ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΒΡΗΚΑ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ. ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΒΔΟΜΑΔΕΣ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ, ΠΟΥ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΑΝΤΕΥΩ ΤΙ ΛΕΤΕ ΠΑΡΑ ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ. ΑΛΛΑ ΒΡΗΚΑ ΤΗΝ ΛΥΣΗ: ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟ. ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΦΟΡΗΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ, ΑΝ ΤΟ ΒΑΛΩ ΑΝΑΠΟΔΑ, ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΟΚΟΡΥΦΟ, Η ΚΕΡΑΙΑ ΕΦΑΠΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ, ΑΛΛΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΠΛΑΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΕΝΤΑ ΤΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ, ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ.
ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΚΟΜΑ ΣΗΜΑ ΕΧΩ ΑΝ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ ΕΧΩ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ, ΜΕ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΥΓΡΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΑΛΛΑ -ΠΡΟΣΟΧΗ- ΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΟΧΙ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. ΤΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΚΟΥΩ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΦΩΝΗ ΣΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΥΛΟΤΡΑΓΟΥΔΟ.
Η ΩΡΑ 19.55! Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΞΕΣΚΙΖΑ ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΜΗ ΤΗΝ ΦΟΥΣΚΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΥΤΗ ΣΑΚΟΥΛΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΥ ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟΥ, ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗΣ (ΡΕΨΙΜΟ), ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ 10 ΛΕΠΤΑ… 8.30. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΠΙΤΙ. ΕΓΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΥΣΚΩΜΑ ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣΚΑ ΟΞΥΓΟΝΟΥ. ΤΑ ΧΑΡΧΑΛΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΑΚΟΥΛΙΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ… ΜΑΛΛΟΝ Ο ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡ -ΦΑΜΙΛΙΑΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΣΩ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΛΕΠΤΑ ΠΕΤΑΧΤΗΚΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΜΠΟΝΖΟΝ “Α ΛΑ ΜΠΟΥΤΣΕΚ” ΑΡΠΑΞΑ ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟ 1 ΑΠΟ ΤΑ 4 “ΓΥΡΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΠΑΤΑΤΑ ΣΩΣ ΜΑΡΟΥΛΙ” ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΟΥ: “ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ 1 ΩΡΑ ΤΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΦΑΣ ΤΟ ΦΑΙ”… ΠΟΣΟ ΜΕ ΤΙΜΑΕΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΦΑΕΙ Ο ΦΑΔΕΡ ΜΟΥ ΤΟ ΣΟΥΒΛΑΚΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΤΟ ΠΕΤΑΞΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΗΠΤΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΑ; ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΔΕΣΙΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΖΩΗ…
Ένα τραγουδάκι εμπνευσμένο από τους φετινούς ημιτελικούς του τσου λου Μπάρτσα-Ρεάλ (μουσικό “ντύσιμο”: Ο Βασιλιάς της Σκόνης, Ξύλινα Σπαθιά):
Εγώ, ο μικρός, το είδωλο του Αμπντούν το αντίπαλο δέος του Σουαρένσε Ντουντού με ύφος μπλαζέ, κυριλέ και καλά με χωρίστρα χωσμένη κάπου μες στα μαλλιά βγαίνω μες στο γήπεδο με στόχο το γκολ μες στην μάπα του Ίκερ θα το ρίξω κι αυτό το τραγούδι του Μέσι είναι πλέον γνωστό δεν αντέχω για λίγο στην σιωπή θα χαθώ ο βασιλιάς της πόρνης (x2)
θα περάσουν τα χρόνια, θα βάλω κι άλλα γκολ άλλα θα ‘ναι ωραία άλλα θα ‘ναι αυτογκόλ θα σε ψάχνω για πάντα να βρεθούμε μαζί Κασίγιας το ξέρεις σ’ εχω έρωτευθεί στο Καμπ Νου ένα βράδυ, ένα βράδυ τρελό θα απλωθεί η σκιά σου κάτω απ’ τα γκολπόστ την δημοσιογράφο που είχες να σου δίνει φιλιά ξέχασέ την κι αυτήνα, θα σε φτιάξω καλά ο βασιλιάς της πόρνης (x2) σε χαιρετάω τίμιε Πεπ Γκουαρντιόλα για σένα στην Τήνο πήγα πριν 2 χρόνια αλλά απ’ την πολύ την ντόπα θα γίνω φόλα της πόρνης (2) ο βασιλιάς της πόρνης (x2)
Σχέδιο: Γάμος
Ο μικρός μου αδερφός δουλεύει ηλεκτρολόγος στα καράβια. Σήμερα, τριγύρω του δούλευαν πολλοί ηλεκτροσυγκολητές και (μιας και οι ηλεκτρολόγοι δεν φοράνε μάσκα για να μπορούν να βλέπουν τί συνδέουν) κοίταξε την ώρα της κόλλησης μερικές φορές παραπάνω και “έκαψε” τα μάτια του όπως λέμε (δηλαδή έπαθε ερεθισμό/έγκαυμα στον αμφιβληστροειδή).
Κάποια στιγμή λοιπόν, με πήρε η νύφη μου τηλέφωνο για να τον πάω στο Θριάσιο στον οφθαλμίατρο, γιατί δεν έβλεπε τίποτα και πόναγε (το κάψιμο των ματιών πονάει περισσότερο απ’το γρέζι στο μάτι).
Τον πήγα, και μετά από περίπου 1μιση ώρα, επιστρέφαμε για Πέραμα. Ο αδερφός μου είχε αρχίσει να συνέρχεται γιατί η πετροκαΐνη και η υγραντική είχαν αρχίσει να λειτουργούν. Βέβαια και τα δύο του μάτια ήταν ταπωμένα με αυτά τα στρογγυλά μπαμπάκια των οφθαλμίατρων και το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με γάζα. Σαν τον Neo στο τρίτο Matrix!
Και εκεί που σταματάω στα φανάρια στο Σχιστό, ο αδερφός μου ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού, γυρνάει το κεφάλι του προς κατεύθυνση νέτου επικών διαστάσεων που περίμενε στην στάση του λεωφορείου και της λέει με φωνή δον Ζουάν: “Μωρό μου ατελείωτο! Ποιος είναι αυτός που σε αφήνει να κυκλοφοράς με λεωφορία? Πέσ’ μου να του ρίξω ένα φορτηγό ξύλο!”
Εγώ έχω μείνει μαλάκας! Η γκόμενα τον κοιτάει σαστισμένη! Ο μικρός γυρνάει και μου λέει περίφανος: “Και φαντάσου ότι 3 χρόνια παντρεμένος και με 2 κόρες, το ραντάρ έχει αρχίσει και υπολειτουργεί!”
Πόσο θεούλης; Πόσο;
Υ.Γ. Η μόνη εξήγηση που μου έδωσε, όσο και αν τον ρώταγα, ήταν “The force is strong in this one!”
Η δική μου στιγμή Mundial
8/7/1990 — Οι γονείς μου απολαμβάνουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους στην Χαλκίδα έχοντας αποφασίσει να πάρουν μαζί τους και τον σχεδόν 3 ετών γιο τους. Είμαστε οι μοναδικοί Έλληνες σε ένα αρκετά καλό ξενοδοχείο με πισίνα και κήπο μαζί με αρκετούς Γερμανούς τουρίστες που απολαμβάνουν τον ήλιο και την θάλασσα της χώρας μας. Ώρα: λίγο πριν τη λήξη του τελικού. Ο πατέρας μου, ως γνήσιος άντρας έχει κατέβει από νωρίς να δει τον αγώνα στην πισίνα του ξενοδοχείου. Εγώ και η μητέρα μου χαζεύουμε από το μπαλκόνι του ισογείου τους μαζεμένους άντρες που παρακολουθούν με απόλυτη προσήλωση τον μεγάλο τελικό. Μετά από αρκετές -μάταιες- προσπάθειες της μητέρας μου να με βάλει για ύπνο, επιστρατεύοντας όλη την γκρίνια και τα επιχειρήματα ενός 3χρονου καταφέρνω να την πείσω να με αφήσει να κάνω αυτό που θέλω: να πάω στον μπαμπά μου. Ώρα 22:00: Ο διαιτητής της αναμέτρησης έχει σφυρίξει τη λήξη. Οι -σχεδόν μεθυσμένοι- Γερμανοί τουρίστες αρχίζουν να πανηγυρίζουν. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν βγάλει τα πουκάμισα και βουτούν ακόμη και στην πισίνα. Κάπου ανάμεσα τους και ο πατέρας μου απλά χειροκροτεί και χαμογελάει μαζί τους, μην καταλαβαίνοντας όμως τίποτα απ’ όσα λένε. Και τότε ξαφνικά στο βάθος πίσω τους εμφανίζεται ένα μωρό φορώντας μόνο ένα λευκό φανελάκι και pamper να κατευθύνεται προς το μέρος τους χαμογελώντας, με το μαυρισμένο δέρμα του και τα κόκκινα φουσκωτά μάγουλα να κάνουν πλήρη αντίθεση. Η πιο λάθος στιγμή. Ο πατέρας μου αντιλαμβάνεται νωρίς την παρουσία μου στο χώρο και ετοιμάζεται να ‘ρθει να με πάρει. Δυστυχώς όμως μαζί του με βλέπουν και οι αυθεντικοί πρόγονοι του Stefan Effenberg και του Oliver Kahn, φωνάζοντας «baby!! Baby!!».
Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν τραγικές. Εγώ με ένα απίστευτα τρομαγμένο βλέμμα να ανεμίζομαι στον αέρα και να αλλάζω χέρια και αγκαλιές όμοια με το τρόπαιο που παρέλαβε εκείνη τη βραδιά ο Λόταρ Ματέους, πριν φτάσω επιτέλους στην αγκαλιά του πατέρα μου. Παρόλα αυτά αρνήθηκα να κλάψω -προς έκπληξη όλων. Αν και πολύ μικρός το συμβάν είχε χαραχτεί στην καρδιά και την ψυχή μου. 10 χρόνια αργότερα, όταν κοιτούσα τις φωτογραφείς εκείνων των διακοπών και μου εξιστορούσαν με γέλια το θλιβερό συμβάν, κάτι σκίρτησε μέσα μου και τα κομμάτια του πάζλ ενώθηκαν. Επιτέλους κατανοούσα αυτή την πηγαία ποδοσφαιρική απέχθεια για αυτήν τη χώρα. Όσους σπουδαίους ποδοσφαιριστές και αν βγάλετε για μένα θα είστε πάντα 11 άσχημοι, νταμαροτοί, υπερόπτες ξυλοκόποι που κατεβαίνετε στο γήπεδο όχι για να ευχαριστηθείτε το ματς…
(coming soon συνέχεια με Mundial 2006) Γιώργος. ο 20 χρόνια πριν άμοιρος 3χρονος
Εκεί κατά τις 8 το πρωί της Δευτέρας θα πετύχεις είτε στο ραδιόφωνο, είτε στο ιντερνετ είτε στα πρωινάδικα που χαζεύεις, είτε οπουδήποτε… το αστείο για την καμαριέρα που δεν πρόλαβε να στρος… καν… Αν τύχει και δεν το άκουσες, σίγουρα ο πρώτος γνωστός που θα δεις θα σου το πει… Αν είσαι από αυτούς που ξυπνάνε κατά τις 2 το μεσημέρι, τότε η μάνα, γκόμενα, κολλητός, συγκάτοικος, εξωγήινος θα φροντίσει να σε ενημερώσει για το “απίστευτο” αυτό αστείο… Όπως και να χει, αν είσαι τυχερός θα το ακούσεις μόνο κάπου στις 10-20 φορές, χωρίς υπερβολή…
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ρε αντίχριστε κολλητέ να με ξυπνάς στις 1 το βράδυ, και ενώ έχω αρχίσει να βυθίζομαι στα ενδότερα στρώματα ενός απολαυστικού ύπνου, στον απόηχο μια απολαυστικής μαύρης μπύρας με μαγιά… μέχρι τις 5.30 που θα σηκωθώ για τη δουλειά, για να μου πεις το ρημαδοανέκδοτο που σιχάθηκα να το ακούω από το πρωί; ΠΑΣ ΚΑΛΑ; Θα σου πιω το αίμα ρε!
Σε σένα μιλάω τώρα αναγνώστη… πρόσεχε! Πρόσεχε γιατί δεν ξέρεις τι πέρασε ο άλλος το περασμένο βράδυ… Καλή σου μέρα!
Η ώρα είναι μία και τέταρτο… έχω πιεί την μαύρη μπύρα μου και έχω γλαρώσει. Κάτι παίζει στην τηλεόραση αλλά δεν πολύ δίνω σημασία, έχω χαμηλώσει και την ένταση… Και πάνω που είμαι έτοιμος να με πάρει αγκαλιά ο Μορφέας (μην παρεξηγηθούμε, στον θεό των αρχαίων αναφέρομαι), εκείνη την τελευταία στιγμή που κάτι καταλαβαίνεις αλλά σε ένα λεπτό θα κοιμάσαι, έ τότε το συνειδητοποίησα: Είναι ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ βράδυ, είμαι στο ΒΕΡΟΛΙΝΟ, και ΔΕΝ έχω «βγεί» και τι κάνω; Βλέπω ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ! και δεν είναι μόνο αυτό, τι παίζει το «χαζοκούτι»; Μεταγλωττισμένη ταινία του Chuck Norris στα γερμανικά…. να προσθέσω ότι δεν ξέρω γερμανικά και δεν καταλαβαίνω τους διαλόγους. Την άφησα όμως να παίζει τιμής ένεκεν στον «θεό», στον «αρχηγό».
Επίσκεψη στο πατρικό μου. «Έλα να φάμε μαζί, θα σου έχω παστίτσιο», είπε η μάνα μου. Ισχυρότατο επιχείρημα. «Μια που ήρθες, ανέβα στο πατάρι να μου κατεβάσεις κάποια πραγματάκια»: Αναμενόμενη ατάκα (αν θες παστίτσιο, θα κάνεις και τη μικρή σου την αγγαρεία για τη μάνα, μητέρα, μαμά). Διπλωμένος στα 8, ανάμεσα σε κουτιά παπουτσιών, βαλίτσες γεμάτες, βαλίτσες άδειες, ένα θερμοσίφωνο (κι όμως, μέσα στο πατάρι είναι) και διάφορα άλλα χρησιμότατα αντικείμενα.
Βρίσκω ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Το μάτι πέφτει σε ένα πακετάκι που γράφει «Γενέθλια Ιωάννας – 1983», όπου «Ιωάννα. η αδερφή μου. «Πώς και δεν τις έχουμε βάλει αυτές σε κανά αλμπουμ;», αναρωτιέμαι. Δε μου παίρνει παραπάνω από 2 νανοσεκόντ να θυμηθώ το λόγο. Σε όλες τις φωτο η Ιωάννα χαμογελάει χαρούμενη – λογικό, κλείνει τα 4 εκείνη τη μέρα – μπροστά από μια τεράστια τούρτα, με τα κατσαρά της τα μαλλάκια να πιάνουν όλο το χώρο (ήταν κάπως φουντωτά τότε) και μένα στην άλλη άκρη του καναπέ… να έχω κάτι μούτρα… ΜΑ ΚΑΑΑΤΙ ΜΟΥΤΡΑΑΑΑΑΑΑ…
…………………………………………………….
………..(φλας μπακ…)…………………………
……………………(φλας μπακ λέμε…)………
(ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ !!!!)
…….Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 1983: Στήνομαι μπροστά απ’ το κυλικείο της κυρα-Μάρθας. -«Καλημέρα, κυρά-Μάρθα» -«Καλώς τον Αντρίκο. Το συνηθισμένο;» μου αποκρίνεται γλυκά -«Εννοείται, αλλάζω εγώ συνήθειες;»… και μου δίνει την Κουκουρούκου μου. Την ανοίγω με λαχτάρα και… παθαίνω συγκοπή! Το 93! Το 93!!! Το ενενήντα τρρρρρίίίίαααα!!! Το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω, ανήμπορος να πιστέψω αυτό που βλέπω μπροστά μου! Ναι, είναι όντως το 93, δε με γελούν τα μάτια μου! Αγοράζω τρεις-τρεις τις Κουκουρούκου κάθε μέρα και έχω όλα τα χαρτάκια από το 1 έως το 100 εκτός απόόόόό… ΝΑΙ, ΔΙΑΟΛΕ, ΤΟ 93!
Με λούζει κρύος ιδρώτας. Τα γόνατά μου τρέμουν. Το κρατάω σφιχτά στη φούχτα μου. Ταχυπαλμία, ταχυπαλμία, 160 φτάνουν το λεπτό όταν το κοιτάζω οι σφυγμοί μου. Νομίζω θα λιποθυμήσω. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα στείλω τα ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΑ ΜΟΥ 100 χαρτάκια στην εταιρία και θα μου φέρουν το ποδήλατο δώρο στο σπίτι. Με φαντάζομαι να το καβαλάω και να γίνομαι ένα με τον άνεμο. Μη μας κάνει κι ο Κωστάκης τον καμπόσο, που του πήρε ο μπαμπάς του πατίνι και κάποιος έγινε! ΧΑ! Για να δούμε τώρα, Κωστάκη, με ποιον θα κάνει παρέα η Σοφία από την άλλη γωνία; Ε; Εεεεεεε;;;
Φτάνω πετώντας στο σπίτι και τρέχω στο δωμάτιο μου. Μπαίνω μέσα και… η σκηνή που ακολουθεί δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αρχαία τραγωδία. Βλέπω ένα μάτσο χαρτοπόλεμο που ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ 99 ΧΑΡΤΑΚΙΑ… να έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο. «Συγγνώμη… δεν πρόλαβα να δω τι έγινε» απαντά η μάνα μου. «Όταν κατάλαβα τι έκανε, προσπάθησα να τη σταματήσω αλλά ήταν πολύ αργά…». «Μην σκίζεις τα χαρτάκια, της φώναζα, αλλά δε με άκουγε…».
Η αδερφούλα μου έχει φορέσει το πιο γλυκό χαμόγελό της και με κοιτάει με τα υπέροχα μάτια της, γεμάτα παιδική αφέλεια, αγνότητα, αθωότητα… Με την ωριμότητα των οκτώ μου χρόνων, αποφασίζω να ΜΗ δώσω τόπο στην οργή. Βουτάω ένα ψαλίδι και κινούμαι εναντίον της με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Η μάνα μου αρπάζει το φονικό όπλο πριν γίνω «ο αιμοσταγής δράστης» και απομακρύνει την αδερφούλα μου από τη σκηνή της τραγωδίας. Με κλειδώνει κι εμένα στο δωμάτιό μου και με βγάζει το βράδυ, την ώρα που θα κόψουμε την τούρτα. Έχω πλαντάξει στο κλάμα. Έχω κατεβάσει την προβοσκίδα και αποφασίζω να κάνω την προσωπική μου διαμαρτυρία. Δε χαμογελώ σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Δεν κοιτάω το φακό σε ΚΑΜΙΑ φωτογραφία. Γονείς, θείοι, ξαδέρφια, όλοι να ποζάρουν ευτυχισμένοι δίπλα στην εορτάζουσα που σβήνει τα κεράκια.
«’Ολοι», είπα, ε; Λάθος, σχεδόν όλοι. Εκτός από έναν 8χρονο πιτσιρικά, που έμαθε από νωρίς ότι δεν είναι όλα «ένα ροζ συννεφάκι»… Που βίωσε την αδικία στο πετσί του… Που έφαγε το σκληρό χαστούκι της μοίρας και είδε την αγριότητα της ζωής να σκοτεινιάζει την παιδική ψυχούλα του… Που δεν έχει ξαναφάει Κουκουρούκου από τότε…
Μετά (αδερφικής) τιμής, Ανδρέας
Εσύ, μόνο εσύ Κώστα Μπίγαλη. Μόνο εσύ ζητάς να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο. Εσύ και ο Μαρσέλ ο Προυστ. Και αν αυτός έψαχνε μάταια βοήθεια στην Ζιλμπέρτ και την Αλμπερτίν, εσένα σίγουρα θα σκοτωθεί να σε βοηθήσει η τυχερή που διάλεξες. Ούτε μελισσούλες ούτε μελισσάκια πλέον. Συνέχισε απτόητος , δυνατός και στυλάτος μέχρι τις βάτες να βρεις αυτήν που σου αξίζει.Αυτήν που θα αξίζει να της αφιερώσεις του Αιγαίου τα μπλούζ διάολε, αγνή, τυρραγνισμένη καρδιά.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Ηταν μια κατασταση μεθης, ενα ονειρο που κραταγε απο το καλοκαιρι και δεν ηταν απατηλο. Το ταξιδι του Πυθεα προς το αγνωστο. Η παγωμενη και ομιχλωδης Θουλη. Οι περιπλανησεις του Οδυσσεα, Σκυλλες και Χαρυβδες στο δρομο μας. Η Κιρκη εγκατεστημενη στο νησι της Αφροδιτης τους μεταμορφωνει σε ακακα γουρουνακια, αποδραση… Ο Πολυφημισμενος Κυκλωπας τα κοιταει αφ’ υψηλου, το δικο του το ονομα ολοι ξερουν πως ειναι Ζλαταν. Απεναντι του ο «Κανενας», ο ανυποληπτος. «Κανενας δεν θα γλυτωνε πια», ορκιστηκαν, ουτε αυτος, και ολοι νικηθηκαν. Τα ακακα γουρουνακια ως δια μαγειας ημιθεοι μονομαχοι. Αποθεωση στο καταμεστο Κολοσσαιο, τα σαρκοβορα αιλουροειδη ημερα σαν γατακια. Προστατης τους και εμψυχωτης ο αποκαλουμενος Ορφεας, ενδεδυμενος παντα την απασταραπτουσα πρασινη χλαμυδα, με οπλα Του το λογο που τσακιζει και την λυρα να παιανιζει, μαγευει μετα τα θηρια και τα πληθη στην πλατεια Ντουομο. Ο οριζοντας ηταν πια ανοιχτος, ο στοχος ορατος, το Χρυσομαλλο Δερας! Οι ασπονδοι εχθροι κατατροπωθηκαν στο κυνηγι του, οι ταυροι με τα ατσαλινα ποδια τους ετρεψαν σε ατακτη φυγη κι ακομα ευχαριστουν τον δικο τους θεο που ειναι ζωντανοι, ετοιμαζονται για του χρονου παλι λεει.
Στο δρομο των δικων μας για το τροπαιο η Θεα Τυχη στελνει μια ακομα απροσμενη απειλη: Θαλασσια τερατα με μακρυ λαιμο, η αγελη πλησιαζει. Η αδυσωπητη Ναυμαχια, η απο Θεου μηχανη την κρισιμη στιγμη: Το σιδερενιο πουλι του Ηφαιστου βοηθος, των τριων κακασχημων Αρπυιων τιμωρος. Ολα ξετυλιγονται σαν το κουβαρι της Αριαδνης στον λαβυρινθο του νου μου, ταινια απο το χθες που βλεπει ο μελλοθανατος, η ιδια του η ζωη ενα παραμυθι που τελειωνει. Και ναι, ειχε και Δρακο, κιτρινος, υποθαλασσιος με 11 κεφαλαια ητανε, του Λοχ Νες γατακι μπροστα του. Και μονο στη θυμηση νοιωθω τις δυναμεις μου να με εγκαταλειπουν… σαν να ειμαι κι εγω ενας απο τους Πρασινους μαχητες. Δεν αντεχουν αλλο, αλλιμονο! Οι τελευταιες εικονες θολες, σκοτεινες, προλαβα και τον ειδα. Κεφαλαια, εντεκα…Αντε να το παρει το ποταμι, και να το παει να βρει τα εναπομειναντα επτα Θηρια: Η συγχρονη ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ απεναντι στη γενναια αρμαδα του ΛΟΥΚΑ του ΒΥΔΡΑ. 11 λαιμοι ξεπροβαλλαν απο τη θαλασσα, ολοι ενωμενοι σε ενα σωμα τελικα. Αυτο ηταν, δεν το περιμεναμε, νενικηθηκαμεν! Τιμη και Δοξα στους Τιμιους και Αξιους της Ελλαδας πρεσβευτες, τους ηρωικα πεσοντες υπερ Γκοντζοβωμων και Εστιων! Ηταν ενα ονειρο και δεν ητανε απατηλο… ΤΕΛΟΣ