Η ΦΑΡΕΤΡΑ
Ειχε γειρει στο πλαϊ και ακουμπουσε στο ποδι του. Ο ιδρωτας ετρεχε απο το προσωπο του και τα φρυδια του ειχαν κολλησει μεταξυ τους απο το θυμο και την υπερενταση. Τα δαχτυλα του ηταν κατακοκκινα και οι κλειδωσεις των χεριων του πονουσαν αφανταστα υστερα απο τοσες προσπαθειες. Μερικα σπασμενα βελη ηταν πεσμενα βιαια γυρω του, ενω μερικα ηταν καρφωμενα αναρχα στο τοιχο στην αλλη ακρη του δωματιου. “Διαολε, αυτη τη φορα θα τα καταφερω”, σκεφτηκε σφιγγοντας τα δοντια του. Σηκωσε το τοξο, ακουμπησε την ακρη του περασμενου βελους στον κροταφο του με το αριστερο του χερι, τεντωσε τη χορδη με το δεξι του χερι, τρεμοντας να κρατησει αυτην την καθολου ανετη σταση. “Μαλλον επρεπε ν’αγορασω πιστολι”, σκεφτηκε αφηνοντας τη χορδη. Αυτη τη φορα το βελος καρφωθηκε στην καταψυξη.