Καινούρια season Fightclub κι ακόμα περιμένω να ακούσω για τον άσωτο, τον γιο τον ξεχασμένο. Που κάποιοι καθαρίσανε στεγνά απ’την Παιανία το ποιός, γιατί αλλά και πως, μια άλλη ιστορία.
Στην ξενιτιά τον έστειλαν, στους πράσινους της Βρέμης στην Ισπανία διέπρεψε κι αυτός όπως κι ο Ντέμης. Ποιός τάχα καταράστηκε, ποιά μοίρα το’χε γράψει του ΠΑΟ ο φίλαθλος λαός για αυτόνανε να κλάψει;
Μας έλειψαν τα τάκλιν του, γεμάτα αυτοθυσία τα λίγα του τρεξίματα, μεστά και με ουσία. Ούτε φανφάρες και ποδιές, αυτά είναι για Τιτίκες κρατάτε εσείς το θέαμα, αυτός κρατάει τις νίκες.
Το πλήρωμα όμως έφτασε, του χρόνου, και το ξέρεις να ‘ρθεις ξανά σε καρτερεί ο Ρούλης Τριποτσέρης. Ξανά σε περιμένουμε, εχθροί και φίλοι, όλοι ας είναι και στον Πειραιά, χαλάλι Aλέξη Τζιώλη.
Μεγάλη φίρμα και λαμπρή δεν ήσουνα ποτέ σου ήσουν σκυφτός κι αμίλητος πάντα στις αλλαγές σου. Πάντα σεμνά και ταπεινά, χωρίς παπατζιλίκι είχες αυτόν τον τσαμπουκά που μάγευε τα πλήθη.
Στην άμυνα απροσπέλαστος, δεν πέρναγε κουνούπι σαν έπιανες το σεντερ φορ δεν το κουνούσε ρούπι. Γινόσουν αυτοκόλλητο, του έβγαζες το λάδι τον έπνιγες, τον έτρωγε το μαύρο το σκοτάδι.
Με όλα αυτά συστατική, τα τάκλιν διαβατήριο ήρθε για σένα η στιγμή να πάρεις προσκλητήριο. Σε κάλεσε ο τέως ΠΟΚ, σειρά σου για να παίξεις στου Πειραιά τα γήπεδα τα πλήθη να χαζέψεις.
Έβαλες ερυθρόλευκα, καινούριες καλαμίδες και έλιωνες τους αντίπαλους σαν να΄ταν κατσαρίδες. Της άμυνας ο ΜVP, κυρίαρχος αιθέρα ο πανταχού παρών, το παν πληρών κι ακόμα παραπέρα.
Μα ένα όμορφο πρωί, θαρρώ ήταν Τετάρτη ένας τραμπούκος Νορβηγός σ’έσβησε απ΄το χάρτη. Σου έδειξε αναίσχυντα της πόρτα της εξόδου έφερε κάποιον Ουαντού, σημάδι -λέει- προόδου.
Η άμυνα από δω και μπρος δεν ήτανε η ίδια έβαζε γκολ στον σάκο της σαν να΄τανε απίδια. Στην θύμιση σου έκλαιγαν οι γαύροι στις κερκίδες η απουσία σου έμοιαζε στο δέρμα τους λεπίδες.
Ποτέ κανείς δεν κάλυψε αλήθεια το κενό σου τ’ανάστημα, το ύφος σου και το χαμόγελο σου. Γυρνά ξανά στον Πειραιά και μάθε σ’όλους μπάλα την μπάλα που αγαπήσαμε, μεγάλε Σπύρο Βάλλα.
Την χαίτη σου την όμορφη, την πλούσια σου κόμη την φράντζα την ανέμελη που την ζηλεύαν όλοι, ζήλεψανε στην εθνική και οι καραβανάδες και να σε φάνε βάλθηκαν, σου ‘κάναν τσαμπουκάδες.
Και όντως τα κατάφεραν και σ’ έκαναν να φύγεις στην πληγωμένη εθνική κι άλλες πληγές ανοίγεις. Πήρες το καπελάκι σου, τη χαίτη-λασπωτήρα κι είπες ”εγώ σας χαιρετώ, απόφαση το πήρα”.
Ήταν το πλήγμα ισχυρό, πονούσε η απουσία των γκολ που πάντα απλόχερα κερνούσες τρία-τρία. Χωρίς εσένα μοιάζαμε ομάδα δίχως τέλος, όπως κι η ΑΕΚ είν’ μισή όταν της λέιπει ο Ντέλος.
Η άδεια μας επίθεση τα δίχτυα δεν ματώνει μόνο ball boys και πουλιά ο Σαμαράς σκοτώνει. Ο Σάλπι μοιάζει μόνος του γιγάντες να παλεύει κι ο Μήτρογλου στα επίσημα τα νέτα να χαζεύει.
Κι έτσι ποτέ δεν έπαψα για σένα να πιστεύω ξανα πως το εθνόσημο πάνω σου θα χαζεύω. Και να που δικαιώθηκα και ήρθε τούτη η ώρα που έδιωξες τα σύννεφα και πέρασε η μπόρα.
Και αν πολλοί νομίζουνε πως γύρισες για σένα μιας και το τόπι δεν κλωτσάς στου Άιντραχτ στα ξένα Το στόμα τους θα ράψουνε όταν θα βάλεις δέκα, παστέλια και στο Mουντιάλ, μεγάλε Φάνη Γκέκα.
Ψηλός και λυγερόκορμος της μπάλας μέγας μύστης, στης Εσπανιόλ τ’ανάκτορο ήσουν εσύ ο χτίστης. Ήσουνα εσύ ο αρχηγός, την πήρες απ’το χέρι & στο ΟΥΕΦΑ έλαμψε το μέγα σου αστέρι.
Στον τελικό την έφτασες και εκεί στο παρα πέντε, την κούπα δεν την σήκωσες, ας όψεται ο Βαλβέρδε. Μεγάλη η απογοήτευση, δεν σήκωνες το κλίμα κι αμέσως ετοιμάστηκες για το μεγάλο βήμα.
Βαλίτσες πακετάρισες και μπήκες στ’ αεροπλάνο στο Μερσεισάιντ για να βρεις συμπαίκτη Μασκεράνο. Ο κάπελας σε έκανε αμέσως βασικούρα μα στις κερκίδες άρχισαν τ’αγγλάκια την μουρμούρα.
Ήσουν νωθρός και ράθυμος, σου το καταλογίζαν κι εσένα απ΄την συγκίνηση τα μάτια σου δακρύζαν. Μπαϊλντισες, σιχάθηκες με την αμπαλοσύνη του κάθε κατσαπλέουρα που ήθελε να κρίνει.
Πήρες το καπελάκι σου, τα φάλτσα τα καλά σου κι ήρθες εδώ στον Πείραια να κάνεις τα δικά σου. Δήλωσες θρύλου οπαδός και γαύρος από κούνια μα πες αλήθεια σ’έψησαν της Σάσας τα φουσκούνια.
Δεν ξέρω για το γήπεδο και την στατιστική μα πρώτη μούρη ήσουνα στην παραλιακή. Πρώτη χρονιά τελείωσε, πρωτάθλημα κι αν πήρες, αμφισβητήσεις άρχησαν και πλάκωσες τις μπύρες.
Και γω το ίδιο θα’κανα, δεν την βαστώ την γκρίνια, να θέλουν για την θέση σου να πάρουν Βιεϊρίνια; Έχει αυτός βιογραφικό, με τι τελικό Ουεφα; Αντε και στην καλύτερη συστατική από Βέφα.
Κόψε Βαγγέλη τα τρελα κι έλα στα συγκαλά σου, σκέψου επιτέλους λογικά για θα μας βρεις μπροστά σου. Θα κάνουμε επανάσταση, θα υψώσουμε παντιέρα στον θρύλο να κρατήσουμε τον Αλμπερτ τον Ριερα.
Πιο πέρα απ’τον Ατλαντικό, στην μακρινή Αργεντίνα γεννήθηκε και του ‘μελλε να έρθει στην Αθήνα. Στον ΠΑΟ μπορεί να έφτασε για λίγα μόνο πέσος μα ήταν τέτοια η κλάση του, ξεχώρισε αμέσως.
Tα drive του απίθανα, η έκρηξη προσόν του κανένας δεν αμφέβαλε ποτέ για το ποιόν του. Ακόμα κι αν δεν ήτανε στο μέγεθος του Γκάλη μπροστά του ποιός ετόλμησε το σώμα του να βάλει;
Τις άμυνες σμπαράλιαζε γιατί έτρεχε με χίλια πολλά γι’ αυτόνε είπανε μα όλα από ζήλεια. Κανένας δεν κατάφερε, κι αυτό ήταν η αιτία, να τον κρατήσει άποντο σ’ αυτήν την κοινωνία.
Τον είπανε ατσούμπαλο, πως τρέχει σαν κριάρι κι ότι αυτός πρωτάθλημα δεν πρόκειται να πάρει. Μα όλοι διαψεύστηκαν, τους έβγαλε όλους λάθος γιατί μιλούσε στο παρκέ το μέγα του το πάθος.
Τώρα η βάνα έκλεισε, το χρήμα εχει στερέψει κι η εποχή η λαμπερή ποτέ δεν θα επιστρέψει. Ούτε παιχτάκια NBA, ούτε μεγάλοι αστέρες που σαν κι εσένα έρχονταν, πάν’ οι καλές οι μέρες.
Το μπάσκετ μας το σκέπασε ψιλή μελαγχολία η απουσία σου Ούγκο μου η βασική αιτία. Που’ναι τα χρόνια τα καλά κι η εποχή εκείνη που στα παρκέ μας κένταγε ο Ούγκο Σκονοκίνι;
Στην Άντερλεχτ, στο Βέλγιο, έστω κι αν δεν υπάρχει ξεκίνησες και έδινες σε κάθε εξτρέμ για να ‘χει. Στα αριστερά της άμυνας εσύ ήσουν ένα τοίχος της θέσης ήτανε γραφτό να είσαι εσύ ο μύθος.
Το κέντρο σαν το πέρναγες ζαλάδες προκαλούσες και άνετα αντίπαλους με χάρη προσπερνούσες. Μα είχες και επιστροφές, τάκλιν μ’αυτοθυσία να τρέξεις πίσω ν’αμυνθείς δεν ήταν αγγαρεία.
Κι ήρθε για σένα η στιγμή να κάνεις μέγα άλμα να γίνεις παγκόσμια πιο γνωστός και από τον Ντε Πάλμα. Στην Τσέλσι προ Αμπράμοβιτς εσύ έγινες σημαία με Τζόλα, Έϊντουρ, Ντεσαγί περνάγατε ωραία.
Όχτώ χρονάκια κράτησε αυτό το παρεάκι μα το΄σπασε ο Μουρίνιο, που κάκο χρόνο να’χει. Σε έφαγε μπαμπέσικα χωρίς να δώσει βάση χωρίς καθόλου να σκεφτεί πως έναν σταρ θα χάσει.
Στην Νιούκαστλ βρήκε τελικά στερνό νησιού λιμάνι μέχρι να πάρει απόφαση για Αμέρικα να την κάνει. Τριανταδύο έφτασε, μα εγώ δεν το πιστεύω πώς πρέπει το ταλέντο του να πάψω να χαζεύω.
Για πάντα θα ‘σαι στην καρδιά μεγάλε και φιρμάτε ο κόσμος θα’ναι πιο φτωχός μα πάντα θα θυμάται: Όποιος μαζί σου τα ‘βαλε φλερτάρισε τον χάρο εσύ αιώνιε έφηβε, Σελέστιν Μπαμπαγιάρο.
Ησουν το μπακ του μέλλοντος, ποιός είχε άλλη γνώμη; μπροστά σου απλωνόντουσαν ορθάνοιχτοι οι δρόμοι, να βρεις την καταξίωση που η κλάση σου επιτάσσει να δώσεις άρτο στο λαό, θέαμα να χορτάσει.
Η κάθε σέντρα ξυραφιά στ’ αντίπαλου το στήθος καλάμι δεν καβάλησες γιατί είχες μέγα ήθος. Και όταν σ’ άποθέωνε ο τύπος της Λα Πλατα έλεγες ”Ντάξει, χαλαρά, δεν είμαι και ο Μάτα”.
Κι ήρθε η στιγμή τα όνειρα να γίνουνε και πράξεις και πάνω απ’ τον Ατλαντικό βάλθηκες να πετάξεις. Στην ΑΕΚ προσγειώθηκες ενός Σαββάτου βράδυ κι ήσουν εσύ η αφορμή να βγούμε απ΄το σκοτάδι.
Μας χάρισες απλόχερα αγνές στιγμές μαγείας από της Μίκρας τα στενά μέχρι της Ευκαρπίας. Αλήθεια πες μου ποιός μπορεί εσένα να ξεχάσει; Τις τόσες σέντρες-ξυραφιές απλά να προσπεράσει;
Ας όψεται ο άμπαλος Λορέντζο Φέρερ Σέρα που μεταξύ μας ήτανε πολύ μεγάλη λέρα, Που σ’ εφαγε μπαμπέσικα, κατέληξες μοιραία να είσαι εσύ η απαλλαγή του Φούλη Γεωργέα.
Ποιά μοίρα ήταν που ‘γραψε στον χρόνο να σε χάσει της χώρας τούτης το κοινό ποτέ να μην χορτάσει παιχτούρα της αξίας σου, μας άφησες στον άσσο γιατί μας το κανες αυτό ρε Μάρτιν Παουτάσο;
Ήταν γοργός στο τρέξιμο, καμάρι της Τασκένδης τα σουτ του ήτανε φωτιά, της μπάλας ο Πουνέντης. Οι πάσες του γλυκόπικρες, ξεχείλιζαν μεράκι σιρόπι για συμπαίκτες του, γι’ αντίπαλους φαρμάκι.
Στα δύσκολα δεν κώλωνε, ποτέ του δεν κρυβόταν πάντα θρασύς κι αγέρωχος στο ύψος του στεκόταν. Παστέλωνε τεμάχια στεγνά και δίχως σάλιο θα ήταν σούπερ δίδυμο με Ελιομάρ Καρβάλιο.
Στα πόδια μας την είχαμε την τόση του την κλάση εσείς όμως αφήσατε μπροστά σας να περάσει Τον διώξατε κακήν κακώς, ωσάν λαθρεπιβάτη γιατί ήτανε λίγο κοντός, δεν γέμιζε το μάτι.
Τώρα από φορ ξεμείνατε και ψάχνετε εις μάτην στο τέλος το γινάτι σας σας έβγαλε το μάτι. Τότε δεν τον κρατήσατε που ήταν και στο τσάμπα τώρα ξανά στο μέτρημα δεν φτάνουνε τα φράγκα.
Αλήθεια δεν σας χάλασε εκεί στην Παιανία που χρόνια πριν την χάσατε μεγάλη ευκαιρία να κλείσετε το σέντερ φόρ που θα ‘σκιζε χασέδες που θα ‘κανε να ξεχαστούν Βαζέχες και Σισέδες.
Κι όμως μυαλό δεν βάλατε, για κείνον δεν κινήστε το τόπι δεν κατέχετε, γιατί δεν παραιτήστε; Πούλα ρε Τζίγκερ, μ’έσκασες, να έρθει ο Αχμέτοφ να σκάσει φράγκα ενά σωρό να φέρει Ιρισμέτοφ.
Καλοκαιράκι ήτανε, θυμάμαι σαν και τώρα, που ξαπλωμένος έπινα μοχίτο στην αιώρα / Διάβαζα πρωτοσέλιδα από εφημερίδες, και πάνω σου σαν έπεσα τα μάτια μου γαρίδες/ Μεγάλη ήταν η χαρά που η είδηση είχε φέρει, πηραμε χαφ της προκοπής και όχι καμηλιέρη / Στα αεροδρόμιο χαμός, σαν πάτησες Ελλάδα, στην άφιξη σου έπαθε ο Πειραιάς ζαλάδα / Δύσκολη ήταν η αρχή, οι πάσες δεν περνούσαν, αργή ήταν η προσαρμογή, φαντάσματα ξυπνούνσαν / Με Φλάβιο, με Μπόβιο, με Μπίστσαν σε συγκρίναν, σήμερα μετανιώνουνε που βιάστηκαν και κρίναν / Σε χλεύασαν, σε φώναζαν σκήνωμα Βησσαρίων, μα έδωσες συγχώρεση στα πλήθη των αχρείων / Είχες ταλέντο και ηθική μαζί σου για εφόδιο, κι ας ήταν οι συμπαίκτες σου μπροστά σου πάντα εμπόδιο / Σου βάζαν πάντα στο πλευρό, Τζιώληδες και Σιμάους, μπροστά τους ήτανε Πελέ μέχρι κι ο Μίκυ Μάους / Τα χρόνια όμως πέρασαν, ήρθε η στιγμή του τέλους, φεύγεις κι εμείς θα μείνουμε να βλέπουμε τους Ντέλους / Θα λείψεις σ’ όλους διάολε, θα΄ν’το κενό μεγάλο, κι εαν ποτέ θα καλυφθεί στα αλήθεια αμφιβάλλω / Για πάντα θέση κέρδισες στην μνήμη την δική μας, τιμή μας που σε είδαμε, Ζιλμπέρτο ήταν τιμή μας.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε, οι εποχές που χάλασε το deal στο παραπέντε / Περίπτερα σε κρέμαγαν έξω με μανταλάκια, να σε θωρήσουν πρόσμεναν τα δυο μας τα ματάκια / Μα εσυ τα πόδια στήλωνες, δεν έκανες πια πίσω, Θα πάω στην Μπάρτσα έλεγες, χασέδες για να σκίσω / Μα φέτος ήρθε η στιγμή, αναβολή δεν παίρνει, καράβι η καριέρα σου που άρχισε να γέρνει / Δεν έχεις άλλη επιλογή κι αυτό καταλαβέ το, σιγά μην πας και στην Ρεάλ, ποιός είσαι ρε ο Λέτο; / Πάει ο καιρός που πέρναγε κι εσένα η μπογιά σου, με Αλέν Μπουμσόνγκ σε μαν του μαν θα βρείς τον μάστορα σου / Θα κάνεις πίσω, θα ψηθείς και θα’ρθεις επιτέλους, σε όλο αυτό το σίριαλ θα μπούνε τίτλοι τέλους / Κανε Βαγγέλη την ρελάνς και δώστα τώρα όλα, στον Πειραιά να φέρουμε τον κούνελο Σαβιόλα!