Ολοι αναρωτιώμασταν γιατί έπρεπε ντε και καλά να βρούμε το άγιο δισκοπότηρο, γιατί 20 χρόνια μάχης και περιπέτειας δεν αγγίξαμε άλλη γυναίκα, γιατί έπρεπε να την κάτσουμε δίνοντας τη φλόγα στους ανθρώπους, γιατί φιλήσαμε μια νεκρή γκόμενα που πηδιότανε με 7 νάνους. Αλλά εμείς οι τίμιοι ποτέ -διάολε- δεν είπαμε τίποτα, απλά παίξαμε το ρόλο μας. Έπαιξα εγώ σε μύθους και ξέρω.
– Να βάλω; – Να βάλεις… αλλά πρόσεχε το ποτό, μην το χύσεις. – Έλα, έλα, να σου βάλω κίτρινο, ποιός τη χέζει την κυρά σου; – Μα εγώ δεν πίστεψα στο σουρεαλισμό της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μόνο βενζίνη βάζω στη σκούνα. – Τέλος πάντων, θες ντοματίτσα; Μήπως την μαγική μου τρίχα; – Έχεις δίκιο, η πουτ@ν@ με πούλησε για λίγη σιγουριά. – Και η συκωταριά δεν λέει τίποτα χωρίς κρασάκι. – Άσε που μου πάτησαν το σκυλί, τώρα δεν έχω κανένα να δείρω όταν με πονάει ο νεφρός μου. – Δεν πειράζει, πάρε Προζάκ, πρέπει να γεμίσω τη καραμπίνα με καρπουζόφλουδα. Αύριο θα παντρευτεί η αδερφή μου και ο κλόουν μας το έσκασε από το υπόγειο. – Να ρθώ κι απόψε, που να κοιμάται άραγε απόψε; – Άσε φίλε, πάω στη γωνιά μου να κλάψω, αρκετά ένοιωσα. – Καλό βόλι, αλλά καλύτερα να ρίξεις ξυδάκι μπαλσάμικο στη σαλάτα, η σόγια σος είναι αηδία…
Η οθόνη είναι φιλόξενη. Σε προκαλεί να την κοιτάξεις στα μάτια, να κάψεις κάθε μόριο του εγκέφαλου που σου έχει απομείνει μετά από όλα αυτά τα χρόνια καταχρήσεων, μοναξιάς, θλίψης και μπαρουτοκαπνίσματος των χοιρινών. Εσύ βέβαια κάπου μέσα σου το ξέρεις, όλα έιναι δρόμος, όλα είναι ψέμα, ένα κουμπί χρειάζεται να ακουμπήσεις, ένα πόμολο να γυρίζεις για να μάθεις ότι η ζωή σου δεν σου ανήκει, την άφησες στο μανάβη από παλιά… Σου τάζει, σε βρίζει, σε χλευάζει, σε κοιμίζει, σε παρηγορεί, σε φτύνει. Σε παίρνει, σε καυλαντώνει, σε ξύνει, σε πλένει, σε κλωτσά, σε αφήνει. Από τα παλιά μικρά καρτούνς που χάναμε τα πρωινά σαββατοκυρίακα της ζωής για να χαζέψουμε ακόμη περισσότερο τον ευάλωτο μας εαυτό, στις φτηνές τσόντες και της άυλες υποσχέσεις τίποτα δεν σε σώζει, τίποτα δεν μπορεί να νικήσει την οθόνη, ούτε το κίτρινο πιτσιλωτό ξωτικό με τη ζάντα από Hayabusa δεν μπορεί να φέρει την βροχή. Σαν σαμάνος του βορρά προσκυνάς και απεύχεσαι, σαν Αγέρωχος του Νότου πέφτεις και κλαις πάνω από το σαλάμι σου, το πτώμα ενός παιδιού που κέρδισες δικό σου μόνο με 65 σεντ από τον μαυρόχειρα της γειτονιάς. Τι να κάνεις; Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την οθόνη, γιατί και εσύ μια οθόνη είσαι πια, τον βάτραχο κανείς δεν θα τον κλάψει φίλε, μόνο να κοιτάμε και να δείχνουμε, μόνο να μεθάμε και πάντα πίσω να μην γυρνάμε… Το υπογράφω; ίσως, ναι μεν αλλά, το νέτο είχε πόνους στους σωλήνες αλλά έδωσε ένα γλυκό χαμόγελο πρίν φτύσει τον κόρφο της.
Σε όλους έτυχε να τρυπήσει/σκιστεί το κωλόχαρτο και να αγγίξουμε τα «ανεπιθύμητα» που είναι κολλημένα στο πωπουδέλι μας.
Όταν η κουβέντα πάει στον καφέ, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα πεί: «Εμένα δεν με πιάνει ο καφές» ή «Εμένα ο καφές με κοιμίζει». Ιδιαίτερα αν πρόκειται για το ίδιο άτομο, θα το λέει πάντα μα πάντα όποτε γίνεται κουβέντα για καφέ, λες και είναι κατόρθωμα το ότι διέλυσε το νευρικό του σύστημα από τους πολλούς καφέδες…
Από τότε που στη ζωή μας μπήκαν τα wireless και τα laptop, το περιοδικό στην τουαλέτα μοιάζει ξεπερασμένο.
Όποτε γίνονται επεισόδια που μετά σταματούν, θα ακουστούν τα εξής: «μετά από παρέμβαση των…» και «στο τέλος πρυτάνευσε η λογική».
Αν και το βλέπουμε σε όλα τα καρτούν και σε πολλές ταινίες, στην πραγματικότητα ποτέ κανείς δεν τρίβει το στομάχι του όταν φάει κάτι εύγευστο.
Το σε τι επίπεδο έχει παίξει όποιος λέει ότι έχει παίξει μπάλα και ξέρει είναι αντιστρόφως ανάλογο με το πόσες φορές το έχει πει. Π.χ. ο Μέσι της Barca δεν είπε ποτέ ότι ο Lehl είναι άχρηστος επειδή έχει παίξει μπάλα και ξέρει. Ο ξάδερφος όμως που έχει πατήσει μια φορά στο γήπεδο του σχολείου με την φανέλα του Romario σε κάθε συζήτηση θα πετάξει την τιμημένη και πλέον ξεχειλωμένη έκφραση.
Σε κάθε μονάδα στο στρατό θα υπάρχει ο ψηλός, ο χοντρός και ο κοντός. Εαν δεν υπάρχει κάποιος που να ξεχωρίζει τότε το ρόλο του χοντρού/κοντού/ψηλού τον παίρνει αυτός που πλησιάζει ελάχιστα προς κάποιον από αυτούς τους χαρακτηρισμούς.