Time What Is Time… ———————————————————- Αβάντα λίγο κάντε μου ρε τίμια παλικάρια μια σκέψη θε να μοιραστώ που με ζορίζει η κάργια. Δεν είμαι και πολύ παλιός μα ούτε είμαι νέος στου fight club τον ουρανό που είναι τόσο ωραίος. Πολλές φορές αναπολώ, μ’ένα γλυκό μεράκι, όταν ακούω τις φωνές Τσαού και Βαιμάκη να ομορφαίνουν τη βραδιά με κέφι και καβλάντα με καλεσμένους, μουσική και ιστορίες πάντα, κάποια ξενύχτια πιο παλιά, στιγμές π’έχουν περάσει συρτάρι ανοίγει μαγικό που λες κι είχες ξεχάσει. Που τραγουδούσε ο Simone το Ramaya με μπρίο και απ’τις καρδιές μας έφευγε με μιας όλο το κρύο. Θυμάμαι τις ανταλλαγές, κάτι μεγάλες τρέλες, Πανίνι αυτοκόλλητα, αφίσες και φανέλες. Διλήμματα, τριλήμματα Κλάους και Κον κεντούσαν οι μέγιστοι διδάξαντες, το είπε και ο Ντούσαν. Και δεν ξεχνώ το ιερό προσκύνημα στο αλάνι θα σ’ έχω πάντα στην καρδιά Λάρα Γκαρσία Ντάνι. Μπόρχα, Λέμενς και Τόργκελε, ο Βόουτερ και ο Μόρις, μα όλοι μπάντα κάνανε σαν έμπαινε ο Τσακ Νόρρις. Μπόμπο, Καφού, Ρομάριο, Βιντσέντζο Αεροπλανίνο, Καν και Κουφούρ κι άλλοι πολλοί, Θεέ μου τι θ’απογίνω! Πολύς λαός τους τίμησε, και ήρθε κι η σειρά σου Σκιτσοφρενή μας τρέλανες με τα πονήματα σου. Και οι καιροί περάσανε, βροχές ήρθαν και φύγαν, και τα πουλέν ανδρώθηκαν και σε ομάδες πήγαν. Πάνω που έλεγε κανείς πως όλα πάνε πρίμα, οι τίμιοι αρχίσανε να βάζουν όλοι Φίνα. Ο Πίτερ και η κιθάρα του αλλάξανε τα κόζα, και τα μπαλέτα άρχισαν να παίρνουνε την πόζα. Θρόνο βαρύ κουβάλησαν βέλιουρας και μουχρίτσα, στου Κώστα Γκόντζου του θεού, τρύπωσαν την αυλίτσα. Κι όλοι οι πιστοί προσκύνησαν το μέγα στρατηλάτη, και άρχισε νέα εποχή στου fight club το χάρτη. Αλλ’ αν ο Γκόντζος ήτανε η πιο μεγάλη αλήθεια εσείς ψέμα θα ήσασταν, από τα πιο ηλίθια. Τα μουσαντέ πήραν σειρά κι έδεσε η μπουγιαμπέσα στου Κωσταβάρα το σατώ τα νέτα όλα μέσα. Παβιό-Ζουέλα σάρωσαν τις λίστες με τους μπήχτες κεράσματα έγιναν πολλά σ’αυτές τις κρύες νύχτες. Μπράβο Ραούλ και ο Ντομί, εκονταροχτυπιούνταν και ο Βύντρα τόσα άκουσε, στο τέλος δε μιλιούνταν. Κι ο Λέμαν έγινε «Άρχοντας» κι αυτός, «Των Κουμπαράδων» Και πήραν θάρρος άμπαλοι απ’ όλων των ομάδων. Κι αυτό που ακόμα δεν μπορώ, εγώ να καταλάβω, πώς τρέχει ο χρόνος «Τιγκανά» και λιώνει σαν τον πάγο. Κι όμως πολλά κρατήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου τα πιο σωστά και όμορφα, του τίμιου αυτού του δρόμου. Ωσάν τον Μπίλι τον θεό, τους Πίπο και Μαλντίνι με μάγια είναι αγέραστοι απ΄της Μιλάν το τζίνι. Μακ Πάππας είσαι κορύφη, αρρώστια και λατρεία απ΄την Αστόρια τ’ άλογο έμπασες ως την Τροία. Μύστη εσύ ω πάνσοφε, της γνώσης φλογοδότης άκουσα πως ο κόνδορας είναι μεγάλος πότης. Μέγα Αλέφαντε θέε, τα πάντα όλα δώσε τιτίκες μισοπλέμονους μέσ’ τα μπουντρούμια χώσε. Και σεις οι δύο γραφικοί, καλά ρε να περνάτε σαρδάμ πολλά στα ερτζιανά τα κύματα να κερνάτε κι είθε να μας χαρίζετε για πάντα την αρρώστια «magical stuff» που λέγανε και στο χωριό του Κώστα.
Ο ευτραφης καζουαλ περιπτερας, φυλακισμενος στα προιοντα της θλιψης και τις ενοχες του, προσπαθησε ξανα να προσεγγισει το ονειρο που μονο η αμαζονα φοιτητρια του Λονδινου του παρειχε απο τοτε που ηταν παιδια. Τοτε που ο συνοικισμος ειχε μετατραπει σε μια απεραντη «Γαλαζια Λιμνη», τοτε που κυνηγουσαν μονιασμενοι και ανεμελοι αυτη την ροκ επαναστατικη καθημερινοτητα οπως μονο ο Τζιμ Μορισον ειχε εκφρασει σε μια αλλη, πιο ρομαντικη εποχη. Αλλα φευ… Εκεινη λουλουδου σε ενα υπογειο μπουζουκτσιδικο που ανηκει σε ομογενεις απο την Καβαλα. Φολα Παοκ. Οικονομικη κριση βλεπεις. Μαζευε κι ας ειν’ και ρωγες. Εντεχνος ο Σαββιδακης με την πιρογα του, ετοιμαζεται για πρωιναδικο. Μ’ αεροπλανα και βαπορια να γινουμε ολοι ψυχολογοι, να ψυχολογησουμε τις μπιρες απ το μικρο μας μινι μαρκετ.
Εκεινος επαιζε ντραμς. Και στο περιπτερο κρατωντας κιντερ μπουενο, χτυπωντας λυσσαλεα τσιγαρα και περιοδικα. Και στο σαλονι του με τις επιθυμιες του να χτυπουν το ριζικο του, βγαζοντας ηχους χαρμολυπης και εγωκεντρισμου. Τελικα προσπαθησε πολυ και αδυνατισε. Μετα τα ξαναπηρε. Εβαλε δαχτυλιδια στα δαχτυλα των ποδιων του, ετσι τον εμαθε η αδερφη του που πηγαινε ξυπολυτη για σοπινγκ θεραπι. Μεχρι εκει. Εφτιαξε ομαδα 7επι7, τα σαρωσε ολα. Ειχε Βραζιλιανους μεσα. Η φοιτητρια το ‘ριξε στη γιογκα αφου πρωτα γνωρισε εναν Κινεζο και την γλενταγε με τον Νιγηριανο κολλητο του. Οσα χρονια κι αν περασαν η μπασκετα στο μικρο γηπεδακι που παιζαν τα παιδια πιτσιρικια εμεινε αγερωχη – μαλιστα καποιοι την ονομασαν Σουλα για να την προσωποποιησουν μαζι με τα ονειρα για αθανασια και δοξα. Τι ‘ναι ο ανθρωπος, τι ‘ναι ο ερωτας… Τι ειμαι εγω, ο αφηγητης, που μολις τωρα δεχτηκα τα πυρα της συζυγου μου επειδη εχω το λαπτοπ μια ωρα επ’ ωμου. Σας αγαπω γιατι μου δωσατε οραμα.
ΤΟ ΒΡΑΣΤΟ ΑΥΓΟ
ΤΟ ΜΠΡΙΚΙ ΣΙΓΟΒΡΑΖΕ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ. ΤΟ ΝΕΡΟ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ ΚΑΘΩΣ ΧΟΧΛΑΚΙΖΕ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΟ, ΣΑΝ ΤΗ ΛΑΒΑ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΕΤΑΧΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ. ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΝ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΟΙΑΖΕ. ΕΡΙΞΕ ΑΡΓΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΤΟ ΑΥΓΟ ΜΕΣΑ (ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΕΜΦΑΝΗ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΕ ΚΑΙ ΕΡΙΞΕ ΑΠΟΤΟΜΑ ΤΟ ΑΥΓΟ). ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΘΙΣΕ ΣΤΟΝ ΣΤΕΝΟ ΚΑΝΑΠΕ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΤΟΥ ΣΑΛΟΝΑΚΙ. ΓΥΡΩ-ΓΥΡΩ ΕΝΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΠΑΝΤΟΣ ΤΥΠΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΕΤΑΜΕΝΑ, ΣΚΟΝΗ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΤΑΠΕΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΠΑΛΙΟ ΝΕΤBOOK ΚΑΙ ΠΕΤΑΜΕΝΑ DVD ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΑΝ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΕΡΙΕΒΑΛΕ, ΜΕ ΑΠΟΚΩΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΑΡΑΧΝΙΑΣΜΕΝΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΣΥΝΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ DVD PLAYER ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, ΣΕ ΟΧΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ… ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΝ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΟΙΑΖΕ… ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙ… ΓΙΑΤΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΕΧΑΣΕ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ; ΤΙ ΝΑ ΕΦΤΑΙΓΕ ΑΡΑΓΕ; ΜΗΠΩΣ Ο ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ; ΟΙ ΠΑΙΧΤΕΣ; Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ; ΗΤΑΝ ΦΑΝΕΡΑ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ… ΗΘΕΛΕ ΠΑΛΙ ΝΑ ΜΥΡΙΣΕΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ, ΤΗΝ ΑΥΡΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗ… ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, ΑΝΤΙ ΑΥΤΟΥ ΜΥΡΙΖΕ ΤΟ ΑΥΓΟ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ… ΕΤΡΕΞΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΙΣΑ ΙΣΑ ΠΟΥ ΤΟ ΠΡΟΛΑΒΕ. ΤΟ ΕΠΙΑΣΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΙΛΙΕΣ ΙΔΕΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ… ΜΗΠΩΣ ΤΕΛΙΚΑ ΕΠΡΕΠΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ; ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ; ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ; ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ; ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ; Η ΜΗΠΩΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΑΖΕΨΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΥΓΑ Ο ΙΔΙΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ; ΑΛΛΑ ΗΞΕΡΕ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΕΦΕΡΕ ΤΟ ΕΠΙΘΥΜΗΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ… ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΟΙΑΖΕ… ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΧΙΛΙΑ ΔΥΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ… ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΠΩΣ Η ΑΞΙΑ ΟΛΗ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ… ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ… ΠΩΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΕΤΑΙ ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ… ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΥΓΟ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΕΔΙΝΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΣΕ. ΓΙΑΤΙ ΕΙΔΕ ΠΟΣΟ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΑ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΗΤΑΝ, ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΟΙΑΖΕ ΠΛΕΟΝ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΛΑ Η ΙΔΙΑ ΤΟΥ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΙΑ ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ… ΕΚΑΤΣΕ ΤΟΤΕ ΗΣΥΧΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΗΡΕΜΙΑ ΕΦΑΓΕ ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ…
Είναι ανάγκη να περιφέρεστε στα αποδυτήρια με την κουκούνα σας ελευθέρας βοσκής; Βγαίνεις απο το ντούζ, σκουπίζεσαι και φοράς το σώβρακο… ΤΟΣΟ ΑΠΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ! Δέν δίνετε έμφαση στα λεγόμενα σας ξύνοντας τα οικογενειακά κοσμήματα…. ΜΗ ΣΚΥΒΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΤΕ ΤΟ ΣΑΚΙΔΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΩ ΝΤΟΥΛΑΠΙ, ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΡΑΜΠΗ!
Την σκεφτοταν διαρκως ολη μερα. Επρεπε να την εχει οσο πιο γρηγορα γινοταν, αλλιως θα του γινοταν εμμονη. Μολις την ειδε ετσι ξαπλωμενη κι αναμελη πανω στο τραπεζι δε μπορουσε πια να κρατηθει. Τα δαχτυλα του κυλησαν πανω στο δερμα της. Το δερμα της ηταν πια σκουρο, πιο σκοτεινο απ’ οσο θυματαν. Αφου την “ξεντυσε” αργα, ειδε με φρικη αυτο που ηθελε να αποφυγει. Η μπανανα ειχε πια σαπισει…
Ώρα 8.30 π.μ. ημέρα Κυριακή. Ο πρωινός μου ύπνος διαταράσσετται και ασφαλώς διακόπτεται από ένα ντουπ ντουπ στην πόρτα του δωματίου μου. Έντρομος καταλαβαίνω ότι η μάνα μου αποφάσισε να βάλει σκούπα μετά από 3 μέρες. Αυτό ήταν: αποφάσισα να φύγω και να τους γράψω ένα γράμμα μετά από ένα μήνα:
Αγαπημένοι μάνα και πατέρα Λοιπόν, είμαι αρκετά καλύτερα τώρα. Το βαρύ κρανιακό κάταγμα και η αμνησία που μου προκλήθηκε όταν έπεσα από την ταράτσα του σπιτιού μου μετά την φωτιά που έπιασε το κτίριο, άμεσος με το που έφτασα, έχουν σχεδόν περάσει. Πέρασα ένα μήνα στο νοσοκομείο, τώρα είμαι σχεδόν καλά και κάνω μόλις δυο μικροεπεμβάσεις την ημέρα. Ευτυχώς, την ώρα του ατυχήματος με είδε κάποιος από το γειτονικό κτίριο που ειδοποίησε την πυροσβεστικοί και το ασθενοφόρο. Με επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και εφόσον δεν είχα που να μείνω μετά την φωτιά, προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει σπίτι του. Είναι ισόγειο μικρό αλλά εξαιρετικά χαριτωμένο μέρος. Ο φίλος μου είναι πολύ καλό αγόρι και ερωτευτήκαμε αμέσως κεραυνοβόλα. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι να προχωρήσω σε αλλαγή φύλου και σε λίγο καιρό σχεδιάζουμε να παντρευτούμε πριν αρχίσει και η εγκυμοσύνη μου. Είμαι πολύ ευτυχής γιατί ξέρω πόσο ανυπομονείτε να αποκτήσετε το πρώτο εγγονάκι σας και ξέρω πως θα καλοδεχτείτε το παιδί και θα του δώσετε την ίδια αγάπη όπως με μένα όταν ήμουν παιδί. Ο λόγος που καθυστερούμε το γάμο είναι ότι ο άνδρας μου έχει μια μικρή μόλυνση στο αίμα και καθυστερούν τα αποτελέσματα του τεστ για το AIDS που έχει κάνει. Ξέρω ότι και αυτόν θα τον καλοδεχτείτε στην οικογένεια μας με ανοιχτές αγκάλες. Είναι ευγενικός και αν δεν είναι πολύ μορφωμένος, είναι φιλόδοξος. Παρόλο που δεν έχει το ίδιο χρώμα με μας (μαυρούλης), ούτε την ίδια θρησκεία (της φυλής των Αζαουί), είμαι σίγουρος ότι η ανωτερότητα σας και η ηθική πνευματική σας καλλιέργεια δε θα σας επιτρέψουν να μη δεχτείτε το χρώμα του δέρματος του, που είναι λιγάκι πιο σκούρο. Είμαι σίγουρος πως θα τον αγαπήσετε όσο και ρω…. Αλλά αν ο Γκοντζος ήταν υπερσύχρονο τηλεσκόπιο που αναλύουν την ατμόσφαιρα των εξωπλανητων, εσείς θα ήσασταν τα θολωμένα γυαλιά της γιαγιάς της κοκκινοσκουφίτσας που μπέρδεψε την εγγονή της με τον τριχωτό και λιγδιάρη λύκο.
Για όλα φταίνε οι περιπτεράδες σε συνεργασία με τον μονομελή σύλλογο ΚΑΤΩ ΟΙ ΣΚΟΥΠΕΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΡΕ ΜΑΝΑ.
Εκεί πίσω στο 1985, ένα ζεστό πρωινό «που είχε στήσει ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη», καταπώς λέει και ο ποιητής… Η πίσω αυλή είχε γίνει θέατρο μιας μάχης συγκλονιστικής, ενός αγώνα μέχρις εσχάτων, όπου δε χώραγαν μεσοβέζικες καταστάσεις. Ήταν το ματς της χρονιάς για όλους μας μέσα στο σχολείο: Πέμπτη δημοτικού εναντίον Έκτης… Με το σκορ ισόπαλο 2-2, ο ήχος του κουδουνιού για να επιστρέψουμε στις αίθουσες σήμανε συναγερμό στις τάξεις όλων μας. Ο χρόνος μας στέρευε απελπιστικά και κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Είχε φτάσει η ώρα να ξεχωρίσει η ήρα απ’ το στάρι, τα παιδιά απ’ τους άντρες, το πλυμένο απ’ το πραγματικά καθαρό… Έπρεπε να δείξουμε πού ανήκουμε. Έπρεπε να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας στη σωστή μεριά, στη μεριά αυτών που θα γνώριζαν την αποθέωση και όχι τη χλεύη, τη δόξα και όχι τη διαπόμπευση, την αναγνώριση και όχι την κατακραυγή…
Κινήθηκα αποφασιστικά προς την απέναντι περιοχή. Ο Γιάννης είδε την κίνηση που έκανα στον κενό χώρο, μου πέταξε το τενεκεδάκι και βρέθηκα μόνος με το Στέλιο. Εκτέλεσα δίχως οίκτο και το έστειλα να αναπαυθεί στο βάθος της εστίας του. Αυτό ήταν. Η Πέμπτη κέρδιζε για πρώτη φορά στην ιστορία της την Έκτη και έστελνε τα φαντάσματα του παρελθόντος στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας… Φύγαμε αλαλάζοντας και πανηγυρίζοντας – ωσάν άλλοι Μουρίνιο – αφήνοντας τα «Εκτάκια» ανήμπορα να συνειδητοποιήσουν τι (τους) είχε συμβεί… Ποια FIFA και αηδίες; Δική μας ιδέα ο «ξαφνικός θάνατος», το «χρυσό γκολ». ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ! Σε μια ταπεινή πίσω αυλή ενός ταπεινού σχολείου (του 1ου Δημοτικού Νέων Λιοσίων), 25 χρόνια πριν…
Μετά (παιδικής) τιμής, Ανδρέας
-«Ποιος θα του το πει;» τους άκουσα να συζητάνε μεταξύ τους. -«Τι, ρε παιδιά, τι έγινε;» απάντησα με μια ελαφρά ανησυχία. -«Θα του το πω εγώ», πετάχτηκε ο πιο τολμηρός της παρέας. -Πείτε μου τι συνέβη, μη σας πάρει και σας σηκώσει! -Σε παρακαλώ, να φανείς ψύχραιμος -Ακούω! -Γκρεμίζουν το γήπεδο στην Πλατάνα -…
Δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Άλλαξα 20 χρώματα, τα πόδια μου άρχισαν να μη με κρατάνε, ένιωθα να χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. «Γκρεμίζουν το γήπεδο στην Πλατάνα», έτσι απλά και αναίτια. Και οι θύμησες; Οι ανάμνησες; Τα καλοκαίρια στο χωριό που περιμέναμε όλοι πώς και πώς να αρχίσει το καθιερωμένο αυγουστιάτικο τουρνουά μπάσκετ, για να ξεδιπλώσουμε το ατελείωτο ταλέντο μας μπροστά σε γονείς, θείους, ξαδέρφους, κοπελίτσες-θαυμάστριες, περαστικούς, περίεργους που κατακλύζαν τις 156 θέσεις του γηπέδου; Όλη η αφάν-γκατέ της κεντρικής Εύβοιας, όλος ο αφρός, όλες οι Dream Team απ’ τον Οξύλιθο, την Πλατάνα, το Οριό, την Οχτωνιά, το Κακολύρι, την Κύμη να μάχονται για το βαρύτιμο τρόπαιο (μια συκωταριά 10 μέτρα και 15 σπαλομπριζόλες απ’ το χασάπικο….εεε, συγγνώμη, από την μπουτίκ κρεάτων του Παπαδόγιωργη που ήταν και ο μέγας χορηγός του τουρνουά)…
Κι εγώ εκεί. Κάθε χρόνο εκεί. Κάθε καλοκαίρι να δίνω το βροντερό παρών. Σαν τώρα περνάει απ’ το μυαλό μου, σαν φιλμ απ’ τα παλιά η κάθε μου συμμετοχή:
Χρονιά πρώτη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά δεύτερη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά τρίτη: Δεν παίζω ούτε δευτερόλεπτο.
Χρονιά τέταρτη: Ανεβαίνουν κατακόρυφα τα στατιστικά μου. Παίζω 45 ολόκληρα δευτερόλεπτα, κερδίζω κι ένα φάουλ, κάνω και έρμπολ στη βολή.
Χρονιά πέμπτη: Η εκτόξευση. Παίζουμε τελικό Οξύλιθος-Κύμη. Το απόλυτο ντέρμπι. Το ματς που περιμένει με κομμένη την ανάσα όλη η Πλατάνα και τα περίχωρά της. Αναβιώνει το άσβεστο μίσος, η προαιώνια βεντέτα. Είναι Ή ΕΜΕΙΣ Ή ΑΥΤΟΙ. ΤΕΛΟΣ! Ο όρκος νίκης που παίρνουμε ακούγεται μέχρι τη Χαλκίδα: «Θα τους κάνουμε να φτύσουν το γάλα της μάνας τους». Τεταμένη ατμόσφαιρα. Μπάσκετ, με ολίγη από κλωτσομπουνίδια – ή το αντίθετο, δε θυμάμαι. Έχουν γίνει γύρω στα 87 φάουλ, έχουν αποβληθεί 6 παίκτες από κάθε ομάδα, έχουν σφυριχτεί 12 τεχνικές ποινές και 8 ντισκαλιφιέ. Το ματσάκι δεν πάει καλά. Χάνουμε 15 πόντους 5 λεπτά πριν το τέλος. Φως πουθενά στο βάθος του τούνελ. Αποβάλλεται άλλος ένας παίκτης μας, ο προπονητής κοιτάει στο πάγκο και αντικρίζει εμένα. Δεν είχε μείνει άλλος. Με κοιτάει στα μάτια και μου λέει : «Μικρέ, μπες και δείξε τι παιδιά βγάζει ο Οξύλιθος!». Το πιάνω με τη μία το υπονοούμενο. Μπαίνω φρέσκος φρέσκος, άλλωστε δεν έχω αγωνιστεί δευτερόλεπτο (αναμενόμενο αυτό). Πηγαίνω κατευθείαν και πιάνω man-to-man το 7 της Κύμης, ο οποίος μας έχει βάλει 35 πόντους και δεν μπορούμε να τον κουμαντάρουμε με τίποτα. Στην πρώτη φύση, ποτισμένος από συναδελφικότητα και αίσθηση fair-play, του χώνω (χωρίς να το θέλω) μια τσιμπιά στον κώλο. Δεν αντιδρά. Στην επόμενη φάση παίζω πάνω του μια κάπως δυνατή άμυνα, του ρίχνω μια μπουνιά στα δόντια (πάνω στη φάση, ε; μην παρεξηγηθούμε). Πάλι δεν αντιδρά. Στην επόμενη φάση του χώνω μια αγκωνιά στα γεννητικά όργανα (κατά λάθος, πάντα). Γυρίζει και με απωθεί βιαίως και εντελώς αδικαιολόγητα. Τον απωθώ κι εγώ, δε μπορώ να του φέρομαι με το γάντι και να μην το εκτιμά. Αρχίζουμε να παίζουμε ξύλο στο κέντρο του γηπέδου για κανά δίλεπτο. Μας χωρίζουν με τα χίλια ζόρια. Αποβολή και για τους δύο. Άλλοι παίκτες στον πάγκο δεν υπάρχουν. Έχουν όλοι αποβληθεί. Κάθε ομάδα συνεχίζει με τέσσερις. Αυτό ήταν. Το σάλπισμα της αντεπίθεσης είχε μόλις ακουστεί. Χωρίς αυτόν η Κύμη δε σταυρώνει ούτε καλάθι μέχρι το τέλος. Εμείς κάνουμε θρυλικό καμ-μπακ και νικάμε με έναν πόντο διαφορά. Βγαίνω MVP μεταξύ των συμπαικτών μου. Απολαμβάνω τη δόξα του νικητή ως το μεδούλι και αδιαφορώ για τους παίκτες-συνοδούς-προπονητές-οπαδούς της Κύμης που με περιμένουν με άγριες διαθέσεις. Αποχωρώ, όπως όλη η ομάδα του Οξυλίθου, με τη βοήθεια έντονης αστυνομικής δύναμης. Νιώθω πραγματικός σταρ. Μεγάλες στιγμές. Ωραίες εποχές…
Μετά τιμής, Ανδρέας
Υ.Γ. Δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου στην Κύμη από τότε…B194
Ντριιιιιν!! Ντριιιιν!! Το προδοτικό ξυπνητήρι ήχησε τόσο υψίσυχνα που και το α-συνείδητο του ακόμα έλαβε το σήμα… Άλλη μιά μέρα καταπιεστικής ρουτίνας ξημέρωνε στην Σαουδική Αραβία… Νιώθοντας σαν άλλος Σίσσυφος, τίναξε από πάνω του την κουβέρτα με τον Πλούτο και τον Μικυ. Με θολωμένο μυαλό από το όνειρο, στο οποίο ο καπετάνιος,οι ναύτες και οι 7 νάνοι στο S.S ΚΟΤΕΡΟ τον παρακαλούσαν γονυπετείς να επιστρέψει στην ομάδα που πρωτοκοουτσάρισε, αντιλήφθηκε πώς δεν τον καλούσε το ξυπνητήρι σαν άλλος μηχανικός και ανελέητος κόκκορας, αλλά το τηλέφωνο. Ήταν ο πρώην εργοδότης του. Τον ήθελε για μιά βρώμικη δουλειά, την οποία όμως είχε ξανακάνει. Έπρεπε να το σκεφτεί. Μπορούσε διάολε, παρ΄όλες τις προπονητικές του ικανότητες να ΞΑΝΑεκμηδενίσει τον γνωστό Πορτογάλλο wannabe προπονητή; Δεν θα αμφέβαλλε υπό άλλες συνθήκες… αλλά… ΑΛΛΑ… Η ομάδα δεν είχε ΚΑΝΕΝΑΝ τίμιο Βάσκο σεντερ-μπακ με ένστικτο σκόρερ…. ΑΝ σήμερα ζούσε ο Σέξπιρ θα ‘χε γράψει ισα με 34 τραγωδίες + ένα αλληγορικό μελόδραμα για τον ανθρωπο που ονειρευόταν κάτι παραπάνω απο τέντες και τεντόπανα…
Φα διεση ο Γκοντζος κι ο Ρουκα ειναι Λα. Ο Σεβαστιανος ο Λετο στη γραμμη του Μι κι ο Σισε τραγουδαει παραμυθια στη Μελιά.