Ήταν γοργός στο τρέξιμο, καμάρι της Τασκένδης τα σουτ του ήτανε φωτιά, της μπάλας ο Πουνέντης. Οι πάσες του γλυκόπικρες, ξεχείλιζαν μεράκι σιρόπι για συμπαίκτες του, γι’ αντίπαλους φαρμάκι.
Στα δύσκολα δεν κώλωνε, ποτέ του δεν κρυβόταν πάντα θρασύς κι αγέρωχος στο ύψος του στεκόταν. Παστέλωνε τεμάχια στεγνά και δίχως σάλιο θα ήταν σούπερ δίδυμο με Ελιομάρ Καρβάλιο.
Στα πόδια μας την είχαμε την τόση του την κλάση εσείς όμως αφήσατε μπροστά σας να περάσει Τον διώξατε κακήν κακώς, ωσάν λαθρεπιβάτη γιατί ήτανε λίγο κοντός, δεν γέμιζε το μάτι.
Τώρα από φορ ξεμείνατε και ψάχνετε εις μάτην στο τέλος το γινάτι σας σας έβγαλε το μάτι. Τότε δεν τον κρατήσατε που ήταν και στο τσάμπα τώρα ξανά στο μέτρημα δεν φτάνουνε τα φράγκα.
Αλήθεια δεν σας χάλασε εκεί στην Παιανία που χρόνια πριν την χάσατε μεγάλη ευκαιρία να κλείσετε το σέντερ φόρ που θα ‘σκιζε χασέδες που θα ‘κανε να ξεχαστούν Βαζέχες και Σισέδες.
Κι όμως μυαλό δεν βάλατε, για κείνον δεν κινήστε το τόπι δεν κατέχετε, γιατί δεν παραιτήστε; Πούλα ρε Τζίγκερ, μ’έσκασες, να έρθει ο Αχμέτοφ να σκάσει φράγκα ενά σωρό να φέρει Ιρισμέτοφ.
Δευτέρα ήταν η στιγμή που η μοίρα το ‘χε γράψει να έρθει στο πλανήτη μας η θεία σου μορφή που θα ‘κανε τον φίλαθλο, της θέσης να ξεγράψει τα μέχρι τότε τα γνωστά, τα όσα είχε δει.
Για στόπερ έπεφτες πολύς, το τόπι το κατείχες μα έκανες υπομονή και έπαιζες κι εκεί στην πλάτη φορτονώσουνα ομάδας σου τις τύχες γιατί ήσουνα αρσενικό με μπέσα και τιμή.
Στο κέντρο ήταν η θέση σου, να σπέρνεις, να οργώνεις να αναχαιτίζεις κύματα, να κόβεις στο φινάλε παιχνίδι της ομάδας σου εσύ να οργανώνεις να βγάζεις κάθετες μπαλιές και πάσες πάρε-βάλε.
Μα σαν αστέρι που ήσουνα σε ζήλευαν χιλιάδες της πλούσια την κόμη σου, τα ωραία σου μαλλιά Βγάζαν φιρμάνια ψεύτικα και γράφανε αράδες πως είσαι τάχα ήσουν άμπαλος κι ειχες μπυροκοιλιά.
Τα τίμισες το δίπιττα αυτό είναι μια αλήθεια θαμώνας ήσουν τακτικός εκεί στο Ideal αυτή ήταν η λατρεία σου που έγινε συνήθεια ο ΜVP θα ήσουνα σε γύρου μουντιάλ.
Και όταν τα γυράδικα θα γίνουν ιστορία το ρίξουν στην παράδοση και φτιάχνουν τραχανά Θα έχω για καμάρι μου, θα λέω με παρρησία πως είδα εγώ στα μέρη μου Ραμπεσατρατανά.
Μεγάλη φίρμα και λαμπρή δεν ήσουνα ποτέ σου ήσουν σκυφτός κι αμίλητος πάντα στις αλλαγές σου. Πάντα σεμνά και ταπεινά, χωρίς παπατζιλίκι είχες αυτόν τον τσαμπουκά που μάγευε τα πλήθη.
Στην άμυνα απροσπέλαστος, δεν πέρναγε κουνούπι σαν έπιανες το σεντερ φορ δεν το κουνούσε ρούπι. Γινόσουν αυτοκόλλητο, του έβγαζες το λάδι τον έπνιγες, τον έτρωγε το μαύρο το σκοτάδι.
Με όλα αυτά συστατική, τα τάκλιν διαβατήριο ήρθε για σένα η στιγμή να πάρεις προσκλητήριο. Σε κάλεσε ο τέως ΠΟΚ, σειρά σου για να παίξεις στου Πειραιά τα γήπεδα τα πλήθη να χαζέψεις.
Έβαλες ερυθρόλευκα, καινούριες καλαμίδες και έλιωνες τους αντίπαλους σαν να΄ταν κατσαρίδες. Της άμυνας ο ΜVP, κυρίαρχος αιθέρα ο πανταχού παρών, το παν πληρών κι ακόμα παραπέρα.
Μα ένα όμορφο πρωί, θαρρώ ήταν Τετάρτη ένας τραμπούκος Νορβηγός σ’έσβησε απ΄το χάρτη. Σου έδειξε αναίσχυντα της πόρτα της εξόδου έφερε κάποιον Ουαντού, σημάδι -λέει- προόδου.
Η άμυνα από δω και μπρος δεν ήτανε η ίδια έβαζε γκολ στον σάκο της σαν να΄τανε απίδια. Στην θύμιση σου έκλαιγαν οι γαύροι στις κερκίδες η απουσία σου έμοιαζε στο δέρμα τους λεπίδες.
Ποτέ κανείς δεν κάλυψε αλήθεια το κενό σου τ’ανάστημα, το ύφος σου και το χαμόγελο σου. Γυρνά ξανά στον Πειραιά και μάθε σ’όλους μπάλα την μπάλα που αγαπήσαμε, μεγάλε Σπύρο Βάλλα.
Αν λες ότι στην Γκρέμιο το τόπι έχεις μάθει / του Πόρτο Αλέγκρε οι δάσκαλοι συνέχεια κάνουν λάθη. / Η μπάλα όταν σου’ρχεται, κοντρόλ στα πέντε μέτρα / αν ήμουνα στο γήπεδο θα σου’ριχνα μια πέτρα. / Για σουτ σαν ετοιμάζεσαι σε τρέμουν οι μπεκάτσες / μετά την μπάλα ψάχνουμε στις πιο ψηλές ταράτσες. / Η ντρίμπλα σου η περίτεχνη για γέλιο και για κλάμα / για μια σωστή πασούλα σου, στον Άγιο κάνω τάμα. / Αμπαλοσύνη αν ήταν χρήματα, εσύ στους μεγιστάνες / νερό αν ήταν γέμιζες 50 νταμιτζάνες. / Καλύτερα στη Λίβερπουλ να έπαιζε ο Σλούκας / παρά εσύ ο άχρηστος, ο Λέιβα ο Λούκας.
Ψηλός και λυγερόκορμος της μπάλας μέγας μύστης, στης Εσπανιόλ τ’ανάκτορο ήσουν εσύ ο χτίστης. Ήσουνα εσύ ο αρχηγός, την πήρες απ’το χέρι & στο ΟΥΕΦΑ έλαμψε το μέγα σου αστέρι.
Στον τελικό την έφτασες και εκεί στο παρα πέντε, την κούπα δεν την σήκωσες, ας όψεται ο Βαλβέρδε. Μεγάλη η απογοήτευση, δεν σήκωνες το κλίμα κι αμέσως ετοιμάστηκες για το μεγάλο βήμα.
Βαλίτσες πακετάρισες και μπήκες στ’ αεροπλάνο στο Μερσεισάιντ για να βρεις συμπαίκτη Μασκεράνο. Ο κάπελας σε έκανε αμέσως βασικούρα μα στις κερκίδες άρχισαν τ’αγγλάκια την μουρμούρα.
Ήσουν νωθρός και ράθυμος, σου το καταλογίζαν κι εσένα απ΄την συγκίνηση τα μάτια σου δακρύζαν. Μπαϊλντισες, σιχάθηκες με την αμπαλοσύνη του κάθε κατσαπλέουρα που ήθελε να κρίνει.
Πήρες το καπελάκι σου, τα φάλτσα τα καλά σου κι ήρθες εδώ στον Πείραια να κάνεις τα δικά σου. Δήλωσες θρύλου οπαδός και γαύρος από κούνια μα πες αλήθεια σ’έψησαν της Σάσας τα φουσκούνια.
Δεν ξέρω για το γήπεδο και την στατιστική μα πρώτη μούρη ήσουνα στην παραλιακή. Πρώτη χρονιά τελείωσε, πρωτάθλημα κι αν πήρες, αμφισβητήσεις άρχησαν και πλάκωσες τις μπύρες.
Και γω το ίδιο θα’κανα, δεν την βαστώ την γκρίνια, να θέλουν για την θέση σου να πάρουν Βιεϊρίνια; Έχει αυτός βιογραφικό, με τι τελικό Ουεφα; Αντε και στην καλύτερη συστατική από Βέφα.
Κόψε Βαγγέλη τα τρελα κι έλα στα συγκαλά σου, σκέψου επιτέλους λογικά για θα μας βρεις μπροστά σου. Θα κάνουμε επανάσταση, θα υψώσουμε παντιέρα στον θρύλο να κρατήσουμε τον Αλμπερτ τον Ριερα.
Ηταν μια μέρα θλιβερή, μια μέρα αποφράδα που οι άμπαλοι σε ρίξανε στου Euro τον καιάδα. Είχες γλυμένο το μαλλί, στ’αυτάκι σκουλαρίκι να δείξεις ήθελες πως πια δεν ήσουν πιτσιρίκι.
Να σβήσεις ήθελες ντροπή που πήρες στην πρεμιέρα να τιμωρήσεις Έλληνες που σήκωσαν παντιέρα. Η γκρίνια κι η αμφισβήτηση σε βάλανε στην πρίζα αλλά δεν υπολόγισες καλά τον Ζήση Βρύζα.
Οι Άγγελοι σε κέρασαν του Euro το φαρμάκι στο ράδιο ακούγαμε τον Γιώργο τον Χελάκη να λέει να ωρύεται πως ρόμπα σ’έχουν κάνει ο Τραϊανός και ο Καψής μαζί με Κατσουράνη.
Φύσσας και Γιούρκας κέρβεροι, τα άκρα ήταν φραγμένα στις γιόμες καταφύγατε σχεδόν απελπισμένα Μα στον αέρα είχαμε υπεροχή μεγάλη και Μπασινά απ’τα καρέ την μπάλα για να βγάλει.
Οι αδιάκοπες και απότομες του Κάρα διεισδύσεις χωρίς να θέλεις σ’έκαναν στα ξαφνικά να χύσεις τόνους και τόνους δάκρυα σαν να ‘σουνα παιδάκι την κούπα σαν σηκώσαμε με κάπτεν Ζαγοράκη.
Κι αν τώρα πια μεγάλωσες και φίρμα είσαι μοιραία πάντα θα κλαίς στο άκουσμα του Μέγα Χαριστέα Κι αν πάνω στο καλάμι σου το παίζεις υπεράνω ξέρω κι εγώ, ξέρεις κι εσύ… σε γλέντησα Κριστιάνο.
Πιο πέρα απ’τον Ατλαντικό, στην μακρινή Αργεντίνα γεννήθηκε και του ‘μελλε να έρθει στην Αθήνα. Στον ΠΑΟ μπορεί να έφτασε για λίγα μόνο πέσος μα ήταν τέτοια η κλάση του, ξεχώρισε αμέσως.
Tα drive του απίθανα, η έκρηξη προσόν του κανένας δεν αμφέβαλε ποτέ για το ποιόν του. Ακόμα κι αν δεν ήτανε στο μέγεθος του Γκάλη μπροστά του ποιός ετόλμησε το σώμα του να βάλει;
Τις άμυνες σμπαράλιαζε γιατί έτρεχε με χίλια πολλά γι’ αυτόνε είπανε μα όλα από ζήλεια. Κανένας δεν κατάφερε, κι αυτό ήταν η αιτία, να τον κρατήσει άποντο σ’ αυτήν την κοινωνία.
Τον είπανε ατσούμπαλο, πως τρέχει σαν κριάρι κι ότι αυτός πρωτάθλημα δεν πρόκειται να πάρει. Μα όλοι διαψεύστηκαν, τους έβγαλε όλους λάθος γιατί μιλούσε στο παρκέ το μέγα του το πάθος.
Τώρα η βάνα έκλεισε, το χρήμα εχει στερέψει κι η εποχή η λαμπερή ποτέ δεν θα επιστρέψει. Ούτε παιχτάκια NBA, ούτε μεγάλοι αστέρες που σαν κι εσένα έρχονταν, πάν’ οι καλές οι μέρες.
Το μπάσκετ μας το σκέπασε ψιλή μελαγχολία η απουσία σου Ούγκο μου η βασική αιτία. Που’ναι τα χρόνια τα καλά κι η εποχή εκείνη που στα παρκέ μας κένταγε ο Ούγκο Σκονοκίνι;
Στους Πόντιους της Βέροιας, πιο δίπλα απ΄την Κοζάνη μαζεύτηκαν οι σκάουτερς μετά από φιρμάνι, να δούνε τότε νεαρό και φέρελπι πορτιέρο που’χε ψυχή και τσαμπουκά σαν να΄ταν ο Μοντέρο.
Μαγεύτηκαν απ΄τα ρεφλέξ που έδειχνες να έχεις την θέση ήταν προφανές καλά πως την κατέχεις. Τους έπεισες πως πάνω σου πολλά μπορούν να χτίσουν και άμυνας τον κέρβερο για πάντα να σ’ορίσουν.
Προσπάθησαν και κέρδισαν υπογραφή δική σου στο πρώτο και καλύτερο συμβόλαιο της ζωής σου. Σε τράβηξαν στα νότια, σε φέραν στην πρωτεύουσα σε μια ομάδα της «κορφής» και όχι δευτερεύουσα.
Βοήθησες τα μέγιστα, δυό κούπες σε δυό χρόνια έπιασες πέναλντυ σωρό, τα γκολ ήταν σαν χιόνια, που σπάνια ερχόντουσαν και γρήγορα ξεχνιούνταν και κάποια λάθη σου μικρά, γρήγορα ξεπερνιούνταν.
Ακόμα κι όταν πέρασαν τις ΑΕΚ οι εξάρσεις εσύ ‘σουν πάντα αγέρωχος και πάντα στις επάλξεις. Έδινες πάντοτε ψυχή και σώμα και ψυχάρα στην άμυνα έδινες πνοή, γιατί ‘σουν αρχηγάρα.
Όμως κι αν πήρες τελικό με πέναλτυ οβίδα στον πάγκο σε αφήσανε και σου ‘στριψε η βίδα. Κι αν φάνηκαν αχάριστοι, αλήθεια, απέναντι σου εσύ έφυγες σαν κύριος κι αυτό είναι προς τιμήν σου.
Τα βρόντηξες και έφυγες γιατί δεν το βαστούσε γκολκίπερ της αξίας σου σαν δεύτερος να ζούσε. Στον ΠΑΟΚ της καρίερας σου φινάλε το μεγάλο μα είν’ η φυγή σου, ανοιχτή, πληγή το δίχως άλλο.
Πλέον γεμίσαμε ντεμέκ γκολκίπερ της δεκάρας, ποιος να καλύψει το κενό ετούτης της παιχτάρας; Στην εκκλησιά κάθε πρωί θα πιάνω ένα στασίδι και στον Θεό θα εύχομαι για νέο Ατματζίδη.
Στην Άντερλεχτ, στο Βέλγιο, έστω κι αν δεν υπάρχει ξεκίνησες και έδινες σε κάθε εξτρέμ για να ‘χει. Στα αριστερά της άμυνας εσύ ήσουν ένα τοίχος της θέσης ήτανε γραφτό να είσαι εσύ ο μύθος.
Το κέντρο σαν το πέρναγες ζαλάδες προκαλούσες και άνετα αντίπαλους με χάρη προσπερνούσες. Μα είχες και επιστροφές, τάκλιν μ’αυτοθυσία να τρέξεις πίσω ν’αμυνθείς δεν ήταν αγγαρεία.
Κι ήρθε για σένα η στιγμή να κάνεις μέγα άλμα να γίνεις παγκόσμια πιο γνωστός και από τον Ντε Πάλμα. Στην Τσέλσι προ Αμπράμοβιτς εσύ έγινες σημαία με Τζόλα, Έϊντουρ, Ντεσαγί περνάγατε ωραία.
Όχτώ χρονάκια κράτησε αυτό το παρεάκι μα το΄σπασε ο Μουρίνιο, που κάκο χρόνο να’χει. Σε έφαγε μπαμπέσικα χωρίς να δώσει βάση χωρίς καθόλου να σκεφτεί πως έναν σταρ θα χάσει.
Στην Νιούκαστλ βρήκε τελικά στερνό νησιού λιμάνι μέχρι να πάρει απόφαση για Αμέρικα να την κάνει. Τριανταδύο έφτασε, μα εγώ δεν το πιστεύω πώς πρέπει το ταλέντο του να πάψω να χαζεύω.
Για πάντα θα ‘σαι στην καρδιά μεγάλε και φιρμάτε ο κόσμος θα’ναι πιο φτωχός μα πάντα θα θυμάται: Όποιος μαζί σου τα ‘βαλε φλερτάρισε τον χάρο εσύ αιώνιε έφηβε, Σελέστιν Μπαμπαγιάρο.
Στ’ ονείρου σου την ζεστασιά, σε μια γωνιά του πάγκου πίνεις ρακί και τσικουδιά εις την υγειά του σπάγκου, που άλλοθι σου έδωσε αφού λεφτά δεν βάζει του Κάστρο η απώλεια σου έμεινε μαράζι.
Με σιγουριά το μπάχαλο, γλαρώνεις κάπου-κάπου και βλέπεις όνειρα τρελά, πως κλείνεις τον Λουκάκου. Με σέντερ φορ τον Κλέιτον, δεκάρι τον Βιτόλο κάνεις το ματ στην τακτική, κερδάς τον κόσμο όλο.
Στον ύπνο σου το Τσάμπιονς Λίγκ πήρες δια περιπάτου ομάδα έφτιαξες γοργή, που τρέχει του θανάτου. Σαν Ράμπο ονειρεύεσαι Σπυρόπουλο, Μαρίνο και Φαν ντερ Σααρ φαντάζεσαι τον Στέφανο Καπίνο.
Που είναι το θεάρεστο το έργο που έχεις κάνει; Που έκανες παλαίμαχους Νίνη και Κατσουράνη; Η άμυνα η περσινή, εφέτος γιατί μπάζει; Μήπως σερβίρετε κουκιά και κάποιους τους πειράζει;
Δεν θέλω να κατηγορώ, να κάνω εγώ τον σπιούνο μ’απ’τον Τοτσέ καλύτερα τον Βάγγο τον Καούνο. Που ‘χει το γκολ προάγει πια, σε δεύτερη του φύση με δυό διπλά και πέντε ΦΙΞ το deal θα είχε κλεισει.
Σε προκαλώ ορθάνοιχτα παραίτηση να θέσεις των Πορτογάλων την σχολή άλλο να μην εκθέσεις. Να πας στο Οπόρτο φίλε μου και όσο θες κοιμήσου ήρθε ο καιρός για σύνταξη, Φερέιρα παραιτήσου!