Πόσο ελάχιστοι μοιάζουμε μπροστά του…
Πόσο ασήμαντοι δείχνουμε απέναντι στο μεγαλείο της πένας και της σκέψης του…
Πόσο μηδενικοί νιώθουμε σε σχέση με το λεκτικό του πλούτο, με τη δύναμη των ιδεών του…
Βλέπαμε δημοσιευμένα τα παραληρήματα ή τις μεγάλες αλήθειες μας και νομίζαμε ότι κάποιοι είμαστε, ότι κάτι κάνουμε, ότι κάπως ξεχωρίζουμε…
ΧΑ! Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι (όλοι εμείς, δηλαδή)…
Κλίνω ευλαβικά το γόνυ. Σε αποθεώνω. Σε υμνώ. Σε δοξάζω. Σε θεωρώ το προσωπικό μου Έβερεστ, το απωθημένο, το απραγματοποίητο, το άπιαστο…
Εύχομαι κάποια μέρα να σου μοιάσω έστω και στο μικρό σου δαχτυλάκι, Μιχάλη Τροχανά…
Μετά τιμής, Ανδρέας
Υ.Γ. 1: Για όσους δεν κατάλαβαν, ας ανατρέξουν στην καλή εφημερίδα «Goal» της Κυριακής 14/03/2010, και αν αυτό το δισέλιδο δεν αξίζει να αναρτηθεί ΑΥΤΟΥΣΙΟ στο site του Fight Club, θα μιλάμε για σκάνδαλο δεκαπλάσιο κι απ’ το χέρι του Τιτί που έστειλε τους Γάλλους στο Μουντιάλ…
Υ.Γ. 2: Έπιασε τόπο και το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Από χτες το έχω παραμάσχαλα και μαθαίνω καινούριες λέξεις (ξεχωρίζει το “μίσθαρνος”)…
Έφυγε ξαφνικά χωρίς να το καταλάβουμε. Άρχισε σιγά σιγά να φθίνει και να περνάει στην αφάνεια. Πότε πέθανε, ρε παιδιά η κασέτα; Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν νοσταλγοί που ακόμα κάνουν μιαξρισμένες κασέτες για το αγαπημένο τους αμόρε. Αχ, πόσο γρήγορα ξεχνάμε οι άνθρωποι! Δε θυμάμαι την πρώτοι φορά που άκουσα την φωνή μου πλάι στου παππού που μου μάθαινε να τραγουδώ «Πλάθω κουλουράκια…». Θυμάμαι σαν να έιναι τώρα το πρώτο κασετόφωνο που κατέστρεψα από περιέργεια να δω πως δουλεύει μέσα. Τις κασέτες που βρήκαν παρατημένες στο γηπεδάκι του μπάσκετ της γειτονιάς στο Χολαργό (εκεί που έχει παίξει σαν νεανίας ο Σταύρος Κόλκας) που ήταν το πρώτο άκουσμα που με έβαλε στο τριπ να ακολουθήσω μουσικά τον αδερφό μου στο ταξίδι του ροκ εν ρολ! Ήταν αυθεντικές κασσέτες Venom και Exodus. Πολύ φοβήθηκαν όταν τις άκουσαν και μου λέγαν δια διαόλου και τριβόλους, μα εγώ ήξερα μέσα μου την αλήθεια. Μπούρδες! Μουσικάρα είναι ρε, μην είστε γραφικοί! Και μπήκαν στη ζωή μας και τα φορητά, γουόκ μαν. Αχ, πόσες φορές αμέτρητες σαν τα άστρα έχω σιχτιρίσει τις πεσμένες μπαταρίες που με άφησαν χαρμάνι. Πόσες φορές προσπάθησα να ισιώσω την μασημένη ταινία και να ξαναδώσω ζωή στην κατακρεουργημένη, από το φθηνό ρωσοποντιακό κασσετόφωνο, μουσική. Πόσες γυναίκες έχουν λάβει μία από της μαεστρικά δημιουργημένες συλλογές μου; Οι κασσέτες μου είχαν ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο με τουρίστριες και ταχυδρομεία! Πόσες μουσικές έχουμε ανταλλάξει-αντιγράψει στα διπλά μας κασετόφωνα που μας έδιναν μάλιστα και στάτους αν τα είχαμε. Ήταν η κασέτα που με έκανε να σπουδάσω ηχοληψία και ήταν η εποχή της κασέτας που μου έμαθε διάφορες πατέντες, του στιλ ότι τώρα γράφω με το αριστερό ακουστικό αντί για μικρόφωνο. Σε πόσες παραλίες έχουμε πάει με το κασετόφωνο στους ώμους. Πόσα χρόνια χωρέσαν στα 90 λεπτά της κασέτας; Πόσες στροφές έκανε ο μηχανισμός του Τέκνικς μου πριν σβήσει; Πόσα στιλό και μαρκαδοράκια χάλασα για να γράψω τα περιεχόμενα; Πόσα φράγκα χάλασα για να τις αγοράσω άδειες; Παπί θα είχα αγοράσει! Όχι, αυτό που πάει στην ποταμιά, το μηχανοκίνητο δίτροχο εννοώ! Ελάχιστες κράτησα, γιατί πιάναν πολύ χωρο που χρειαζόμουν, αλλα πρώτα έγραψα στο ΠιΣι όσαν δε θα μπορούσα να βρω ξανά. Οι υπόλοιπες αναπαύονται εκεί που πάν οι γλάροι! Ρεστ ιν πίς, κασέτες!
Την ξέραμε «Γκουέρνικα», μας έγινε «Γκερνίκα»…
Τον ξέραμε «Αλέκο Θεοφιλόπουλο», μας έγινε «Αλέξανδρος»…
Την λέγαμε «Τσε – Σε – Κα», μας έγινε «Τσε – Ες – Κα»…
Το λέγαμε «Νόου Καμπ» ή «Νουέβο Κάμπο», μας έγινε «Καμπ Νου»…
Τον λέγαμε «Μπίσκαν», μας έγινε «Μπίστσαν»…
Το λέγαμε «μπάσιμο», μας έγινε «ντράιβ»…
Τη λέγαμε «ρακέτα», μας έγινε «ζωγραφιστό»… (…το Χατζηγεωργίου μου, μέσα)
Μπορώ να αναφέρω χιλιάδες παρόμοια παραδείγματα.
Μπορώ να συνεχίσω μέχρι να ξαναγίνει ορατός ο κομήτης του Χάλεϊ από τη Γη (το 2062 μ.Χ.)
Άλλο είναι το θέμα.
Σε κάθε τέτοια «διόρθωση», νιώθω να χάνω κι ένα κομμάτι της παιδικότητάς μου, νιώθω να (παρα)μεγαλώνω, να (παρα)ωριμάζω, να (παρα)σοβαρεύω…
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, που η παιδική γνώση τραντάζεται συθέμελα, ο καθένας ψάχνει απεγνωσμένα το συνδετικό κρίκο, την κλωστούλα που θα τον κρατήσει συνδεδεμένο με το παρελθόν του, με τα παιδικά του χρόνια, με τη χαμένη του αθωότητα…
Άλλοι πάνε για 5 x 5… Άλλοι μαζεύουν χαρτάκια Panini…
Εγώ, πάλι, έχω… τη γιαγιά μου! Ετών ενενήντα-και-τέσσερα, πνευματική διαύγεια αρίστη, μνημονικό που σκοτώνει και με απορίες που με βάζουν στη χρονομηχανή και με μεταφέρουν στα παλιά, στα κλασικά, στα αγαπημένα…
– «Τι κάνει ο Μπίγαλης; Θα ξαναβγάλει κανά ωραίο τραγούδι σαν τη ‘Μελισσούλα’;»
– «Αυτός ο Καναδός του Άρη, ο ξανθύς (Ναι, με «υ», τρέχει τίποτα;) παίζει ακόμα;»
– «Ο Ρότσας (καλά κάνει και το βάζει το σίγμα στο τέλος, Έλληνας δεν έγινε;) είναι ακόμα προπονητής στον Παναθηναϊκό;»
Άσε τους άλλους να πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλά τους σε συνεδρίες και σε ψυχολόγους. Εμένα θα μου αρκεί πάντα μια βόλτα στον κάτω όροφο… Σε λατρεύω, γιαγιούλα μου…
Μετά (εγγονικής) τιμής, Ανδρέας
ΑΕΡΑ!!!!
Με την τσίμπλα στο μάτι και το μαλλί του ανακατωμένο, κίνησε να πάει να αγοράσει την καθιερωμένη καθημερινή αθλητική του εφημερίδα. Ευτυχώς, ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου της γειτονειάς ήταν γυναίκα και έτσι θα γλίτωσνε την καζούρα, την ειρωνεία, ή ακόμα ακόμα την επιθετική συμπεριφορά αλλόφρωνα Κουβανού*. -Καλημέρα, ΚυραΛένη. Τι χαμπέρια; -Όλα καλά, γιόκ’μ. Εσύ; Η δουλειά καλά; -Ε, να, είχα κάτι προβληματάκια τελευταία αλλά θα περάσουν. -Έτσι, ειν’η ζωή, Λκα΄μ. Έχει τα πάν’τς, έχ’ομς και τα κατ’τς! -Ουφ, ξεφύσηξε ο Λούκας. Πιάσε μία από τις γνωστές. Ξάφνου, ένιωσε μια καυτή ανάσα στο σβέρκο του και σκιάχτηκε. Γυρνώντας είδε έναν αναψοκοκκινισμένο Μαμελούκο να τον κοιτάζει με αγριάδα μέσα στα μάτια. Δεν ήταν τα ενωμένα φρύδια του βάρβαρου, μηδέ τα τεντωμένα τριχωτά του ρουθούνια που τον φόβησαν αλλά ότι ο ορίζοντας μαύρισε από τον ολοένα αυξανόμενο όχλο, οπλισμένο με ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τσουγκράνες, τσάπες, κατσαβίδια, κρυπτονάϊτ, τσόκαρα, εγκυκλοπαίδειες, ζαρζαβατικά. Μια εικόνα που παράπεμπε σε Βαστίλλη και εξέγερση καταπιεσμένων δούλων έτοιμων να γδάρουν και να αλατίσουν το στόχο τους. Φτου και μια γλειώδης μάζα κάλυψε το δεξί του μάτι που δεν τον απέτρεψε από το να σκύψει και να αποφύγει το σαπισμένο λαχανικό που βρήκε κατακάρκαλα την άτυχη περιπτερού. Ωχ, πως θα τη γλιτώσω τώρα!, σκέφτηκε. Ξάφνου το μπουλούκι των μπαρουτοκαπνισμένων ποπολάρων παραμέριασε, όπως η Ερυθρα Θάλασσα μπρος στον Μωυσή, όπως η σούπα όταν το κουτάλι βυθίζεται στο πιάτο, όπως μεριάζει το χίονι αριστερά δεξιά όταν περνά το εκχιονιστικό. Στο βάθος εμφανίστηκε ένας μεγαλόσωμος σωτήρας. Ο μουσάτος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης; Όχι, φοράει γυαλιά ηλίου. Σαν τον Σταλόνε στο Κόμπρα, μα, με μούσια. Όσο πλησιάζε τόσο μέριαζε το πλήθος που βωβό παρακολουθούσε, τόσο προσπαθούσε να αντιληφθεί τη κοίταζε τόσην ώρα ο Λούκας. Τερμινέϊτορ, Κάπτεν Αμέρικα, Κοεμτζης, Κακός Λύκος, Τζακ ο Αντεροβγάλτης; Εκείνη την ώρα ο χαρακτήρας έκανε μια υπερηχητική κίνηση και αφαίρεσε τα τεράστια γυαλιά που κάλυπταν το πρόσωπό του! -Ντάντυ; Εσύ; -Κάντε πέρα, καθάρματα! Ηλίθιοι καφενόβιοι! Άστε ήσυχο το παιδί. Μονομιάς σαν μαγεμένη από την εξοντωτικά δυνατή φωνή του, οι Ούνοι σκορπίσαν στους 7 ανέμους. -Ήρθα να σε πάρω. -Γιατί; Πού πάμε; -Πάμε να συντρίψουμε αυτόν τον αλήτη που λυμαίνεται τόσα χρόνια το καήμενο το ποδόσφαιρο. Όχι, για μένα, για εσάς τους φουκαράδες που δεν μπορείτε χωρίς ψυχολογική ώθηση! ΑΕΡΑ!!!!!
*όχι επαναστάτη κομμουνιστή, αλλά κατοίκου του Κουβά, χαμένου του Στοιχήματος
Κατέληξα – κατόπιν επισταμένης άκρως επιστημονικής έρευνας, στηριγμένης σε ατράνταχτα, στατιστικώς εξακριβωμένα δεδομένα και χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωο την αφεντιά μου – ότι τα όνειρα του βραδινού μας ύπνου σχετίζονται με το είδος και την ποσότητα του φαγητού που τρώμε σε βαθμό, ο οποίος μπορεί να καταστεί και… παραληρηματικός (…ανάσα). Εξηγούμαι: Τη Δευτέρα είχαμε αρακά το μεσημέρι, συμπαθές όσπριο, αλλά ωραιότατη αφορμή για να παραγγείλεις το βράδυ απ΄έξω. Παίρνω κοτόπουλο ψητό, ωραίο, ελαφρύ, διαιτητικό. Πέφτω να κοιμηθώ, βλέπω τη Μόνικα (μία είναι η Μόνικα, δε θέλω αηδίες) να με περιμένει στο κρεβάτι και να μου λέει λόγια όμορφα, λόγια πρόστυχα, λόγια «ξεσηκωτικά».
Την Τρίτη φάγαμε μπιφτέκια, λίγο βαριά (τι λίγο δηλαδή, ρευόσουν στο Περιστέρι και μύριζε στη Λυκοβρυση), δεν έφαγα καθόλου το βράδυ, με παίρνει ο ύπνος με το ζόρι, βλέπω στον ύπνο μου την Άντζελα Δημητρίου να ερωτοτροπεί με το Βασιλιά Ριχάρδο σε ένα διάλειμμα από τις σταυροφορίες (όσο να ‘ναι, και με κάθε σεβασμό στη Λαίδη και στον King Richard, έπεσε ελαφρώς το επίπεδο).
Την Τετάρτη έγινε το μοιραίο λάθος: Η μάνα μου έφτιαξε γίγαντες, φαγητό αγαπημένο, λατρεμένο, ονειρεμένο. Το μεσημέρι έφαγα μια σεβαστή ποσότητα (το μισό ταψί δηλαδή, αλλά το λέμε με τρόπο), και το βράδι είπα να… ελαφρώσω το άλλο μισό ταψί. Αυτό που ακολούθησε αγγίζει τα όρια της ψυχεδέλειας: Είδα στον ύπνο μου το Ριχάρδο να «κανονίζει» τη Μόνικα και εμένα μου την έπεσαν όλοι οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης με… ακατονόμαστους σκοπούς. Άρχισα να τρέχω και εκεί που λέω «τους ξέφυγα», βλέπω μπροστά μου μια πράσινη πόρτα. Την ανοίγω και βγαίνω… στα επίσημα του Καραϊσκάκη. Βλέπω να με κοιτάνε κάπως περίεργα, απορώ γιατί μεχρι που ανακαλύπτω ότι φοράω τη φανέλα του Ραϊμόντας Ζουτάουτας. Αρχίζουν να με παίρνουν κι εκεί στο κυνήγι, τρέχω, τρέχω, τρέχω, μπαίνω μες στο τέρμα (το δεξί, που βλέπει προς τη θάλασσα) και, ξαφνικά, έχω μεταφερθεί στον Ιππικό ‘Ομιλο, όπου ο Τσουκαλάς δίπλα μου αμολάει αετό και τρώει ταραμοσαλάτα (και να πεις ότι είχαμε Καθαρά Δευτέρα, να το καταλάβω). Με βλέπει και μ’ αρχίζει στα «πίτσκου μάτερι». -«Μιλάς Σέρβικα;» τον ρωτάω -«Βα φαν κούλο» μου απαντάει. -«Ε, δεν έχεις καθόλου τρόπους» του ανταπαντάω. Παίρνω αγκαζέ την Άντζελα (αυτή εκεί, σταθερή αξία), καβαλάμε τη Ντόλυ (ναι, ήταν κι αυτή εκεί) και φεύγουμε σφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό προς το ηλιοβασίλεμα…
Δεν ξανατρώω βράδυ… ειδικά όσπρια…
Ένα τραγουδάκι εμπνευσμένο από τους φετινούς ημιτελικούς του τσου λου Μπάρτσα-Ρεάλ (μουσικό “ντύσιμο”: Ο Βασιλιάς της Σκόνης, Ξύλινα Σπαθιά):
Εγώ, ο μικρός, το είδωλο του Αμπντούν το αντίπαλο δέος του Σουαρένσε Ντουντού με ύφος μπλαζέ, κυριλέ και καλά με χωρίστρα χωσμένη κάπου μες στα μαλλιά βγαίνω μες στο γήπεδο με στόχο το γκολ μες στην μάπα του Ίκερ θα το ρίξω κι αυτό το τραγούδι του Μέσι είναι πλέον γνωστό δεν αντέχω για λίγο στην σιωπή θα χαθώ ο βασιλιάς της πόρνης (x2)
θα περάσουν τα χρόνια, θα βάλω κι άλλα γκολ άλλα θα ‘ναι ωραία άλλα θα ‘ναι αυτογκόλ θα σε ψάχνω για πάντα να βρεθούμε μαζί Κασίγιας το ξέρεις σ’ εχω έρωτευθεί στο Καμπ Νου ένα βράδυ, ένα βράδυ τρελό θα απλωθεί η σκιά σου κάτω απ’ τα γκολπόστ την δημοσιογράφο που είχες να σου δίνει φιλιά ξέχασέ την κι αυτήνα, θα σε φτιάξω καλά ο βασιλιάς της πόρνης (x2) σε χαιρετάω τίμιε Πεπ Γκουαρντιόλα για σένα στην Τήνο πήγα πριν 2 χρόνια αλλά απ’ την πολύ την ντόπα θα γίνω φόλα της πόρνης (2) ο βασιλιάς της πόρνης (x2)
Σχέδιο: Γάμος
Καλοκαιρι του σωτηριου ετους 1997. Ενας πιτσιρικας μολις στα 10 του χρονια εχει αναγκαστει εκ τυχαιων συνθηκων να παει με τη μαμα του για ψωνια στη γειτονια. Η πολυ πειστικη, μα και τοσο κοινοτυπη ατακα της μαμας του “κατσε φρονιμα και στον γυρισμο θα σου παρω παγωτο”, του εχει κοψει καθε του προθεση για γκρινια, την ωρα που η μητερα του διαλεγε, με περισση ευλαβεια, τις ντοματες της ημερας.
Ξαφνικα, γινεται μαρτυρας ενος περιεργου περιστατικου. Δυο τυποι, γυρω στα 40, περνανε συζητωντας διπλα απο το μαναβικο. Την ωρα που περνανε διπλα απο το καφασι με τα ροδακινα ο ενας σκυβει, παιρνει ενα, το σκουπιζει στο πουκαμισο του, το δαγκωνει και χωρις καν να κοιταξει προς το μερος του μαναβη, συνεχιζει αμεριμνος την κουβεντα και το περπατημα του. Ο πιτσιρικας ταραζεται. “Μαμα, αυτος ο κυριος πηρε ενα ροδακινο και δε το πληρωσε… Γρηγορα! κανε κατι…”, φωναξε. “Και συ τι ηθελες; Να περιμενει μιση ωρα στην ουρα για να πληρωσει 30 δραχμες;”, του απαντα η μητερα του βυθισμενη στο ψαξιμο της λιγοτερο χτυπημενης ντοματας.
Το μυαλο του πιτσιρικα,πηρε φωτιες.Απο τη μια ακουγε μια φωνη μεσα του που του ελεγε οτι ο τυπος εκλεψε, και απο την αλλη μια αλλη φωνη, που ελεγε οτι ο τυπος ηταν κερδισμενος αφου και ροδακινο εφαγε και δεν πληρωσε και -το σημαντικοτερο- δεν τον κυνηγησε κανεις. Η θεληση του στο να διαλεξει ποια απο τις 2 φωνες ειχε δικιο τον εκανε να ξεχασει ακομη και την υποσχεση της μητερας του για παγωτο και ξαπλωμενος πια στο κρεβατι του κοιτωντας το ταβανι ειχε πια αποφασισει: ο τυπος ηταν κερδισμενος. Καλα εκανε.
Ενας νεοΕλληνας ειχε γεννηθει….
Εσύ, μόνο εσύ Κώστα Μπίγαλη. Μόνο εσύ ζητάς να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο. Εσύ και ο Μαρσέλ ο Προυστ. Και αν αυτός έψαχνε μάταια βοήθεια στην Ζιλμπέρτ και την Αλμπερτίν, εσένα σίγουρα θα σκοτωθεί να σε βοηθήσει η τυχερή που διάλεξες. Ούτε μελισσούλες ούτε μελισσάκια πλέον. Συνέχισε απτόητος , δυνατός και στυλάτος μέχρι τις βάτες να βρεις αυτήν που σου αξίζει.Αυτήν που θα αξίζει να της αφιερώσεις του Αιγαίου τα μπλούζ διάολε, αγνή, τυρραγνισμένη καρδιά.
Η δική μου στιγμή Mundial, vol. 4.
Σύνδεση με τα προηγούμενα: Στο Mexico ’86, ήμουν ένας από τους εκατομμύρια λυκειόπαιδες που καραγούσταραν τον Ντιέγκο (είχα μάλιστα παίξει και την πρώτη μου παρτίδα αμερικάνικου μπιλιάρδου τη μέρα που κόλλησε τα δύο τεμάχια στην Inglaterra, παρακολουθώντας τα κατορθώματά του μέσα από σύννεφα καπνού marlboro και μισοάδεια κουτάκια heineken, σε κάποιο βρωμερό μπιλιαρδάδικο). Όμως στο Italia ’90, η καθολική αμφισβήτηση στον Ντιέγκο με είχε επηρεάσει. Σίγουρα, η ομάδα που τον συνόδευε τότε, ήτανε για τα μπαζα (με κορυφαία φιγούρα τον ξεπεσμένο αρχιτανάλια αμυντικό Batista, με το 2 στην πλάτη). Τον Ιούνιο του ’90, φοιτητής νομικής στην Αθήνα, στο 2ο έτος, μαζί με 8 φιλαράκια και 2 κασόνια μπυρόνια από την κάβα της γωνίας, παρακολούθησα εν μέσω αφασιακού αλλαλαγμού από τη γκαρσονιέρα μου στη Βικτώρια τους χαρωπούς μαυρούκους του Καμερούν (Omam Biyik, Μakanaki κ.λ.π.) να κλωτσομπουνίζουνε ασύστολα την ομάδα του Ντιέγκο και τον Neri Pumpido να τρώει μια φάβα γκολ από κεφαλιά (0-1, στην πρεμιέρα). Η κριτική στον Ντιέγκο εντάθηκε, όταν ξανασταμάτησε τη μπάλα με το χέρι, σε ένα κόρνερ της Ρωσίας, στον επόμενο αγώνα.
Είχαμε μπεί πλέον στην εξεταστική του εαρινού εξαμήνου και μαζί με το Μουντιάλ, έδινα μαθήματα. Στις 24 Ιουνίου 1990 το απόγευμα, έπαιζε Βραζιλία – Αργεντική. Όλοι περίμεναν το τέλος του ήρωά μας. Την επομένη έδινα ποινικό δίκαιο. Μαζί με τον συμφοιτητή μου το Στάθη (φανατικό αργεντινόφιλο), είχαμε αποφασίσει να δούμε το ματσάκι και μετά να κάνουμε μια περιεκτική επανάληψη. Είχαμε ήδη φτάσει στο μισό μπουκάλι southern comfort, όταν ο Ντιέγκο πήρε τη μπάλα, έκανε το θεικό σλάλομ και έστρωσε στον Cannighia, που πλάσσαρε βασανιστικά. «Έλα μωρή παιχτούρα! Πάρε μας τα μυαλά!» ούρλιαξε ο Στάθης, πετώντας το ποτήρι με το southern στο πάτωμα. Από τη χαρά μας πήγαμε για ούζα στα Εξάρχεια και καταλήξαμε στα σπίτια μας στις 2:00. Περιττό να πώ ότι την επόμενη μέρα, παρά το σεβαστό hangover, έγραψα 9. Viva Diego!
Φταιω ΕΓΩ που ο Νταλγκλις ειδε στο προσωπο μου τον επομενο Ιαν Ρας η εστω τον Ρομπι Φαουλερ; Φταιω ΕΓΩ που στην εκπληκτικη χρονια μου στην Τσαμπιονσιπ ειχαν μολις κουνησει μαντηλι ο Οουεν, ο Βιντουκα, ο Μαρτινς, ξωμεινα μονος με τον Αμεομπι και εκανα καθε κυριακη ΠΑΡΤΥ; Φταιω ΕΓΩ που ο Σιρερ με εχρισε διαδοχο του; Φταιω Εγω που ο Κιγκαν με αποθεωσε, δηλωνοντας οτι ειμαι πιθανον απο τους 3 καλυτερους κεφαλοσφαιριστες παγκοσμιως; Φταιω Εγω που οι συμπαικτες μου στη Λιβερπουλ ειναι λυρατες και δεν μπορω να εξωτερικευσω την λιβιδινικη μου ενεργεια με κανα μπουκετο, ετσι ωστε να μου λυθουν τα ποδια στο γηπεδο; Φταιω Εγω που με κρατανε δεσμιο στο σπιτι και δεν μπορω να πιω ενα τιμιο ποτακι στις παμπ του Μερσεισαιντ και να παω χαλαρος το πρωι στη προπονηση; Φταιω ΕΓΩ που ο προεδρος τσιμπησε 30μυρια απο την λιβερπουλ, οταν αντικειμενικα αξιζω 6-7; Φταιω ΕΓΩ που εβαλα 11 γκολακια MONO φετος με Τζεραρντ τραυματια, να μου βγαζει ασιστ οι καθε Σπιρινγκ και Χεντερσον; Μηπως Φταιω ΕΓΩ ΚΑΙ για τα παιδομαζωματα του αμπαλου Μπενιτεθ που καταντησαν την ομαδα να παιζει με τον καθε Ανυπαρκτο? Στην τελικη Φταιω ΕΓΩ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΞΕΡΩ,ΤΟΣΟ ΠΑΙΖΩ;