος θεωρείται -νοητά- ως non-issue, στη θέαση τσοντών, αυτό δεν ισχύει. Άρα, βροντήξτε όσο μπορείτε παίδες.
Με φωνάζει ενας φίλος μου να του φτιάξω τον υπολογιστή. Με αφήνει για μίκρο χρονικό διάστημα με την 13 ετών κόρη του και ενώ περιμένω να γίνει η εγκατάσταση καποιον δευτερευόντων προγραμμάτων μπαίνω για λιγο στο facebook, για να περάσει η ώρα. Η μικρή βλέπει τις επισημάνσεις και κάνει το παρακάτω σχόλιο «τι, μονο 3 ενημερώσεις εχεις; Μονο 22 φιλοί σου είναι online; Μονο 300 φιλούς εχείς;» και άρχισε να γελάει.
Ακολούθησε ο εξής διάλογος -«εσύ πόσους φίλους έχεις;» -«1500» -«με πόσους από αυτούς γνωρίζεσαι;» -«με τους 200» -«με πόσους συνομιλείς συχνά;» -«με τους 20». Και τότε κάνω την μαγική ερώτηση «αφου τους 1300 δεν τους ξέρεις καν και με τους 1480 δεν συνομιλείς, τοτε γιατι τους έχεις ως “φίλους” στο facebook;». Η αποστομωτική της απάντηση ήταν «γιατι όσο πιο πολλους έχεις τοσο πιο δημοφιλής είσαι»… Τότε διαπίστωσα ότι η μικρη δεν είχε καταλάβει ότι η ερώτηση ήταν ρητορική. ΔΙΑΟΛΕ, που έχει φτάσει η κοινώνια σήμερα… να κρίνουμε τους συνανθρώπους μας (αλλα και τους εαυτούς μας) με βάση το πλήθος των «φίλων» στο facebook ή σε οποιοδήποτε site κοινωνικής δικτύωσης. Περιττό να πω ότι δεν ανέφερα στον πατέρα της το σύμβαν…
Έχω κλείσει σχεδόν 24ωρο σκυμμένος πάνω από μία άσκηση συναρτησιακού προγραμματισμού. Όσοι πληροφορικάριοι/ηλεκτρολόγοι δεν έχετε ασχοληθεί, ΜΕΙΝΕΤΕ ΜΑΚΡΙΑ για το καλό σας. Ο συναρτησιακός προγραμματισμός κάνει κακό στην ψυχική υγεία και στη λίμπιντό σας. Ρωτήστε την καραμπινάτη Κινέζα στο live dubstep του Σαββατόβραδου που μου έκανε “γουάμπ γουάμπ γουάμπ γουάμπ” και της απαντούσα “κοκοκοκό”, αποτέλεσμα δεκάωρου λιωσίματος στην SML. Αναδρομή μέσα σε αναδρομή μέσα σε λίστα μέσα σε αναφορά δένδρου μέσα σε δένδρο. Ασταδιάλα.
Είναι αργά. Βράδυ για την ακρίβεια. Και την επόμενη μέρα έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις. Αλλά ξεχνάς τι. Γράφεις για την εξεταστική, ετοιμάζεις κάποιο project στην δουλειά ή πρέπει να διαβάσεις για το σχολείο. Προσπαθείς να θυμηθείς αλλά τίποτα δεν είναι σημαντικό εκείνη την την στιγμή. Ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν σημασία. Έχεις εγκλωβιστεί σε ένα άλλο σύμπαν. Εκεί που είσαι ετοιμάζεσαι να πατήσεις τα δεύτερα -άντα της ζωής σου, εκεί που το κοστούμι είναι μόνιμος σύμμαχός σου.
Και ξαφνικά σιωπή. Η ησυχία που υπάρχει πριν χτυπήσει ο κεραυνός. Κοιτάς με μια λαχτάρα και προσμονή στα μάτια σου. Περιμένεις. Είσαι έτοιμος.
Το σώμα σου τραντάζεται. Νιώθεις την έξαψη. Σηκώνεσαι από την καρέκλα και πέφτεις με την γόνατα στο χαλί βγάζοντας μια κραυγή. Οι γείτονες, η οικόγενεια, η γυναίκα σου, απορούν. Εσύ δεν τους βλέπεις όμως. Δεν είσαι εκεί.
Δεν αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξη του χαλιού, μόνο νιώθεις το χορτάρι στα γόνατά σου. Κοπανάς την μούρη σου πάνω στην πόρτα στην προσπάθειά σου να αγκαλιάσεις τον βοηθό προπονητή του. Έχεις κατακτήσει το πρώτο σου champions league, την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία, έχεις εξασφαλίσεις την σωτηρία που κανείς δεν περίμενε, έχεις πάρει το πρώτο σου πρωτάθλημα.
Μόλις η έξαψη φύγει, προσγειώνεσαι σιγά-σιγά στην πραγματικότητα. “-Είσαι καλά;” σε ρωτάνε. “-Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα” λες με ένα χαζό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου. Στην συνέχεια ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια του ποντικιού που πριν 5 λεπτά κοπάνησες στον τοίχο για το μούφα πέναλτυ που έδωσε ο διαιτητής εναντίον σου. Αν έχεις ενσύρματο, απλώς ακολούθα το καλώδιο, με το ασύρματο είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα.
Παινεύεις τους παίκτες σου, προσπαθώντας να πιστέψεις το κατόρθωμά σου. Αυτό που οι άλλοι έλεγαν ως αδύνατο εσύ το εξέλαβες ως μία βατή πρόκληση. Και την έφερες εις πέρας. Κάνεις ένα save στα γρήγορα, γιατί τώρα έρχεται ο προγραμματισμός της επόμενης σεζόν.
Όμως έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Οι φωνές των δικών σου σε προσγειώνουν απότομα σε αυτό το σύμπαν. Πρέπει να πας για ύπνο. Έχεις όμως αυτήν την γλυκιά υπερένταση. Ο αγώνας παίζει ξανά και ξανά στο κεφάλι σου. Σκέφτεσαι “-Έκανα save;”. Καθησυχάζεις στα γρήγορα τον εαυτό σου. Το μόνο πράγμα που μπορεί να σε κάνει να κοιμηθείς είναι το αύριο. Μετά το σχολείο, το πανεπιστήμιο, την δουλειά, το παιχνίδι θα σε περιμένει.
Κοιμάσαι. Και επιστρέφεις στην πραγματικότητα. Ο San Emeterio δεν είναι κάτι παραπάνω από regen, και ο Yaya Sanogo ποτέ δεν έβαλε 500 γκολ με την φανέλα του Παναθηναϊκού. Όλα όσα έκανες χθες μοιάζουν ένα γλυκό όνειρο, που με τον καιρό ξεθωριάζει.
Πας να μιλήσεις σε κάποιον για όσα έκανες. “-Τι είναι αυτά;” σου απαντάει, “-Είναι το FM”, “-Έλα ρε συ, αυτό δεν είναι παρά ένα παιχνίδι”. Το κοιτάς με μάτια γεμάτα απορία. Γυρνάς την πλάτη και φεύγεις. Απομακρύνεσαι.
Σκέφτεσαι αυτό που σου είπε. Είναι ένα παιχνίδι… Το σκέφτεσαι συνεχώς. Σε κάποια στιγμή συμφωνείς. Ναι είναι ένα παιχνίδι. Τίποτα παραπάνω.
Και εκείνη την στιγμή πάτας το “Power On” στον υπολογιστή. Περιμένεις λίγο, και με το ποντίκι σου, γυρνάς γύρω-γύρω από το εικονίδιο του Football Manager.
“-Ένα ματς ακόμα.” Και κλικάρεις δύο φορές. Το παιχνίδι ανοίγει, και κάνεις load το save σου. Και οι προηγούμενες ώρες εξαφανίζονται. Επιστρέφεις εκεί που ήσουν χθες, σε εκείνο το σύμπαν που το football manager δεν είναι παιχνίδι. Στο δικό σου σύμπαν.
Σήμερα είναι 15/02/2013. Σωστά; Λάθος. Είναι 27/09/2014. Παίζω απέναντι στην Liverpool. Στον Huish Park. Πρέπει να κερδίσω…
Κεφάλι καζάνι λόγω έλλειψης ύπνου, οφειλομένης σε χτεσινοβραδινό αποκριάτικο πάρτι, το οποίο τελείωσε… σήμερα. Παρασκευή, λίγο πριν από τριήμερο και -μοιραία- το κωλοβάρεμα πάει σύννεφο. Πάνω στο μικρό γραφείο μου, διαστάσεων… μισό επί τίποτα, έχω καταφέρει να χωρέσω: το σταθερό τηλέφωνο, δύο κινητά, ένα bluetooth, δύο σετ ακουστικών hands-free, ένα Mp3-Player, οθόνη υπολογιστή, πληκτρολόγιο, ποντίκι, μια ευμεγέθη γλάστρα με ένα διακοσμητικό φυτό που ανάθεμα κι αν ξέρω πώς λέγεται, ένα freddo espresso μέτριο – grande μέγεθος, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, δύο μπουκαλάκια νερό, τη Sportday (γλύψιμο…), τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κάτι καλαμάκια που ήρθαν περισσευούμενα πριν με τον καφέ, 1 ευρώ και 80 λεπτά σε κέρματα που δεν θυμάμαι πώς βρέθηκαν εδώ, ένα πακέτο τσιγάρα και έναν αναπτήρα-γίγας που αγόρασα το πρωί στα φανάρια (3 ευρώ μου ζήτησαν, τους είπα «μεγάλε, τσάκω 2 ευρώ και δως μου δύο» – μόνο έναν μου έδωσαν πάντως), κάτι φυλλάδια από ταξιδιωτικά πρακτορεία για Νότια Αφρική το καλοκαίρι, μία ατζέντα του 2010 χρώματος μπορντό, έναν πρόχειρο χάρτη σχεδιασμένο σε κόλλα Α4 γιατί έχω μια δουλειά το μεσημέρι στο Μενίδι και φοβάμαι μη χάσω το δρόμο, κάτι πράσινα και κίτρινα post-it, ένα ημερολόγιο γραφείου που παρατηρώ ότι έχει μείνει στο Σεπτέμβριο του 2009, μια μολυβοθήκη άδεια, έναν διακορευτή πράσινο, ένα συρραπτικό κόκκινο, μια μονωτική ταινία κίτρινη και κάτι συνδετήρες πράσινους, κόκκινους και κίτρινους (και κίτρινους, και κίτρινους…)
Μέσα, λοιπόν, σε αυτήν την κατάσταση-Γιουσουρούμ (και, επαναλαμβάνω, με την πνευματική μου διαύγεια να δοκιμάζεται σκληρά)…
…Με τιμεί που φώναξα τεχνικό από τον κάτω όροφο για να μου φτιάξει τον υπολογιστή επειδή νόμιζα ότι χάλασε, λόγω του ότι δεν κουνιότανε το mouse; Και τον τιμεί που με κοίταξε με το πιο υποτιμητικό του βλέμμα και κατάλαβε τα χάλια μου, όταν με είδε αντί για το ποντίκι να κουνάω… ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ πάνω κάτω, περιμένοντας μάταια να δώσει εντολές ο κέρσορας;
Μετά τιμής, Ανδρέας
Πικερμι,Δευτερα ηταν θαρρω κατα τις 1.30 οταν σε καταστημα γνωστης αλυσιδας φουρνων δυο σκιες περασαν το κατωφλι. Αμεσως σιωπη… λιγοι καταλαβαν ποιοι ηταν και τι ζητουσαν. Ο ενας μιλουσε στο κινητο και ο αλλος περιεργαζοταν το χορο. Οι ψιθυροι αρχισαν. Θορυβημενος και ‘γω δεν αντισταθηκα στον πειρασμο να δω ποιες στο καλο ηταν αυτες οι 2 παρουσιες που αναστατωσαν εναν ολοκληρο φουρνο. Ναι, ηταν αυτο που ακουγοταν… Ο ΤΙΤΑΝΙΟΣ ΕΝΤΕΡ ΜΕ ΕΝΑ ΚΙΛΟ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΜΕ ΜΙΑ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟΠΙΤΑ ηταν στο ταμειο και περιμεναν υπομονετικα να πληρωσουν. Αρκετα μικρα παιδακια, φιλοι της αεκ προφανως, χαιρετουσαν και εμψυχωναν τα παληκαρια για το ντερμπι με τον ΠΑΟ! ΜΕ ΤΙΜΑ ΠΟΥ ΩΣ ΒΑΖΕΛΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ΤΟΝ ΛΕΩΝΑΡΝΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΠΡΑΞΩ ΤΟ, ΛΑΚΩΝΙΚΟ ΜΕΝ ΠΟΛΛΑ ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΟ ΔΕ, «ΓΚΕΙΑ ΣΟΥ ΦΙΛΟ»;
Ακολουθεί πραγματική ιστορία με πρωταγωνιστή το χιλιολατρεμένο «καγκουρό» Λούη Χριστοδούλου, την οποία είχα το προνόμιο να ζήσω και να απολαύσω… πρώτο τραπέζι πίστα:
Το ημερολόγιο δείχνει (αθάνατο κλισέ) 7 Αυγούστου 1992, η Πανάθα επιστρέφει από προετοιμασία και στην πτήση της επιστροφής στήνεται μια γιορτούλα για το Λούη Χριστοδούλου, ο οποίος είχε εκείνη την ημέρα γενέθλια. Του λένε το τραγουδάκι, σβήνει τα κεράκια και, επιστρέφοντας στη θέση του, ακούει έναν δημοσιογράφο (με τον οποίο μας συνδέει συγγένεια πρώτου βαθμού – ΝΑΙ, ΜΠΑΜΠΑ, σε σένα αναφέρομαι) να του λέει: «Λούη, δεν πιστεύω το Δεκέμβρη να φύγεις, ε;» (το χειμώνα εκείνο έληγε το συμβόλαιό του και είχαν γίνει κάποιες συζητήσεις για ανανέωση). Ο Χριστοδούλου του απαντά μισά ελληνικά, μισά αγγλικά και με βαριά αυστραλιανή προφορά «What? Noooo… Pou na pao, my friend? Εdo tha meino».
Την επόμενη μέρα, δημοσιεύτηκε σε ΟΛΕΣ τις εφημερίδες η εξής δήλωση του ποδοσφαιριστή Λούη Χριστοδούλου: «Στον Παναθηναϊκό ανδρώθηκα ποδοσφαιρικά και γεύτηκα χαρές και τίτλους. Θεωρώ ότι το μέλλον μου είναι συνυφασμένο με το τριφύλλι και δεν μπορώ να διανοηθώ τον εαυτό μου σε άλλη ομάδα». Κι όταν λέω του πατέρα μου «Μήπως το παραφούσκωσες το πράγμα;» αυτός μου απαντάει με φωνή 4 πασπαλισμένη με μπόλικο στόμφο: «Μέσες άκρες, αυτό δεν είναι το γενικό νόημα; Απλώς το παιδί είπε τα ίδια πράγματα με το δικό του τρόπο…».
Μετά (πανάκριβης) τιμής, Ανδρέας
Johnny Depp της άγριας νιότης, απτόητε ποζερά δίχως να κάνεις τίποτα. Πασπαρτού γυναικείων οργασμών, καβαλάρη της γυναικείας σεξουαλικότητας κι εσύ τίμιε Βουκεφάλα: Τελευταία νιώθω ότι έχω φτάσει στην θέωση, ή σε αυτό που στην γλώσσα του αρχηγού μας ονομάζεται «Βαϊμάκωση». Με θέλουν σχεδόν όλες και ανησυχώ. Το θεωρώ αφύσικο να μην με θέλουν και οι υπόλοιπες.