Θυμάμαι στις δηλώσεις σου, σού βγαζα το καπέλο / πως πάντοτε σου ήθελες να ήσουνα μοντέλο. Σε ήθελε η μάνα σου με ζώνη και καρφίτσα / αλλά εσύ το έσκασες γρήγορα σαν νυφίτσα. Στη χώρα μας ερχόμενος στον ΟΦΗ για να παίξεις / με κόλπα ,σούτ και βολ πλανέ τον κόσμο να μαγέψεις. Μια μέρα όμως ο διάολος βρήκε για να τρυπώσει / και την καρδιά σου ήθελε αυτός να τη σκοτώσει. Μα όταν κάτω ήσουνα στο χόρτο ξαπλωμένος / τότε σεβντάς με έπιασε, ήμουν σαν τρελαμένος. Κι όταν εντάξει έγινες και μπήκες στους αγώνες / οι μέρες που περίμενα φαινόταν σαν αιώνες. Κι αν στην αρχή με τον Μαχλά έδειχνες αγχωμένος / μετά με Οφορίκουε ήσουνα λυσσασμένος. Μα κι’ αν με Βλάχο πέρασες περίοδο αφάνειας / για μας πάντοτε ήσουνα είδωλο περηφάνιας. Πηγή κινδύνου ήσουνα μ’ ασπρόμαυρη φανέλα / και εφιάλτης ήσουνα στον ύπνο του Ζουέλα. Ποτέ σου δεν συνάντησες Στράκα και Μαντζουράκη / μα ήσουν ο καλύτερος με Μάουρερ και Σηφάκη. Το γκόλ σου με την Ένωση ήτανε τιμημένο / και μες του Χιώτη το μυαλό για πάντα χαραγμένο. Ξεχώριζες στο γήπεδο φορώντας τα λευκά / και στους γκολκίπερ έλεγες πάντοτε άντε γειά. Το γκόλ σου που μας κράτησε Ά κατηγορία / με έκανε και ένιωσα μεγάλη ευφορία. Κι αν ήρθε ο Πετρόπουλος τη θέση να σου φάει / τη σκόνη που του έριξες ακόμα δεν ξεχνάει. Μα όταν έφυγες ρε «Τζό» και πήγες σ΄ άλλη χώρα / ξέσπασε στο Ηράκλειο νεροποντή και μπόρα. Και ας ήσουνα του ΟΦΗ μας στους κορυφαίους φορ / πάντα θα σε θυμόμαστε ρε Τζόζεφ Νουαφόρ.
Βραδυ… η υγρή σκοτεινή ατμοσφαιρα και τα πνιγμένα φώτα του λιμανιού μαυρίζουν ακόμα περισσότερο τη νύχτα. Ψυχή στο δρόμο, παρά μόνο μια-δυο γάτες, που με τις στριγκές φωνές τους ταράζουν την αποκρουστική ησυχία. Το σαπιοκάραβο μόλις είχε πιάσει λιμάνι και ένας μούτσος στερεωνει τη μουχλιασμένη αντιρίδα στον σκουριασμένο κάβο. Σε μιά στιγμή κακής τύχης το σκοινί σπάει και το μικρό πλεούμενο πέφτει με δύναμη πάνω στο διπλανό σκάφος. Ένα φώς ανοίγει και από την γέφυρα του σκάφους ξεπροβάλει μια γιγάντια φιγούρα. Μετά την παγερή σιωπή των πρώτων δευτερολέπτων, ο καπετάνιος αναγνωρίζει το θηριώδη άνθρωπο. Είναι ο Πάπα Μπούπα Ντιόπ. Γιατί βρέθηκε εκεί και πως αντέδρασε κανείς δεν ξέρει. Ξέρουμε μόνο ότι την άλλη μέρα ο Πάπα πήγε για προπόνηση και έβαλε και αυτογκόλ.
Σαν φως που σπάει την σιωπή, σαν πρώτη ηλιαχτίδα ήρθες και έδωσες ξανά και νόημα και ελπίδα. Ήρθες να αλλάξεις την ροή, να διώξεις το σκοτάδι ν’αφήσεις ανεξίτηλο απάνω μας σημάδι.
Φλωράκι σε ανέβαζαν, γιεγιέ σε κατεβάζαν τις θείες μελωδίες σου τολμούσαν και χλευάζαν. Μα δεν τους πήρες σοβαρά, τους άφησες να λένε μονάχα είπες κάποτε για πάρτη σου θα κλαίνε.
Ήταν αλήθεια γραφικοί, κι έφτασαν να προσβάλλουν με της αξίας σου έναν σταρ τολμούσαν να τα βάλουν. Χαμπάρι όμως δεν πήρανε πως γίνονταν ρεζίλι και πως μιας βόμβας δυνατής ανάβαν το φυτίλι.
Θα έρθει η στιγμή για όλα αυτά πικρά να μετανιώσετε και στον Θεό γονατιστοί λόγο μπροστά να δώσετε. Θα γίνει η αυθάδεια μαχαίρι και θα κόβει όσους δεν δήλωσαν ρισπέκτ στον Jon τον Βon τον Jovi.
Το Βέλγιο δεν υφίσταται, εσύ όμως υπάρχεις / Στα σέντερ φορ της Άντερλεχτ, εσύ’σαι ταγματάρχης / Η δύναμη σου απίστευτη, κανείς δεν σε κοντράρει / Κανείς δεν έχει τ’άντερα, σκληρά να σε μαρκάρει / Εσύ την κάθε άμυνα την κάνεις μαύρο χάλι / Με ντρίμπλες, πάσες έξυπνες και γκολ με το τσουβάλι / Το άστρο σου ανέτειλλε και τώρα πλέον λάμπει / Για σένα θα ξεχάσουμε σε λίγο τον Ντρογκμπάμπη / Κι ας λέν’ότι η ηλικία σου πλανάται στους αιώνες / κι ότι έχει ζήσει η χάρη σου αμέτρητους χειμώνες / Να ρίξουν λάσπη θέλουνε, μα προσπαθούν του κάκο / γιατί’σαι η αρρώστια μας, εσύ μικρέ Λουκάκου.
The killer
Σαλονικιός παλίκαρος ξεκίνησες τη μπάλα Στον Ηρακλή πρωτοπαιξες, μα εσυ ήσουν για άλλα Η νύφη δε καταφερε χρονια να σε κρατησει Και ο Πειραιας προσπάθησε κοντά να σε τραβήξει
Ο Ντουσκο σε μυριστηκε πως ησουνα παιχτουρι Κι ο θειος σε αγορασε για να το παιξει μουρη Με τακλιν μπαλα έκλεινες στα ποδια σου σα μυδι Ο φοβος όλων ήσουνα με τον Καραταιδη
Τον Πειραια αισθανθηκες σα δευτερο σου σπιτι Με Γκεο και Ελε έκανες παρεα στο ξενυχτι. Καποιοι σας ειπανε κακους, κλικα και μιζαδορους Πως μπάλα μόνο παίζατε με τους δικούς σας ορους
Μα σε θυμαμαι εγω παλία, στα βαθη του Οπόρτο Μ’ αυτοθυσια εβγαζες την μπάλα απ’ το χορτο Με εσενα Ιντζαγκι και Ζινταν τα βρηκαν όλα σκουρα Γιατι μπροστα τους σ’ είχανε στην αμυνα σκοτουρα
Τα τροπαιά σου αμέτρητα, που πηρες με το θρυλο στην εθνική μας επαιξες πολλες φορές με ζηλο Το καλοκαιρι του 7 ηρθε η ωρα εκεινη για Περιστερι τραβηξες, αυτό ήταν να γίνει
Ενα χρονακι στον Σπανο και τέρμα η καριέρα Το δρόμο ακολουθησες του βουλευτη μια μερα Το Λάος και η δέξια ηταν να σε κερδισει και την Ελλαδα προσπαθεις να μην χρεοκοπησει
Πολλα ειν’ τα προσοντα σου μεγαλη η καρδια σου σκληρος, τρανος ο λόγος σου, άγρια η ματιά σου Τη μοιρα της Ελλαδος μας παρε απ το χεράκι και οδηγησε την στη ζωη, Γιωργο Ανατολάκη
Πανούτσι κόβει το ζελέ και βάζει μόνο στόκο; Κλαίμε ακόμα γοερά, για την φυγή του Σκόκο; ή κάνει Νέτο πάταγο με Αμαζόνια Κόκο;
ΑΛΛΑ
Για σέντερ φορ ήσουν κοντός, στα εξτρεμ λίγο χαμένος κανονικά θα έπρεπε στον πάγκο καρφώμένος, να κάθεσαι μια ζωή, κι ας έβαζες γκολάκια οι μετοχές σου ήτανε απλά παπαγαλάκια.
Δυό χρόνια μπάλα έπαιξες σ’όλη σου την καριέρα μετά λες και σ’ αδειάσανε στα πόδια μπετονιέρα, στα οχτώ τα κατοστάρικα εκάθισες επάνω κι είπες εγώ προπόνηση άμα γουστάρω κάνω.
Αυτά σου τα καμώματα, αυτά σου τα κολπάκια ήταν που ξάφνου άναψαν του Έκι τα λαμπάκια. Σε έβαλε στο στόχαστρο, σου πήρε τον αέρα και άρχισες να αναζητάς ομάδα παραπέρα.
Δυό μεροκάματα έκανες εκεί στην Ιταλία και πήρες επιβράβευση βίζα για Κροατία. Στην Ισπανία κατέληξες, στης Β’ τα αλώνια κοιτάς ξανά την Σούπερ Λιγκ κι ανοίγουν τα σαγόνια.
Δηλώσεις κάνει επιστροφής τα άδεια του πετάει γεμάτα κάπου για να βρει, μ’ απόχη δεν γεμάει. Στέλνει τα φάξ ένα σωρό και dvd του στέλνει ολημερίς κι οληνυκτίς τηλέφωνα όλο παίρνει.
”Πάρε με κόουτς και θα δείς πως δεν θα βγείς χαμένος, θα παίξω στην ομάδα σου σαν σεληνιασμένος.” “Για τέτοιου σταρ μεταγραφή θα λέτε στα παιδιά σας, θα γίνω εγώ ο κίλλερ σας, η μύτη της καρδιάς σας.”
Ποιός είσαι που αμφισβητείς του Κώστα τα πρωτεία; Που το προφίλ Του δεν χωρά μονή φωτογραφία; Τώρα στ’αλήθεια τι ζητάς κύριε αμπαλόπουλε; Μια είναι η μύτη της καρδιάς Δημήτρη Παπαδόπουλε.
Ημιαξόνιο Βαιμάκη ρισπέκτ!
Μόνο εσύ. Μόνο εσύ Μάκη, καλέ και αγαπημένε μας Μάκη, κατάφερες να αναδείξεις έναν ολόκληρο ραδιοφωνικό σταθμό από το τίποτα, κάνοντας τον πρωταγωνιστή και δίδοντας του διαχρονικά υψηλά επίπεδα ακροαματικότητας. Μόνο εσύ κατάφερες να συγκινείς και να οδηγείς χιλιάδες νέων και μεγαλυτέρων. Μόνο εσύ ήσουν αυτός που όταν του έλεγαν “συγχαρητήρια για την εκπομπή σας”, κατέβαζες ταπεινά το κεφάλι και έδειχνες το δρόμο προς την ταπεινοφροσύνη και την ευλάβεια. Μόνο εσύ έφερες την Τέχνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και άνοιξες νέους δρόμους στην έκφραση και τη μάχη για την ηρεμία και την ευεξία του Έλληνα. Μόνο εσύ Μάκη ενδιαφέρθηκες για το Λαό πραγματικά και μόνο εσύ τελικά έχεις τη δύναμη να υπομείνεις την απαξίωση και τον κατατρεγμό, όταν αυτοί που ευεργέτησες σου δείχνουν το δρόμο της εξόδου. Μάκη, είμαστε μαζί σου για ό,τι χρειαστείς και να ξέρεις πως ότι και αν συμβεί, υπάρχει μια λαοθάλασσα που θα σε στηρίξει και θα δώσει τα πάντα γιά σένα, Μάκη Πουνέντη.
Εχει ακουστει πως εμαθες εφτα μ’ οκτω γλωσσιτσες μα το ‘κανες για να κερνας τις ξενες γκομενιτσες κάθε χειμωνα κι Αυγουστο ακουμε τη φωνη σου μεσα στης ΕΡΤ τη μηχανη θαρρω ειν’ η ζωη σου
Μια μερα όμως δεχτηκες και άλλη συμφωνια κι αφησες τ’ αξελ τα τριπλα, για λιγο στη γωνια και τον χορο επελεξες, εκεινο των αστερων γι’αυτή την πραξη, εγω θαρρω, θα ειχες και συμφερον
Εκρινες Ελληνα μποξερ, τον Ιron Μike Zαμπιδη ασχετο αν τελικα τον περασε κι η Mατθιλδη τωρα για δευτερη χρονια σηκωνεις την ταμπελα κι οι βαθμοι πεφτουν βροχη, πρεπει να εχ’ ομπρελα
Mα που ’ναι κεινες οι στιγμες, λουsμενες μες στη δραση που πιρουετα το κοινο δεν αφηνες να χασει; που όταν τα στιβαρα κορμια, λυγιζαν, πεφταν χαμω εσυ τους εδινες πνοη, ωσαν τον Πανο Κιαμο;
Και για πισινα μιλησες, σ’ αγωνες στην Αθηνα μα δεν ηταν το πεδιο σου, κι ας ειχες χωθει σαν σφηνα εγω, λοιπον, σε συγχωρω, δεν σου κρατω κακια και γυρνα πισω εσυ γοργα, στου παγου τη λατρεια
Γιατι αν στα βαθια χωθεις πολύ, θα χασεις και την μπαλα μα παντα εγω θα σε υμνω, Αλεξιε Κωσταλα!
Την Κυριακή πήγα το ξαδερφάκι μου σε παιδότοπο! Εκεί που καθόμουν βαριεστημένος παίζοντας με το κινητό, μια κυρία με ρώτησε: “Ποιο είναι το δικό σας;” -“Δεν έχω αποφασίσει ακόμα!” της απάντησα. Ύφος… ανεκτίμητο! ΑΛΛΑ: Σε όλες εσάς που απλώνετε τα πατουσάκια σας στο ταμπλό του αυτοκινήτου, μονάχα ο Stuntman Mike σας αξίζει (Αυτός απ’ το deathproof ντε! Για σένα που βαριέσαι να googlareis).
Γεννήθηκες στη θάλασσα μια μέρα του Ιούλη κι από μικρός φαινόσουνα πως θα’σαι παιχταράς. Τα πρώτα σου ινδάλματα, Φαν Μπάστεν, Κιφτ και Γκούλιτ, ο Ματζικ Τζονσον στο παρκέ κι ο Στηβ Μακουίν στο Μπούλιτ, μα πιο πολύ ο πατέρας σου που ήτανε ψαράς!
Στα 18 άνοιξες φτερά και πήγες στην Ουτρέχτη, πέταγες πάνω στη γραμμή λες κι ήσουν ο Ουάνγκα. Σε πεντατάχυτο σασμάν εσύ είχες βάλει έκτη κι ο αντίπαλος προπονητής αναζητούσε φταίχτη, που με τις επελάσεις σου, του τίναζες τη Μπάνκα!
Σε λίγο δε σε χώραγε η πόλη με τα τρένα, έφυγες και του Ρότερνταμ έπιασες το λιμάνι. Τη θέση του Φαν Χόιντονκ προορίσανε για σένα κι όσοι σε βλέπαν στο Ντε Κόουπ, τα είχανε χαμένα που και τα δίχτυα έσκιζες κι ήσουν μεγάλο αλάνι!
Δεν πέρασε πολύς καιρός, παρά 3 χρονάκια, κι ήρθε η στιγμή να μεταβείς στη Γηραιά Αλβιώνα. Βαριά φανέλα φόρεσες, που δε φορούν παιδάκια, μα όλα αυτά ήταν για σε, εύκολα παιχνιδάκια, χιλιόμετρα κατάπινες απλά σε κάθε αγώνα!
Της εντεκάδας η αρχή, πλέον είσαι και το τέλος, στο πέταλο οι φανατικοί σε βλέπουν σαν Τσακ Νόρρις. Ρεκόρ, αντίπαλους και ορκς ξεσκίζεις σαν το βέλος, του ποδοσφαίρου της ντριμ τιμ επίτιμο είσαι μέλος, δίπλα σε Ζουέλα, Κομπραδόρ, Παβιό και Νασίφ Μόρρις!
Κι αν ο πλανήτης πια μικρός για το ταλέντο σου είναι, στο Σείριο σε παιχνίδι σου κι αν είχαμε sold-out, Μη μας αφήσεις ορφανούς, εδώ μαζί μας μείνε, τις θεϊκές εμπνεύσεις σου απλόχερά μας δίνε, του Άνφιλντ αιώνιο ίνδαλμα, ημίθεε Dirk Kuyt!