Ηταν αποφασισμενος να πετυχει αυτη τη φορα. Δεν ηθλελε ουτε καν να φερνει στο μυαλο του τις προηγουμενες φορες. Μπορει μερικες απ’αυτες να ηταν αξιοτιμες προσπαθειες, αλλα οι περισοτερες του εφερναν στο μυαλο την ντροπη που ενοιωθε στα βλεματα των αλλων. Εσφιξε τα δοντια, το μετωπο του γεμισε μικρες σταλες ίδρωτα (δωστε βαση στον τονο) και τα ματια του κρεμαστηκαν στις κογχες! Για αλλη μια φορα ομως η χωριστρα δεν του εκανε τη χαρη…
Παράδειγμα μηνύματος «μικρός που είναι ο κόσμος»…
Η ομάδα του Φρανσίσκο Ζουέλα έκανε αυτό που έμοιαζε με θαύμα στην αρχή του δεύτερου γύρου. Η FC Kuban Krasnodar με ένα ντεμαράζ νικών και τερματίζοντας αήττητη στον δεύτερο γύρο κατάφερε και κέρδισε μια θέση που οδηγεί στην Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά θα παίξει στο Europa League. Με δυσκολία στους προκριματικούς καταφέρνει και μπαίνει στους ομίλους. Κερδίζοντας τα παιχνίδια στην έδρα της και παίρνοντας και μια ισοπαλία στα τρία εκτός έδρας παιχνίδια καταφέρνει να περάσει στους 32. Εκεί η μοίρα το έφερε να πέσει αντίπαλος με τον Οσφπ. Που παίρνοντας το πρωτάθλημα στο νήμα μπήκε απευθείας στους ομίλους του Champions League. Βέβαια με αντιπάλους την Ρεαλ Μαδρίτης και την Μίλαν περιορίστηκε στην τρίτη θέση που οδηγεί στο Europa League. Τα χαμόγελα για την κλήρωση ήταν αρκετά στο μεγάλο λιμάνι. Ο Τοροσίδης πήρε τηλέφωνο τον παλιό του συμπαίκτη Ζουέλα. – Που ‘σαι ρε Φρανσίσκο; – Καλά Βασιλάκη. Εδώ στο κρύο. Εσύ πως και μας θυμήθηκες; – Καλά δεν είδες την κλήρωση; Θα παίξουμε αντίπαλοι στο Europe League – Α, μαζί πέσαμε; – Ναι, θα ξανάρθεις στην Ελλάδα, πως σου φαίνεται; – Μια χαρά, θα ζεσταθώ πάλι – Μικρός που είναι ο κόσμος ε; – Μικρος ναι, αλλά που να δεις τον πιτουφινο σου…. Με κάθε σεβασμό και στους δύο παίκτες, στις ομάδες και στις ιστορίες τους. Η ιστορία είναι φανταστική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Η ώρα της κρίσης έφτασε. Η ολοένα και αυξανόμενη, απύθμενη ανθρώπινη βλακεία ξεχείλισε και δημιουργεί το πλήρωμα των προϋποθέσεων συγγραφής του καταγγελτικού αυτού κειμένου. Αφορμή-προυπόθεση δεν είναι άλλη από την γνωστή και μη εξαιρετέα, περιδιαβαίνουσα τις τηλεοπτικές (κυρίως κρατικές) συχνότητες, διαφήμιση του ΟΠΑΠ. Ναι αυτή με το βλακώδες, γλειωδέστατο, χαμερπές υποκείμενο-δείγμα κ…ελληνα (κατά Σαββόπουλον ερμηνεία), το οποίο πλένει το σαραβαλιασμένο κάρο του στην μικροαστική του γειτονίτσα, ξοδεύοντας αφειδώς τεράστιες ποσότητες νερού συνεισφέροντας κι αυτός, με τον δικό του (εξαιρετικά μοναδικό για την ακρίβεια) τρόπο, στο οικολογικό ρεύμα…
Και καθώς εμείς παρακολουθούμε το παραλήρημά του και ακούμε μία αισθαντανέ φωνή να μας πληροφορεί για την θεά τύχη, για το πως όλα μπορούν να αλλάξουν σε μία στιγμή και ο κόσμος να γίνει καλύτερος κι ο ουρανός να γίνει πιο γαλανός, καταλαβαίνουμε το επερχόμενο οικολογικό μύνημα, τη βρύση που θα στερέψει από το χέρι του μικρού παιδιού που συμμετέχει και λογικά τον ήλιο που θα λούζει με το φως του τα καταπράσινα δεντράκια κάτω από τα οποία, χαρωπά, θα παίζουν οι ευτυχισμένες οικογένειες. Όμως εις μάτην! Αντ’ αυτού, η κοσμοϊστορική αλλαγή δεν είναι παρά αυτή του κάρου! Το νερό συνεχίζει να πέφτει αδιάκοπα αλλά τώρα στην κουκλίστικη (κατά γενική ομολογία) Bentley, η οποία αγέρωχα και αναίσθητα καταβροχθίζει ακόμα περισσότερα λίτρα υγρού στοιχείου πραγματοποιόντας τα ανομολόγητα πάθη του μικρού μας καθημερινού ήρωα.
ΕΥΓΕ ΟΠΑΠ!!
Την ευθύνη αναλαμβάνει ο μουσκεμένος αγώνας.
ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ!
Και ο τέταρτος άγγελος εσάλπισε και εκτελέσθη εις Καυτανζόγλειον κόρνερ, επήρε την κεφαλιά ο Κατσιαμπής και εσκόραρε με κοντινή προβολή, ο Αγρίτης! Και τότε εσήμανε η θεομηνία κατά των ουρανίων σωμάτων και της ατμόσφαιρας. Και εκτυπήθη το εν τρίτον του φωτός και της ζωογόνου θερμότητος του ηλίου και το εν τρίτον της σελήνης και τον εν τρίτον των αστέρων, δια να σκοτισθή το εν τρίτον του φωτός των ουρανίων αυτών φωστήρων και προκληθούν μετεωρολογικαί ανωμαλίαι και αναστατώσεις και δια να μη φανή το εν τρίτον του φωτός της ημέρας, και της νυκτός ομοίως το εν τρίτον της αστροφεγγιάς και του σεληνόφωτος. Αι κραυγαί του καράδαλη, της χάϊδως και του κυανού τροβαδούρου, ηκούσθησαν μέχρι τον αστερισμό του κόρακος, 68 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τη γη. Οι δε τυφλοί, είδαν, ενώ οι παράλυτοι, επερπάτησαν. Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Έβαλε γκολ ο Αγρίτης.
Έφυγε ξαφνικά χωρίς να το καταλάβουμε. Άρχισε σιγά σιγά να φθίνει και να περνάει στην αφάνεια. Πότε πέθανε, ρε παιδιά η κασέτα; Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν νοσταλγοί που ακόμα κάνουν μιαξρισμένες κασέτες για το αγαπημένο τους αμόρε. Αχ, πόσο γρήγορα ξεχνάμε οι άνθρωποι! Δε θυμάμαι την πρώτοι φορά που άκουσα την φωνή μου πλάι στου παππού που μου μάθαινε να τραγουδώ «Πλάθω κουλουράκια…». Θυμάμαι σαν να έιναι τώρα το πρώτο κασετόφωνο που κατέστρεψα από περιέργεια να δω πως δουλεύει μέσα. Τις κασέτες που βρήκαν παρατημένες στο γηπεδάκι του μπάσκετ της γειτονιάς στο Χολαργό (εκεί που έχει παίξει σαν νεανίας ο Σταύρος Κόλκας) που ήταν το πρώτο άκουσμα που με έβαλε στο τριπ να ακολουθήσω μουσικά τον αδερφό μου στο ταξίδι του ροκ εν ρολ! Ήταν αυθεντικές κασσέτες Venom και Exodus. Πολύ φοβήθηκαν όταν τις άκουσαν και μου λέγαν δια διαόλου και τριβόλους, μα εγώ ήξερα μέσα μου την αλήθεια. Μπούρδες! Μουσικάρα είναι ρε, μην είστε γραφικοί! Και μπήκαν στη ζωή μας και τα φορητά, γουόκ μαν. Αχ, πόσες φορές αμέτρητες σαν τα άστρα έχω σιχτιρίσει τις πεσμένες μπαταρίες που με άφησαν χαρμάνι. Πόσες φορές προσπάθησα να ισιώσω την μασημένη ταινία και να ξαναδώσω ζωή στην κατακρεουργημένη, από το φθηνό ρωσοποντιακό κασσετόφωνο, μουσική. Πόσες γυναίκες έχουν λάβει μία από της μαεστρικά δημιουργημένες συλλογές μου; Οι κασσέτες μου είχαν ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο με τουρίστριες και ταχυδρομεία! Πόσες μουσικές έχουμε ανταλλάξει-αντιγράψει στα διπλά μας κασετόφωνα που μας έδιναν μάλιστα και στάτους αν τα είχαμε. Ήταν η κασέτα που με έκανε να σπουδάσω ηχοληψία και ήταν η εποχή της κασέτας που μου έμαθε διάφορες πατέντες, του στιλ ότι τώρα γράφω με το αριστερό ακουστικό αντί για μικρόφωνο. Σε πόσες παραλίες έχουμε πάει με το κασετόφωνο στους ώμους. Πόσα χρόνια χωρέσαν στα 90 λεπτά της κασέτας; Πόσες στροφές έκανε ο μηχανισμός του Τέκνικς μου πριν σβήσει; Πόσα στιλό και μαρκαδοράκια χάλασα για να γράψω τα περιεχόμενα; Πόσα φράγκα χάλασα για να τις αγοράσω άδειες; Παπί θα είχα αγοράσει! Όχι, αυτό που πάει στην ποταμιά, το μηχανοκίνητο δίτροχο εννοώ! Ελάχιστες κράτησα, γιατί πιάναν πολύ χωρο που χρειαζόμουν, αλλα πρώτα έγραψα στο ΠιΣι όσαν δε θα μπορούσα να βρω ξανά. Οι υπόλοιπες αναπαύονται εκεί που πάν οι γλάροι! Ρεστ ιν πίς, κασέτες!
ΑΕΡΑ!!!!
Με την τσίμπλα στο μάτι και το μαλλί του ανακατωμένο, κίνησε να πάει να αγοράσει την καθιερωμένη καθημερινή αθλητική του εφημερίδα. Ευτυχώς, ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου της γειτονειάς ήταν γυναίκα και έτσι θα γλίτωσνε την καζούρα, την ειρωνεία, ή ακόμα ακόμα την επιθετική συμπεριφορά αλλόφρωνα Κουβανού*. -Καλημέρα, ΚυραΛένη. Τι χαμπέρια; -Όλα καλά, γιόκ’μ. Εσύ; Η δουλειά καλά; -Ε, να, είχα κάτι προβληματάκια τελευταία αλλά θα περάσουν. -Έτσι, ειν’η ζωή, Λκα΄μ. Έχει τα πάν’τς, έχ’ομς και τα κατ’τς! -Ουφ, ξεφύσηξε ο Λούκας. Πιάσε μία από τις γνωστές. Ξάφνου, ένιωσε μια καυτή ανάσα στο σβέρκο του και σκιάχτηκε. Γυρνώντας είδε έναν αναψοκοκκινισμένο Μαμελούκο να τον κοιτάζει με αγριάδα μέσα στα μάτια. Δεν ήταν τα ενωμένα φρύδια του βάρβαρου, μηδέ τα τεντωμένα τριχωτά του ρουθούνια που τον φόβησαν αλλά ότι ο ορίζοντας μαύρισε από τον ολοένα αυξανόμενο όχλο, οπλισμένο με ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τσουγκράνες, τσάπες, κατσαβίδια, κρυπτονάϊτ, τσόκαρα, εγκυκλοπαίδειες, ζαρζαβατικά. Μια εικόνα που παράπεμπε σε Βαστίλλη και εξέγερση καταπιεσμένων δούλων έτοιμων να γδάρουν και να αλατίσουν το στόχο τους. Φτου και μια γλειώδης μάζα κάλυψε το δεξί του μάτι που δεν τον απέτρεψε από το να σκύψει και να αποφύγει το σαπισμένο λαχανικό που βρήκε κατακάρκαλα την άτυχη περιπτερού. Ωχ, πως θα τη γλιτώσω τώρα!, σκέφτηκε. Ξάφνου το μπουλούκι των μπαρουτοκαπνισμένων ποπολάρων παραμέριασε, όπως η Ερυθρα Θάλασσα μπρος στον Μωυσή, όπως η σούπα όταν το κουτάλι βυθίζεται στο πιάτο, όπως μεριάζει το χίονι αριστερά δεξιά όταν περνά το εκχιονιστικό. Στο βάθος εμφανίστηκε ένας μεγαλόσωμος σωτήρας. Ο μουσάτος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης; Όχι, φοράει γυαλιά ηλίου. Σαν τον Σταλόνε στο Κόμπρα, μα, με μούσια. Όσο πλησιάζε τόσο μέριαζε το πλήθος που βωβό παρακολουθούσε, τόσο προσπαθούσε να αντιληφθεί τη κοίταζε τόσην ώρα ο Λούκας. Τερμινέϊτορ, Κάπτεν Αμέρικα, Κοεμτζης, Κακός Λύκος, Τζακ ο Αντεροβγάλτης; Εκείνη την ώρα ο χαρακτήρας έκανε μια υπερηχητική κίνηση και αφαίρεσε τα τεράστια γυαλιά που κάλυπταν το πρόσωπό του! -Ντάντυ; Εσύ; -Κάντε πέρα, καθάρματα! Ηλίθιοι καφενόβιοι! Άστε ήσυχο το παιδί. Μονομιάς σαν μαγεμένη από την εξοντωτικά δυνατή φωνή του, οι Ούνοι σκορπίσαν στους 7 ανέμους. -Ήρθα να σε πάρω. -Γιατί; Πού πάμε; -Πάμε να συντρίψουμε αυτόν τον αλήτη που λυμαίνεται τόσα χρόνια το καήμενο το ποδόσφαιρο. Όχι, για μένα, για εσάς τους φουκαράδες που δεν μπορείτε χωρίς ψυχολογική ώθηση! ΑΕΡΑ!!!!!
*όχι επαναστάτη κομμουνιστή, αλλά κατοίκου του Κουβά, χαμένου του Στοιχήματος
Σωτήριον έτος 1999: Όλη η φοιτητοπαρέα αγωνιζόμαστε με τεράστια επιτυχία στη λαοπρόβλητη ομάδα μπάσκετ της Ένωσης Κυπρίων Νομού Αχαϊας (με μόνους Κυπρίους τον πρόεδρο, τον προπονητή κι έναν παίκτη όλον κι όλον) που κοσμεί με την παρουσία της το Γ’ Τοπικό (τελευταία κατηγορία, πιο κάτω δεν πήγαινε) και η οποία, κατεθέτοντας τόνους τίμιου ιδρώτα στους αγωνιστικούς χώρους, καταφέρνει να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια που βρέθηκαν στο δρόμο της και κόντρα σε θεούς και δαίμονες (και με την πολύτιμη αρωγή της ιστορικής ομάδας του Αργοστολίου που δεν «σκίστηκε» εναντίον μας στο τελευταίο παιχνίδι) ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΣΤΟ Β’ ΤΟΠΙΚΟ!
Χαρές, πανηγύρια, τηλεοράσεις που λέει και μια ψυχή… κι έρχεται η ώρα της ανακοίνωσης του πριμ: Περιμένουμε ένα σεβαστό ποσό (διότι έχουμε και μια αξιοπρέπεια, κι ένα δεκαχίλιαρο να παίρναμε – δραχμές, ε; – πάλι τούμπες θα κάναμε) και ο πρόεδρος μας λέει ότι… «θα μας βγάλει την Παρασκευή το βράδυ να μας κάνει το τραπέζι στην ταβέρνα “Το Κουτουκάκι”(!)». Ξενέρωμα στην αρχή, χαλαρές (ή όχι και τόσο) διαμαρτυρίες στη συνέχεια, θυμός, τσαντίλα, εκνευρισμός και μετά…περισυλλογή. «Κάπως πρέπει να εκδικηθούμε…» «Κάπως πρέπει να πάρουμε το αίμα μας πίσω…». «Κάτι να κάνουμε που θα τον τσούξει…».
Ώσπου κάποιος έχει ΤΗΝ ιδέα: Ρωτάει τον πρόεδρο αν μπορούμε να φέρουμε και την παρέα μας στην ταβέρνα, αυτός νομίζει ότι μιλάμε για το «αίσθημα» και απαντάει καταφατικά και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το casting: Ψάξαμε, βρήκαμε, απευθυνθήκαμε σε όσους φίλους και γνωστούς είχαμε που «το τρώγαν όλο το φαϊ τους», τους πείσαμε να μας συνοδεύσουν στην ταβέρνα και έτσι κάθε παίκτης εμφανίστηκε με τον «συνοδό» του (από έναν ο καθένας, μην το ξεφτιλίσουμε): Σύνολο 20 μαντράχαλοι με μέσο όρο βάρους 1.. κιλά (ναι, τριψήφιο είναι το νούμερο, τρέχει τίποτα;).
Μας τιμεί (και ΜΑΣ ΠΑΡΑΤΙΜΕΙ) που παραγγείλαμε 12 χωριάτικες, 14 φέτες, 10 μερίδες κολοκυθάκια, 11 μελιτζανοσαλάτες, 9 τυροκαυτερές, 7 τζατζίκια, 36 πατάτες (από ορεκτικά), 12 κοτόπουλα σούβλας (ολόκληρα, όχι μερίδες), 10 καρμπονάρες, 15 πίτσες, 4 κόκκορες κοκκινιστούς, 8 μερίδες κοντοσούβλι – είχε τελειώσει και το κοκορέτσι ρε γαμώτο (από κυρίως πιάτα, δεν είχε μεγάλη ποικιλία πάντως), 20 κοκα κόλες, 15 πορτοκαλάδες (με και χωρίς ανθρακικό), 8 Sprite, 39 μπύρες, 24 λίτρα κρασί (από ποτά και αναψυκτικά), 14 παγωτά, 12 τιραμισού, 8 γαλακτομπούρεκα, 9 εκμέκ καταϊφια, 4 προφιτερόλ και μια τούρτα με κεράκια (ο σέντερ μας είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα – αυτά τα λίγα από γλυκά, είχαμε ψιλοφουσκώσει κιόλας)…
Και ΜΑΣ ΤΙΜΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ, διότι ότι όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, ο πρόεδρος θέλησε να πληρώσει με πιστωτική κάρτα αλλά…ο λογαριασμός ξεπέρναγε το πιστωτικό του όριο! ‘Ετσι, τον ευχαριστήσαμε εγκαρδίως, τον καληνυχτίσαμε και τον αφήσαμε να περιμένει έγκριση από τα κεντρικά…
Μετά (μπασκετικής) τιμής, Ανδρέας
Επιτελουςςςςςςς!!!!!!!!!!! Ηταν η καταλληλη στιγμη!!!!!!!!! Η δικαιωση για το αστερι της εκπομπης!!!!!!!! Peter Nalitch, δειξε σε ολη την ευρωπη τι σημαινει fightclub!!!!
Το όραμα ήταν καθαρό. Μετά από πολλές ημέρες περιπλάνησης στα βουνά, με μόνη παρέα τα κογιότ και τους γύπες, βρήκα μια βαθιά σπηλιά και εκεί ξεκίνησα το ταξίδι του πεγιότλ. Και ο Μανιτού μου μίλησε: «Οι καιροί που ανταλλάσαμε χρυσό και ασήμι για πολύχρωμες χάντρες και νερό της φωτιάς με τα χλωμά πρόσωπα έχουν περάσει. Το πνεύμα του Πολεμιστή δεν πρέπει να χαθεί στα σκοτεινά μονοπάτια». Και τότε κατάλαβα. Ο πόλεμος που μαίνεται εναντίον μας δεν διεξάγεται στο καταπράσινο πεδίο της μάχης, αλλά στα χαρτιά και τις κλειστές αίθουσες. Αλλά το Μεγάλο Πνεύμα μου έδειξε το δρόμο: Δεν θέλετε κύριοι του Συμβουλίου της Επικρατείας γήπεδο στο Βοτανικό, γιατί θα καταστρέψει τις φωλιές των κορμοράνων και θα αλλοιώσει την «όμορφη» και «γραφική» αισθητική εικόνα της περιοχής του Ελαιώνα; Ωραία λοιπόν. Ας χτίσουμε τότε ένα κολοσσιαίων διαστάσεων άγαλμα- τοτέμ του ενσαρκωτή του Μεγάλου Πράσινου Πνεύματος, του κήρυκα του πράσινου οράματος, του γενναίου πολέμαρχου της πράσινης στρατιάς Κώστα Γκόντζου που να φτάνει μέχρι τα ουράνια και να κρατάει στην πράσινη ζεστή αγκαλιά του το νέο γήπεδο της Πανάθας! Φωλιά θέλουν οι κορμοράνοι; Φωλιά και ο πολυμετοχικός! Και μετά ποιο Όρος Ράσμορ και ποια Φωλιά του Πουλιού! Και πείτε μου σας παρακαλώ ποιος θα τολμούσε να βάλει βέτο σε μια τέτοια πρόταση; Ποιον δεν πιάνουν ρίγη συγκίνησης όταν σκέφτεται ότι -όταν θα κοιτάει στον ουρανό προς τη μεριά του Βοτανικού- θα αντικρύζει το Πράσινο Πολεμιστή Κώστα Γκόντζο να εποπτεύει την επικράτεια του; Ποιος παίχτης κάθε αντίπαλης ομάδας δεν θα ζάρωνε από το φόβο του και ποιος παίχτης της Πανάθας δεν θα κυριευόταν από θεική δύναμη όταν στον ουρανό του γηπέδου θα έβλεπε τον Κώστα Γκόντζο να παρακολουθεί το ματς; Και να συρρέουν οι όπαδοι της πράσινης ιδέας και να αφήνουν τις προσφορές τους στα πόδια του τοτέμ να τους ελεήσει ο πράσινος στρατηλάτης μας και να μην θυμώσει γιατι τότε «θα πέσει το γήπεδο στα κέφαλια μας», για να παραφράσω και τη γνωστή ρήση. Ο χρυσός αιώνας του Περικλή έχει τελειώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ο χρυσός αιώνας του Κώστα του Γκόντζου μόλις αρχίζει.
Βρίσκεσαι στο 88ο λεπτό του αγώνα. Αν ξεχνούσες τη μυρωδιά της τσίκνας που πλανάται στον αέρα, τις θυμωμένες φωνές από τους φαφούτηδες γέρους της εξέδρας (στα αρβανίτικα) και τις γούρνες διαμέτρου τεσσάρων μέτρων σε όλο το μήκος του γηπέδου, θα καταλάβαινες ότι τα πράγματα θυμίζουν εκείνο τον τελικό που έβλεπες το ’99 ως παίκτης του Παναιτωλικού. Χρειάζονται δύο πολύ καλοί παίκτες για μια επική ανατροπή, αλλά χρειάζονται μόνο λίγα λεπτά ποδοσφαιρικής ευφυΐας από έναν και μόνο παίκτη παγκόσμιας κλάσης για να έρθει η ολική επαναφορά. Οπλίστηκες με το κρύο μυαλό του δολοφόνου, ντύθηκες Σέριγχαμ και Σόλσκιερ μαζί και σκότωσες εν ψυχρώ, χωρίς ανόητους συναισθηματισμούς, την πρώην ομάδα σου. Γιώργο Μπάρκογλου, για πάντα trequartista, για πάντα σουβλακοφόρος, για πάντα Λειβαδίτης…