Ο θείος μου αποφασίζει να μου κάνει δώρο γενεθλιων ενα υπέροχο κινητο που μόνη μου είχα διαλέξει. Μου το δινει λίγο μετα τα γενέθλια και τρεις μερες μετά συνειδητοποιώ ότι το πληκτρο με το νουμερο 5 δε πατιεται. Αυτο σημαίνει οτι δε μπορώ να βάλω ουτε καν το ΡΙΝ μου στο κινητο που εχει κολλησει και έχει ηδη κλείσει. Ενώ παθαίνω μια μικρή κριση, λεω ντάξει θα το πάω την άλλη μέρα στο μαγαζι να μου το αντικαταστησουν. Ξεκινάω σεινάμενη κουνάμενη πάω στην εταιρεια, που ο Θεος να μου κοβει μέρες και να τους δινει χρόνια, και ζητάω το αυτονόητο. Και τότε έρχεται η ερώτηση που έχει στοιχέιωσει γεννεές ολόκληρες ανυποψίαστων καταναλωτών: «το κουτι το έχετε;». Εκείνη την στιγμή, παίζει να έπαθα μινι εγκεφαλικό. Όχι δεν το έχω το κουτί, που να το βαλω το κουτί; «Τοτε δεσποινίς, δε μπορούμε να στο αντικαταστήσουμε, πρέπει να στο επιδιορθωσουμε». Οριακά έτοιμη να ορμηξω στην κοπέλα που που τα λέει κανω κόμπο τον καημό μου και αποφασίζω να πάω σπίτι να δω μπας και είναι πουθενα το κουτί. Η ώρα όμως έχει ήδη περάσει και πανω απο όλα είμαι ένα σκληρά εργαζόμενο κορίτσι. Κινάω λοιπόν όλο χάρη και πηγαίνω να πάρω το αμάξι. Βρουουουουουουμ, βρουουουουου, τιποτα. Νεκρο, καπούτ, ναδα. Ψοφιο το αμαξάκι το οποιο μόλις χτές είχα πάει να του γεμίσουν την μπαταρία (γιατι ειχα ξεχασει τα αλαρμ ανοιχτα). Λεω δεν ειναι δυνατον, μου κάνει πλάκα ο Θεός και αρχιζω να ψάχνω την ασφάλεια του αμαξιού για να καλέσω οδική βοήθεια. Καταμεσημερο Αυγούστου, εχω ήδη αργήσει φοβερά και δεν υπάρχει ανοιχτό γκαραζ σε αποσταση 5 οικοδομικών τετραγώνων. Οταν βρισκω το πολυποθητο χαρτι της ασφάλειας, συνειδητοποιώ οτι α) στην προηγουμενη ζωη μου πρέπει να ημουν φόνισσα β) πληρώνω καποιανού αμαρτίες γ) καποιος εκει ψηλά γελάει τοσο πολύ μαζι μου. Το νούμερο της οδικης βοηθειας ειναι 555-… Και κάπου εκεί παίρνω απελπισμένη τηλέφωνο την αδερφή μου, που δεν είναι σπίτι και δεν έχει κάρτα και ψάχνει σε όλο το σουπερ μαρκετ σημα μπας και συννενοηθούμε. Ουτε δεκα λεπτα μετά, έρχεται ο καλος άνθρωπος της οδικής και βαζει μπρος το δολιο φιατακι μου και πάω στο μάθημα. Φυσικά, οταν σχόλασα ξαναμεινε το αμαξι και με ξαναμαζεψε ο ίδιος καλός ανθρωπος…