Μια μικρή ακέραστη ξεκίνησε καριέρα και της βουλής τα έδρανα τα έβαλε για στόχο, κι ας ήτανε το κάρμα της να γίνει καμαριέρα ας όψονται τα Γερμανά που για μυαλό ‘χουν στόκο.
Πιάνει που λέτε την καλή και γίνεται κυρία στο πιο ψηλό το έδρανο την πάρτη της θρονιάζει. Σπέρνει τον τρόμο, πανικό, σ’όλη την Βαυαρία κι αν τύχει νύχτα και την δεις το μάτι σου τρομάζει.
Στης Ένωσης το αφάν κατέ, ορίζει τα κουμάντα και στου Ευρώ το όνομα αιώνια τάζει πίστη, ορκίζεται να το τιμά, γι’αυτό κάνει τα πάντα και στης Ελλάς την κεφαλή εφόρεσε καπίστρι.
Διάταζει για λιτότητα και μέτρα εσπευσμένα και τον Γιωργάκη συγκινεί σε κάθε ομιλία, Ωρύεται πως άδικα πληρώνουν τα σπασμένα κι από τους ψηφοφόρους της ζητάει ασυλία.
Κόβει συντάξεις και μισθούς, αυξάνει και τους φόρους μα αποτέλεσμα μηδέν, το χρέος δεν μικραίνει ζητά παράδοση άμεση, σαφώς με δίχως όρους αλλιώς προβλέπει σύντομα η χώρα να πεθαίνει.
Στέλνει εκ νέου εντολή να σφίξει το ζωνάρι και βάζει σκέψεις στην βουλή για φόρο και στον ύπνο. Τραβά τα γκέμια, τα λουριά, τραβά το χαλινάρι δίνει ρητά την εντολή να κόψουμε το δείπνο.
Στης πείνας μας το γήπεδο παίζει μεγάλη μπάλα και απειλεί του Νάιτζελ την θέση στην καρδιά μας. Το πέτυχε η ακέραστη με τούτα και με τ’ άλλα κατάφερε και τρύπωσε τις νύχτες στα όνειρα μας.
Μαζί σου φαντασία μας μπορεί να μην οργιάζει όμως ο σβέρκος μου απαιτεί να βρούμε άμεση λύση κι όπως το πάνσοφο ρητό ξεκάθαρα προστάζει για πάρτη σου ρε Άγγελα θ’αφήσουμε τα μίση…
Ποσο τιμαει 70χρονο που γυρισε να κοιταξει πωπουδελι νετου και μετα σηκωσε το κεφαλι προς τον ουρανο λεγοντας ”τι παραβολες ειναι αυτες Κυριε…”;
Ο Αμφορέας: Κορμοστασιά έχεις λυγερή, είσαι και ομορφάντρας/και ξέρεις σεξουλιάρικα τα κόλπα εσύ της τάντρας/Σαν στην Ελλάδα πάτησες πριν μήνες δεκαέξι ήξερα πως το άστρο σου κι εδώ έμελλε να φέξει/Μα σαν περνούσε ο καιρός κάτι καλά δεν πήγε/Σε μάτιασαν πουλάκι μου (κακό ματι, ουστ φύγε)/Κάποιοι σε είπαν άμπαλο, σε είπαν καιροσκόπο/Συγχώρα τους και στην οργή δώσε λιγάκι τόπο/Είπαν πως ήρθες για ένσημα και Athens by night, λες κι ήσουν Κοσταρικανός, Σεντένο, Γκόμες, Ράιτ/Τη χλίδα εσύ την ήξερες, τα κοσμικά τα είχες/Καταλανός γαρ άλλωστε, ασ’ τους να λένε τρίχες/Στο γήπεδο δεν ίδρωνες και πέρναγες ωραία/Στη μέση τα χεράκια σου, στη στάση του αμφορέα/Αχάριστοι οι Έλληνες, ποτέ δεν εκτιμούμε/Αυτό που μας χαρίζουνε και το κακολογούμε/Και τα φτερά σου τ’ άνοιξες, “γεια” είπες στην Ελλάδα/Καλή σου τύχη Μοϊζές στον πάγκο της Γρανάδα…
Στης μπάλας το στερέωμα, στης Super League τα μέρη
ήρθες φορτσάτος ξαφνικά μια μέρα μεσημέρι. Όχι δεν ήρθες με σοφέρ, λίμο και κυριλίκια ήρθες με κιτρινο ταξί κι ουχί παπατζιλίκια.
Το λαϊκό σου το προφίλ κι η ταπεινή σου φύση ήταν αυτά που στην ΠΑΕ κατεύνασαν την κρίση. Ωσάν αλεξικέραυνο λειτούργησες για όλους μπήκες μπροστά και έταξες άγγελους και διαβόλους.
Σαν άντρας ντόμπρος, σοβαρός, που ο λόγος σου μετράει έχεις χιλιάδες τα κονέ, σε Τζέντα και Ντουμπάι. Εκεί λοιπόν τα μίλησες με πρίγκιπες βαρβάτους πρίγκιπες-κροίσους και τρανούς, κολώνες του έκει κράτους.
Τους έδειξες στο DVD αγώνες της ομάδας, τους πρότεινες να γίνουνε ηγέτες της αρμάδας. Κι ήταν οι ντρίμπλες του Γιοσού κι οι σέντρες του Λουκά τους Άραβες που πείσαν’ να τα σπρώξουνε χοντρά.
Αμέσως καταστρώσατε διάσωσης το πλάνο και για Αθήνα σ’ έβαλαν στο πρώτο αεροπλάνο. Στον Τζίγκερ πρόταση έκανες μα είχες ατυχίες, λουμπάγκα, αρρώστιες και λιμούς, των κούριερ απεργίες.
Δυό μήνες ένα γνήσιο μας κόστισε εντέλει κι ήταν αυτό που έκοψε των Μ.Μ.Ε. το μέλι. Φαρμάκι στάζαν -φίλε μου- πως είσαι σαλτιμπάγκος όμως σαν πάρεις την ΠΑΕ θα τους εφάει ο πάγκος.
Είδηση να μην ξαναδούν, καν’ το βαρύ πεπόνι ούτε για Τέβες μην τους πεις μα ούτε και για Ρόνι. Απ’ το youtube θα βλέπουνε τους άθλους και την μπάλα που θα ζαλίζει στα τερέν ο μέγας Σικαμπάλα.
Εμείς, να ξέρεις, ξέρουμε πως λές μόνο αλήθεια και πως σαν έρθεις τα Τσου Λου θα γίνουνε συνήθεια. Όμως πολλή η γκίνια σου και φαίνεται πως κάτι και κάποιος, κάπου, κάποτε σου έριξε το μάτι.
Σήμερα είναι η μέρα σου, Τρίτη και δεκατρία κι όλο τον πράσινο λαό τον τρώει η αγωνία. Παίξε την μπάλα που μπορείς κι έξω απ’τα δόντια πες τα δώσε τυράκι στον λαό, δώσε ρε Βλάση ρέστα!
The Notebook
Στεντώριος είσαι άθρωπας (το λέει και τ’ όνομά σου) Για σένα είναι περήφανος στο Τρόμσο ο μπαμπάς σου Το χτένισμα του Ζέτερμπεργκ, το στιλ του Ανατολάκη Τα πάντα τα σημείωνες στο ιερόν μπλοκάκι
Δεν είσαι απλά προπονητής, εσύ ‘σαι συγγραφέας Ποιος Χέμινγουεϊ, ποιος Γκάαρντερ και ποιος Κουμανταρέας; Τα τρόπαια μαζεύεις σαν να ‘σουνα συλλέκτης Μπροστά σου ο Μουρμουρίνιο μοιάζει ρακοσυλλέκτης
Στον Πειραιά σε λάτρεψαν ο Τζόλε κι ο Ζιοβάνι Που όσα έκαμε ο Πελέ, μόνο αυτός τα κάνει Στη Χέρενφεϊν σ’ αγάπησαν – τους πήρες πρώτη κούπα Μα σαν υπέγραψες στην Γκενκ έπεσες μες στην τρούπα
Το χέρι γιατί άπλωσες στο νέτο κακομοίρη; Δεν ήξερες πως στην ψειρού ήθελε να σε σύρει;
Μα δεν πιστεύω όσα λεν, ο μύθος σου δεν φθείρει Έχεις φατσούλα ήρεμη, μουτράκι νοικοκύρη Είν’ όλα ψέματα φριχτά και κατασκευασμένα Ο Τροντ ο Σόλιντ που αγαπώ θα μείνεις για εμένα
Στης Γερμανίας την ξενιτιά, εκεί στα μαύρα ξένα οι σκάουτερ που σε βλέπανε τα είχανε χαμένα. Η Νυρεμβέργη κέρδισε στο νήμα αυτή την μάχη την τύχη η ακαδημία της παίχτη εσένα να ‘χει.
Όμως ο νόστος ο πολύς για την γλυκιά πατρίδα στο Άργος πίσω σ’έφερε, εκεί σε πρωτοείδα. Ήταν δεν ήταν θα ‘λεγα το ενενηνταέξι που έμελλε το άστρο σου στον ουρανό να φέξει.
Στον Βύρωνα μυρίστηκαν πως είσαι εσύ για άλλα για φοβερά και τρομερά, για πράγματα μεγάλα. Χωρίς λοιπόν χρονοτριβή και το στυλό στο χέρι υπέγραψαν και έφεραν το νέο τους αστέρι.
Όμως δεν άντεξε πολύ αυτή η συνεργασία στα Τρίκαλα θα σ’ έβρισκε η νέα χιλιετία. Κι ύστερα το Αιγάλεω, η πρώτη σου αγάπη εξι χρονάκια μαγικά, δεν ήταν αυταπάτη.
Αφήσες στίγμα κι όνομα στην πρώτη εθνική όπου σε χρειαστήκανε εσύ ήσουνα εκεί. Το ξέρω, η αξία σου την διαφορά είχε κάνει κι όχι οι κασσέτες του Θωμά, αυτή η πιπίλα φτάνει.
Αυτό ήτανε που πρόσεξε του κάμπου ο κοσμάκης και της Α.Ε.Λ. ο πρόεδρος ο Κώστας Πηλαδάκης. Για πάρτη σου έκανε λαρτζιά, τρελό κιμπαριλίκι όμως ο κόουτς σ’ έφαγε πουλώντας νταηλίκι.
Στον Ηρακλή δεν ταίριαξες, δεν είχες σταριλίκι κατέληξες Θρασύβουλο συμπαίκτης του Κατσίκη. Τώρα στης Πάτρας τα τερέν η όψη σου δεσπόζει παίρνεις τιμές και σεβασμό που η κλάση σου αρμόζει.
Γιατί ήταν όλα σκοτεινά στα γκρίζα γηπεδά μας, ήρθες εσύ και χρώματα γεμίσαν τα ονειρά μας, ήρθες εσύ και είδαμε το φως το αληθινό ένα ρισπέκτ και άλλα δυό στον Γιάννη τον Χλωρό.
Μια βουλιμία έντονη νιώθω να με τυλίγει Όταν σε φέρνω στο μυαλό η όρεξη μου ανοίγει / Στο γήπεδο χιλιόμετρα κατάπινες ευκόλως Στο σπίτι όμως έτρωγες όσο μαζί ένας στόλος / Στην Κύπρο, στην Ανόρθωση, σε πήρε ο Κετσπάγια Κι αμέσως βγήκες MVP λες κι είχες κάνει μάγια / Ο ΠΑΟ σε διπλάρωσε και γίνατε αίφνης φίλοι Μην ήτανε που ήθελες να φας και το τριφύλλι; / Σαν πίνεις τούρκικο καφέ, το τρως το κατακάθι Και διαρκείας έβγαλες χρυσό στον Μπαρμπα-Στάθη / Τα σάντουιτς, τα τσίζμπουργκερ χλαπάκιαζες με βία Η λύση Νόρντιν Βόουτερ να ξέρεις είναι μία: / Σου δίνω μία συμβουλή να κορεστεί η πείνα Τυρί με λίγα λιπαρά, το αγαπημένο ΦΙΝΑ!
Τα χρόνια σου περάσανε και ξεκινάς στον πάγκο όμως δεν δίνεις αφορμές στον κάθε σαλτιμπάγκο, να λέει πως μανουριάζετε με Ζέκα και με Λέτο σαν καγκουρες που σφάζονται για κάποιο μπαζονέτο.
Στέκεις σεμνός απέναντι στο πέρασμα των χρόνων και περιμένεις στωϊκά το τέλος των αγώνων. Να πάρεις θέση αλλαγής κι ας ξέρεις πως δεν πάει λίγα λεπτά, της κλάσης σου, παίχτης να τα μετράει.
Σαν ήσουν στα ντουζένια σου σε λέγαν κωλοτούμπα πως παίρνεις φάουλ πέτσινα σε ΟΑΚΑ μα και Τούμπα. Σε κράζανε στους ρέφερι πως γίνεσαι τσιμπούρι πως ήσουν λέγανε καλός μονάχα στο ταμπούρι.
Για κάρτες γκρίνιαζες συχνά, αυτό είναι μια αλήθεια όμως το δίκιο σ’επνιγε, ξεχείλιζε απ’τα στήθια. Εσύ το μόνο που έκανες, το δίκιο να γυρεύεις καρτες κι ανάσες συμπαικτών με τέχνη να ψαρεύεις.
Ομως για στάσου μια στιγμή, πού βρίσκονται κρυμμένοι όλοι αυτοί οι γνωστικοί, οι τόσο κακιασμένοι; Εχθές με μια ενέργεια τους έβγαλες στον τάκο δαγκώσανε την γλώσσα τους και πήγαν από δάκο.
Εχθές στο τιμιόμετρο πρόσθεσες μια βαθμίδα κι απάνω-απάνω ανέβηκες στην τίμια πυραμίδα. Ιερό τοτέμ των τίμιων, σκαρφάλωσες ψηλά και πλησιάζεις, σοβαρά, τα στάνταρντς του Λουκά.
Κι εγώ να ξέρεις ξαγρυπνώ και χάνομαι τις νύχτες για σένα παώ σε μέντιουμ, μάγους και χαρτορίχτρες. Να φτιάξουμε για σένανε της νιότης το ματζούνι για πάντα νιο κι αγέρωχο να’χουμε Καραγκούνη.
Σ’ αυτό τον τόπο τον καλό, τον άρτια μπαλωμένο ήρθε μια μέρα ΔΝΤ, να ναι καταραμένο. Ήρθε και μας επλήγωσε, δε φέρνουμε πια παίχτες τους έχουμε στο βερεσέ σα να ‘τανε και φταίχτες.
Γυρνάει ο φίλος ο καλός και με σπουδή μου λέει με άπειρα τα δανεικά, εκείνο που τον καίει. Τι λες μωρέ, τα χρέη φτάσανε στη στρατόσφαιρα και συ μας τα ζαλίζεις πάλι με τα ποδόσφαιρα;
Ξέρω, τα μέτρα είναι βαριά, μα πήραμε το κολάι θα τα βολέψουμε κουτσά-στραβά,αρκεί το τόπι να τσουλάει. Ο Θρύλος έδωσε γροθιά στο Ράιχ των χρεών και ας σταθεί παράδειγμα στην πάλη των λαών
Η Παοκάρα προχωρά, ο Λέτο ξεσπαθώνει καθώς ο Γιώργος στο γκρεμό τη χώρα τη ζυγώνει. Να περιμένει, να του πεις, προτού χαθεί το άθλημα μήπως και πάρει φέτος η ΑΕΚ το πρωτάθλημα.
Και τούτο πάλι αν δεν συμβεί δεν φταίει η ομάδα μα διαιτητών σφυρίγματα που έρχονται αράδα, κοράκια έχει εκδρομή στο τέλος του αγώνα Σύνταγμα, Πλάκα και Βουλή, κοκτέηλ δακρυγόνα.
Και τώρα ένα σύνθημα που όλους μας ενώνει Barton, Van Bommel και De Jong ειστ’ όλοι δολοφόνοι!
Σε είπανε και άγαλμα, σε είπαν τροχονόμο πως στο χωριό σου τα μπλονζον διώκονται απ’το νόμο. Χολή για σένα στάξανε των ΜΜΕ οι πένες γράφαν για σένα ολημερίς σαν να’ταν λυσσασμένες.
Πως είχες -γράφαν- αίσθηση του χώρου ξεχασμένη και πως αρνείσαι την γωνιά να’χεις καλα κλεισμένη. Πως τσακωμένοι είσαστε εσύ κι οι αποκρούσεις και πως σαν βγαίνεις το κοινό παθαίνει παρακρούσεις.
Και να που τα κατάφεραν και σ’έκατσαν στον πάγκο, βρήκανε βλεπεις σύμμαχο αυτόν τον σαλτιμπάγκο. Σ’ έβγαλε έξω απ’τα γκολπόστ μονάχα από πείσμα, βλεπείς εσύ’σαι τίμιος και δεν τον έχεις βυσμα…
Νομίζεις ότι ξέχασα πως έφυγε ο Ριέρα; Να φύγει από προπονητής, να γίνει καμαριέρα. Αλήθεια έχει δίπλωμα; Να δώσει ντοκουμέντα. Αφήνει εσένανε εκτός; Γελάνε τα τσιμέντα.
Αν θα γυρίσεις σύντομα αλήθεια δεν γνωρίζω όμως αν δεν σε ξαναδώ τον κόσμο θα γυρίζω να λέω παντού τον πόνο μου με φίλο Πάντσα Σάντσο σαν Δον Κιχώτης θα γυρνώ, μας έλειψες Κοστάντζο.